Στο εξώδικο προς το Νίκο Χαρδαλιά ζητείται από τον υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων η άμεση αναστολή μετακίνησης για κυνηγετική δραστηριότητα και της απαγόρευσης μετακίνησης για άσκηση θήρας.

Αναλυτικά η εξώδικη δήλωση:

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΡΧΗΣ
ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ- ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ-ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

ΠΡΟΣ
Τον κ. Υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, με έδρα την Αθήνα, επί της οδού Π. Κανελλοπούλου, αρ. 4.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣ
• Τον κ. Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, με έδρα την Αθήνα, επί της οδού Π. Κανελλοπούλου, αρ. 4.
• Τον κ. Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με έδρα την Αθήνα, επί της λεωφόρου Μεσογείων, αρ. 119.
• Τον κ. Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με έδρα την Αθήνα, επί της οδού Αχαρνών, αρ. 2.

“Ως γνωστόν συνεχίζεται η αναστολή της θηρευτικής δραστηριότητας, ενώ η κυνηγετική κοινότητα έχει κατά καιρούς εισηγηθεί συγκεκριμένες, υγειονομικά ασφαλείς και άμεσα εφαρμόσιμες προτάσεις, προκειμένου να μπορέσει ν’ ασκήσει τη δραστηριότητά της για την υπολειπόμενη κυνηγετική περίοδο, λαμβάνουσα όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας.

Ωστόσο, από τις 06/11/2020 που έχει ανασταλεί η κυνηγετική δραστηριότητα δεν έχει ακόμη δοθεί ουδεμία εμπεριστατωμένη υγειονομική αιτιολόγηση, μολονότι η θήρα είναι απολύτως υγειονομικά ασφαλής όπως και άλλες υπαίθριες δραστηριότητες (λ.χ. πεζοπορία, ορειβασία), οι οποίες καλώς επιτρέπονται, δημιουργώντας πολλά ερωτηματικά για τη διαφορετική στάση με την οποία αντιμετωπίζεται η κυνηγετική δραστηριότητα στην πατρίδα μας.

Καθίσταται σαφές πως δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως κανένας υγειονομικός λόγος που να δικαιολογεί την απαγόρευση της θήρας, ούτε υπάρχει καμία ένδειξη ότι η κυνηγετική δραστηριότητα δύναται να διασπείρει τον ιό (COVID-19), αφού ασκείται στη φύση και κατά βάση σε μεγάλα δάση, δίχως να υπάρχει συγχρωτισμός των κυνηγών, όπως στις καθημερινές μετακινήσεις των πολιτών με τα Μ.Μ.Μ., στους εργασιακούς χώρους, όπου είναι ανέφικτη η εφαρμογή της μεθόδου τηλεργασίας, καθώς και σε άλλες δραστηριότητες στα αστικά κέντρα (λ.χ. μαζικοί περίπατοι του πληθυσμού σε πάρκα), υπάρχει εύλογη απορία και έκδηλη δυσαρέσκεια συλλήβδην από την κυνηγετική κοινότητα για την εμμονή της απαγόρευσης της θήρας.

Δε γνωρίζουμε αν έχει δημοσιευθεί κάποια σχετική εισήγηση της αρμόδιας Επιστημονικής Επιτροπής προκειμένου να αναφερθούν οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η κυνηγετική δραστηριότητα επηρεάζει στη διασπορά και εξάπλωση του ιού (COVID-19) και κατ’ αυτόν το λόγο υφιστάμεθα αυτή την αντιμετώπιση, δεδομένου μάλιστα ότι στις 24/12/2020 επετράπη η μετακίνηση κυνηγών έστω και υπό εκείνες τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς. Σημειωτέον ότι στην Κύπρο και στην υπόλοιπη Ευρώπη επιτρέπεται η θηρευτική δραστηριότητα με όλα τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα.

Αξίζει να τονιστεί πως εμείς οι κυνηγοί προστατεύουμε τη χλωρίδα και την πανίδα, ενώ δεν είναι τυχαία η αναγνώριση της θήρας από το Σ.τ.Ε. ως διαχειριστικό μέτρο για την αντιμετώπιση ασθενειών, όπως η καταπολέμηση της αφρικανικής πανώλης του αγριόχοιρου και της λύσσας της αλεπούς.

