Θέμα επιβίωσης… πάμε σαν άλλοτε

Με μελανιασμένα τα χέρια και το πρόσωπο, από τον πολύ δυνατό βοριά, προσπαθούσαμε να βρούμε ισορροπία πάνω στα βαριά γερμανικά ποδήλατα, αυτό το πρωινό του Δεκέμβρη, του 1964. Είχαμε κλείσει ραντεβού πολλές ημέρες πριν, με τον μπάρμπα Στάμο τον Σκουρλή, να πάμε για λαγό στο ρέμα στα Ντούσια.

Ο μπάρμπας θα ερχόταν από το Κορωπί με τη γαϊδούρα του μπάρμπα Νίκου του Μουσκουλή, και θα έφερνε και την καλή του σκύλα, τη Γκριφόν. Μια πολύ κοντινή σκύλα, που φέρμαρε τους λαγούς. Ο μπάρμπα Στάμος τους έβλεπε στο λότσι, και τους τουφεκούσε κάτω. Σημάδευε στο κεφάλι τους, το μπροστινό μέρος, τη μουσούδα και τους τουφεκούσε. Δεν διακινδύνευε να τον χάσει τουφεκώντας τον στο ξεπέταγμα. Μία φορά μάλιστα την πάτησε. Νόμιζε ότι τον σκότωσε κι έσκυψε να τον πάρει. Του πετάγεται ο λαγός, του ρίχνει τη δεύτερη και του φεύγει. Θα πέθαινε από τη στεναχώρια ο μπάρμπας. Δεν θα ξεχάσω μία φορά στη Βάρη, που ο μπάρμπα Γιώργης, ο Καραμουσκέτης, του είπε: «Ρε Στάμο, κυνηγός είσαι εσύ να τουφεκάς το λαγό στο λότσι; Κλότσησέ τον να φύγει και τουφέκισέ τον». Έγινε θηρίο. Θα τον έτρωγε. Με πάθος υπερασπίστηκε τον τρόπο κυνηγίου του. «Έχω τρία παιδιά, ρε Γιώργο. Πώς θα τα ζήσω; Και αν μου φύγει ο λαγός, τι θα φάμε μετά;».

 

Στη χωματερή του ’75

Από τη Βάρη φύγαμε νύχτα. Εγώ χωρίς όπλο και τα δύο αδέρφια της μάνας μου. Ο Στουλής και ο Βενιαμίν παλικαράκια τότε. Είχαμε από ένα ποδήλατο. Αυτά τα γερμανικά, τα Μπίσμαρκ, με τον διπλό σκελετό, τα χοντρά λάστιχα και τη φαρδιά σχάρα που είχαν πίσω για τα φορτία. Εκεί στη σχάρα είχαμε δέσει ο καθένας ένα μεγάλο καφάσι, για να τοποθετούμε τα διάφορα πράγματα.

Ήτανε τόσο δυνατός ο βοριάς που πηγαίναμε όλο ορθοπεταλιά, και πολλές φορές κατεβήκαμε και συνεχίσαμε με τα πόδια, πεζοί. Εκεί που θα πηγαίναμε, ήταν μέχρι το 1975 η χωματερή της Αθήνας. Πέταγαν τα σκουπίδια όλοι οι δήμοι των Αθηνών. Σε πολλά σημεία είχαν εγκατασταθεί πολλές πολυμελείς φτωχές οικογένειες που έτρεφαν γουρούνια από τα σκουπίδια. Έμεναν σε παραπήγματα και παλαιά λεωφορεία που είχαν μετατρέψει άλλα σε σπίτια, άλλα σε κοτέτσια, περιστερώνες κ.τ.λ. Υπήρχαν δε και πολλά αδέσποτα σκυλιά. Όταν πλησιάσαμε στην περιοχή, αυτά τα αδέσποτα σκυλιά έγιναν πολύ επιθετικά και από θαύμα δεν τα τουφεκίσαμε.