Η θήρα πρέπει να ασκείται ως άθλημα, το οποίο δραστηριοποιείται σε υπαίθριες και μη κατοικήσιμες περιοχές (αρ. 251 παρ. 1 Δ. Κ.). Η άσκηση της θήρας, ως αθλητική δραστηριότητα, εντάσσει τους κυνηγούς στην ευρύτερη κατηγορία των πολιτών που έχουν τη δυνατότητα ατομικής άθλησης στην ύπαιθρο. Σημειώνεται ότι στη θήρα δεν έρχεται σε επαφή ο κυνηγός με άλλους κυνηγούς, διότι αυτό επιτάσσει η ασφαλής χρήση των κυνηγετικών όπλων. Γίνεται απολύτως αντιληπτό πως οι κυνηγοί, κυρίως οι εγγεγραμμένοι σε συλλόγους νομών όπως η Αττική, η οποία αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ευρώπης, αδυνατούν να ασκήσουν τη θηρευτική δραστηριότητά τους εντός των ορίων της περιφέρειάς τους, διότι εκλείπουν οι απομακρυσμένες υπαίθριες περιοχές. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια είτε να συνωστίζονται στην περιοχή των Μεγάρων Αττικής, είτε να μη θηρεύουν καθόλου.

Επίσης, ο κάθε κυνηγός πληρώνει ενιαύσια την άδεια θήρας στο σύλλογο που είναι εγγεγραμμένος, επομένως ο έλεγχος σκοπιμότητας της μετακίνησής του, είναι εύκολο να διαπιστωθεί από τις αρμόδιες Αρχές, καθώς η θήρα ασκείται αποκλειστικά και μόνο από πολίτες που διαθέτουν τη σχετική άδεια για την εκάστοτε κυνηγετική περίοδο.

Κατόπιν των ανωτέρω αιτούμεθα την έναρξη της θηρευτικής δραστηριότητας, με την επίδειξη ειδικής βεβαίωσης μετακίνησης, η οποία θα αναγράφει τον ακριβή χρόνο και τόπο στον οποίο θα πραγματοποιείται η θήρα του εκάστοτε κυνηγού, παράλληλα με την επίδειξη της προβλεπόμενης άδειας θήρας και τηρώντας όλα τα υγειονομικά μέτρα. Οι κυνηγοί καθ’ όλη την περίοδο της έξαρσης πανδημίας του ιού (COVID-19) έχουν επιδείξει πλήρη σύνεση, συμμόρφωση στα υγειονομικά πρωτόκολλα και απεριόριστη υπομονή, καθώς επί μακρόν είναι σε αδράνεια χωρίς ουσιαστική και επαρκή αιτιολόγηση.

Σύμφωνα με το άρθρο 17 Κ.Δ.Δ., κατοχυρώνεται η υποχρέωση αιτιολογίας όλων των ατομικών διοικητικών πράξεων (συμπεριλαμβανομένων και των γενικών ατομικών διοικητικών πράξεων δυσμενών) ορίζοντας στην παρ. 1 αυτού ότι : «Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της.». Ως αιτιολογία ορίζεται η αναφορά των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της διοικητικής πράξης και της ερμηνείας τους, της διαπίστωσης ότι συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις ενόψει των οποίων επιβάλλεται ή επιτρέπεται η έκδοση της πράξης κατ’ εφαρμογή των κανόνων αυτών, τη διαπίστωση της συνδρομής και την εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, καθώς και των σκέψεων του διοικητικού οργάνου που οδήγησαν στην έκδοση ή την άρνηση της έκδοσης της διοικητικής πράξης.

Η διάταξη του άρθρου 17 παρ.1 Κ.Δ.Δ. αναφέρει ότι όλες οι επωφελείς ή δυσμενείς διοικητικές ατομικές πράξεις πρέπει να έχουν αιτιολογία. Όταν η αιτιολογία επιβάλλεται από τις σχετικές με την έκδοση της διοικητικής πράξης ειδικές διατάξεις, πρέπει να υπάρχει έστω και συνοπτικά στο σώμα της διοικητικής πράξης, δηλαδή να περιέχεται στο έγγραφο που διατυπώνεται η πράξη. Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη κάθε φορά που εκδίδει μια διοικητική πράξη να αιτιολογεί τους λόγους για τους οποίους προέβη στην ενέργειά της αυτή. Σύμφωνα με τη νομολογία, μέσα από την αιτιολογία γίνεται ο απαιτούμενος έλεγχος της νομιμότητας των σκοπών και των μέσων τη διοικητικής πράξης και δίδεται η δυνατότητα στο αρμόδιο Δικαστήριο να ασκήσει τον ακυρωτικό του έλεγχο. Η έλλειψη αιτιολογίας στο σώμα της πράξης καθιστά αυτήν ακυρωτέα λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου. Αν στο σώμα της πράξης υπάρχει αιτιολογία, αλλά είναι ελλιπής, πλημμελής ή εσφαλμένη, τότε και πάλι η πράξη μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως όχι όμως για το λόγο της παράβασης τύπου, αλλά για παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου. (ΣτΕ 2254/1964, 2331/1966, 3006/1972, 470/1970, 546/2008, 11/1988 ΔΕΦ ΘΕΣΣΑΛ).