 

3 λαγούς με το καλημέρα

Συναντήσαμε τον μπάρμπα Στάμο ο οποίος μας περίμενε δίπλα σε ένα μεγάλο πτηνοτροφείο, που μόλις είχε φτιαχτεί. Όλα δε τα αδέσποτα να είναι γύρω μας και να χαλάει ο κόσμος. Αφού τα είπαμε για λίγο με τον θείο, μας έδωσε οδηγίες. «Εσύ Στουλή έξω και δεξιά, 50 μέτρα μπροστά. Εσύ Βενιαμίν έξω και αριστερά, 50 μέτρα μπροστά. Εσύ Γιάννη με το ραβδί. Θα χτυπάς όλη τη βλάστηση». Ο μπάρμπας μετά τη στρατηγική του, είπε αυστηρά, «ξεκινάμε από εδώ, τώρα». «Μπάρμπα, εδώ είναι το μεγάλο πτηνοτροφείο, εδώ τα αδέσποτα σκυλιά και μάλιστα πολλά αδέσποτα γουρούνια. Έχει λαγό εδώ;», τον ρώτησα. «Ναι, εδώ είναι ο λαγός. Εδώ». Ξεκινάμε, σε 50 μέτρα φερμάρει η γκριφόν και με μία τουφεκιά ο μπάρμπας του έκοψε το μισό κεφάλι. 5-6 εργάτες πετάχτηκαν από το πτηνοτροφείο και μας έβριζαν γιατί τρόμαξαν οι κότες. Ο μπάρμπας απάντησε με λίγες λέξεις, «δεν είχατε καμιά δουλεία εδώ, γιατί ήρθατε στο κυνηγοτόπι;». Συνεχίσαμε και μέχρι να βγάλουμε το ρέμα, έκανε ο μπάρμπας 3 λαγούς. Τους κουβαλούσα εγώ στην πλάτη, για να γίνω άνθρωπος και να εκτιμήσω το ψωμί.

 

Γεμίσανε οι τσάντες περιστέρια

Κοντά στο τέρμα, δεξιά μας, είχε σπείρει ένα χωράφι του με κριθάρι, ο μπάρμπα Μήτσος, ο Μωραΐτης. Κάνω έτσι και βλέπω ένα πολύ μεγάλο κοπάδι με περιστέρια να βόσκει. «Δώσε μου θείε να τους ρίξω, δώσε μου σε παρακαλώ». Μου δίνει το ρωσικό δίκαννο, τα πλησιάζω κι ενώ έβοσκαν, τους ρίχνω. Αυτό που έγινε δεν λέγεται. Πολλά νεκρά επιτόπου, άλλα φτερουδάτα, άλλα πήγαιναν και δεν πήγαιναν… Γυρίζει όλο το κοπάδι πίσω και μου περνάει πάνω από το κεφάλι. Τους ρίχνω και τη δεύτερη τουφεκιά. Πάλι έγινε χαμός. Γεμίσαμε τις τσάντες και το ταγάρι με το κολατσιό όλο περιστέρια, δέσαμε και πολλά σε ένα σύρμα. Λέει ο μπάρμπας όλο χαρά από το θαύμα. “Πάμε τώρα μέσα στη σπηλιά που είναι πάνω και αριστερά να φάμε και να τα μαδήσουμε”. Φάγαμε τη ρέγκα, τις ελιές, το ψωμί κι επέμενε ο θείος να πιω κρασί, για να γίνω άντρας. Πέσαμε με τα μούτρα στο μάδημα. Για μια στιγμή λέγαμε όλοι μαζί τα κάλαντα. «Και με περιστεράκια, άσπρα μου, άσπρα μου γλυκά ματάκια». Ήμασταν περήφανοι που είχαμε προστατέψει το κριθάρι του μπάρμπα Μήτσου.

 

Επιστροφή με πολλά χαμόγελα

Γυρίσαμε στο πάρκινγκ που είχαμε παρκάρει τη γαϊδούρα και ευτυχισμένοι πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Ο μπάρμπα Στάμος, ο Στουλής, ο Βενιαμίν είχαν στις τσάντες τους από έναν λαγό και πολλά περιστέρια. Εγώ μόνο περιστέρια. Με γέλια γυρίζαμε τώρα, γιατί είχαμε το βοριά στην πλάτη. Τα φρένα τα δικά μου δεν έπιαναν καλά κι έβαζα τη δεξιά πατούσα του παπουτσιού στο στεφάνι της πίσω ρόδας για φρένο. Γύρισα με πολύ γέλιο στο σπίτι. Αυτή τη φορά το πολύ κρέας το έφερα εγώ, αλλά έπαθα ζημιά γιατί το δεξί παπούτσι έμεινε από σόλα. Τρύπησε. Πού να το πω, όμως. Ποιος άκουγε τη μάνα μου μετά…

 

Γράφει ο Γιάννης Δήμας

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook39
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top