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 Κ.Δ.Δ., το οποίο συμπυκνώνει στη διατύπωσή του την προϋπάρχουσα, μακρά νομολογιακή παράδοση σχετικά με το ζήτημα, η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής. Η αιτιολογία είναι επαρκής όταν περιέχει με σαφήνεια όλα τα στοιχεία της κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην καταλείπονται κενά ή αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης του διοικητικού οργάνου (συνθετική λειτουργία της επάρκειας). Η επάρκεια δοκιμάζεται σε επίπεδο υπαγωγής του πραγματικού στον κανόνα δικαίου, δηλαδή κρίνεται αν το αρμόδιο όργανο δεν αφήνει ανεξέταστο κανένα στοιχείο που μπορεί να έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της υπόθεσης (ΣτΕ 2228/2007, 329, 4236/2005).

Η υποχρέωση για αιτιολογία, αποτελεί η αρχή του κράτους δικαίου, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ως ειδικότερη πτυχή της, η αρχή της νομιμότητας, από τις οποίες απορρέει η αρχή της φανερής δράσης της διοίκησης και της διαφάνειας, ενώ ορθά γίνεται σύνδεση με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και της προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 20 του Συντάγματος), με την αρχή της ισότητας και με την αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος).

Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4§1 του Συντάγματος, αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει άπαντα τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας (ΣτΕ 2717/1988, ΣτΕ 157/1989 και Ολομ. Α.Π. 3/1997, 7/1993, 12/1992, 6/1992 κ.λ.π.).

Η παραβίαση της αρχής αυτής, ελέγχεται από τα Δικαστήρια, μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας των, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η με ίσους όρους ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός (άρθρο 5 του Συντάγματος). Κατά τον έλεγχο ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης και η Διοίκηση μπορεί βεβαίως να ρυθμίσει με ενιαίο διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, οι οποίες συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές και οι οποίες περαιτέρω, στηρίζονται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το αντικείμενο της κατά περίπτωση & ad hoc ρύθμισης.

Η επιλογή όμως των διαφόρων τρόπων ρύθμισης, πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την προδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με την μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή της επιβολής μίας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα κριτήρια μεταξύ τους.

Επιπλέον, η συνταγματική αρχή της ισότητας στις ειδικότερες εκφάνσεις της, επιβάλλει την ομοειδή μεταχείριση ομοειδών περιπτώσεων. Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου ρητώς αναγνωρισμένη από το Ελληνικό Σύνταγμα, επιβάλλει την πραγμάτωση της ισότητας, καθώς δεν προστατεύει απλώς τυπικά το δικαίωμα στην ισότιμη μεταχείριση, αλλά επιβάλλει δεσμευτικά και την δημιουργία συνθηκών που θα προάγουν την ισότητα ευκαιριών για κάθε Έλληνα πολίτη.

Σημειώνεται επίσης πως η αρχή της αναλογικότητας, απορρέει από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου, καθιερώνεται ήδη ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1) και συγκαταλέγεται κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι επιβαλλόμενοι από τον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό. Ένα μέτρο που προβλέπεται από τη διάταξη νόμου τότε μόνον αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό. Τα διοικητικά όργανα πρέπει να ενεργούν ενιαία κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι πράξεις τους και η εν γένει συμπεριφορά τους να μην αντιφάσκουν μεταξύ τους (non venire contra factumproprium) πολλώ δε μάλλον όταν θίγονται από αυτές ατομικά δικαιώματα διοικουμένων

Ακολούθως, με το άρθρο 25 παρ.1 εδ. 4 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει, τίθεται ο κανόνας, ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα «πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι: α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή έννοια αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολ. ΑΠ 43/2005). Σύμφωνα λοιπόν με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, οι περιορισμοί που επιβάλλονται στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων από τη Διοίκηση και το νομοθέτη, πρέπει να είναι οι μόνοι αναγκαίοι και να υπηρετούν το σκοπό που επιδιώκεται από το νόμο. Ένα μέτρο που προβλέπεται από διάταξη νόμου ως κύρωση για παράβαση διάταξης, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό ή αν η κύρωση αυτή καθαυτή καθίσταται υπέρμετρα επαχθής σε σχέση με τη διαπραχθείσα παράβαση.

Καταληκτικά, η απαγόρευση της κυνηγετικής δραστηριότητάς μας, παρά τη μη ανάκληση της υπάρχουσας υπουργικής απόφασης «Ρυθμιστικής περί θήρας», παρότι άλλοι φορείς λειτουργούν με τους απαραίτητους υγειονομικούς κανόνες εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα, παρότι οι πολίτες αστικών κέντρων δύνανται να αθλούνται τηρώντας τα υγειονομικά πρωτόκολλα, παρότι η θήρα κατοχυρώνεται νομικά, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για μια ευθέως άδικη, αντισυνταγματική και αδικαιολόγητη μεταχείριση των νομοταγών Ελλήνων κυνηγών.

Επειδή η εν λόγω απαγόρευση είναι άδικη, απαράδεκτη, αναιτιολόγητη, νομικά αβάσιμη και έρχεται σε αντίθεση με το Ελληνικό Σύνταγμα.

Επειδή η συμπεριφορά ως Διοίκηση είναι καταχρηστική και αντίθετη με το Σύνταγμα, προσβάλλει δε το δικαίωμα όλων των μελών μας στην προσωπικότητα.

Επειδή η απαγόρευση της θήρας πρέπει να ρυθμίζεται με την έκδοση υπουργικής απόφασης που να τροποποιεί τη «Ρυθμιστική περί θήρας».

Επειδή σε κανένα σημείο των αποφάσεών σας, αλλά ούτε από κάποια συγκεκριμένη επιστημονική θέση ή τεκμηρίωση δε συνάγεται ότι η κυνηγετική δραστηριότητα διασπείρει τον ιό (COVID-19).

Επειδή η απαγόρευση άσκησης της θήρας επιφέρει σημαντικές κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αφού κατά το Σ.τ.Ε. είναι διαχειριστικό μέτρο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ και με τη ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας:

Διαμαρτυρόμαστε έντονα για το αλλεπάλληλο της απαγόρευσης μετακίνησης των κυνηγών, η οποία είναι άδικη και παράνομη.

Σας καλούμε να καταργήσετε άμεσα την αναστολή μετακίνησης για κυνηγετική δραστηριότητα και την απαγόρευση μετακίνησης για άσκηση θήρας και να επιτρέψετε τη θήρα σε όλη την Ελλάδα, άλλως σε κάθε νομό αν αυτό επιβάλλουν οι επιδημιολογικές συστάσεις της Επιστημονικής Επιτροπής.

Σε αντίθετη περίπτωση θα κινηθούμε στα αρμόδια Δικαστήρια.

Αρμόδιος δικαστικός επιμελητής παραγγέλλεται να επιδώσει την παρούσα προς αυτόν που απευθύνεται, για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες, καλούμενος να αντιγράψει ολόκληρο το κείμενο της παρούσας στην έκθεση επίδοσης».

Η εξώδικη δήλωση κοινοποιείται από:

  1. Το σωματείο με την επωνυμία «Κυνηγετικός Σύλλογος Αιγάλεω», με έδρα το Αιγάλεω Αττικής, επί της οδού Θηβών, αρ. 475, όπως νόμιμα εκπροσωπείται δια του προέδρου του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του καταστατικού του.
  2. Το σωματείο με την επωνυμία «1ος Κυνηγετικός Σύλλογος Πάτρας», με έδρα την Πάτρα Αχαΐας, επί της οδού Πατρέως, αρ. 55-61, όπως νόμιμα εκπροσωπείται δια του προέδρου του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του καταστατικού του.
  3. Το σωματείο με την επωνυμία «Κυνηγετικός Σύλλογος Λεχαινών», με έδρα τα Λεχαινά Ηλείας, επί της οδού Διάκου Αθανασίου, αρ. 13, όπως νόμιμα εκπροσωπείται δια του προέδρου του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του καταστατικού του.
  4. Το σωματείο με την επωνυμία «Κυνηγετικός Σύλλογος Ναυπλίου», με έδρα το Ναύπλιο Αργολίδας, επί της οδού Ηρακλέους, αρ. 6, όπως νόμιμα εκπροσωπείται δια του προέδρου του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του καταστατικού του.
  5. Το σωματείο με την επωνυμία «Κυνηγετικός Σύλλογος Θέρμου», με έδρα το Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας, επί της οδού Θέρμου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται δια του προέδρου του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του καταστατικού του.
  6. Το σωματείο με την επωνυμία «Κυνηγετικός Σύλλογος Αλιβερίου», με έδρα το Αλιβέρι Εύβοιας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται δια του προέδρου του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του καταστατικού του.
  7. Το σωματείο με την επωνυμία «Κυνηγετικός Σύλλογος Σπάρτης», με έδρα τη Σπάρτη Λακωνίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται δια του προέδρου του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του καταστατικού του.
  8. Το σωματείο με την επωνυμία «Κυνηγετικός Σύλλογος Μολάων», με έδρα τους Μολάους Λακωνίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται δια του προέδρου του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του καταστατικού του.
  9. Το σωματείο με την επωνυμία «Κυνηγετικός Σύλλογος Βορείου Λακεδαίμονος», με έδρα το Καστόρι Λακωνίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται δια του προέδρου του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του καταστατικού του.