Ο Κορυφαίος Συνθέτης & Στιχουργός υπήρξε δεινός κυνηγός!
Μια αληθινή ιστορία κυνηγετικού πάθους και αγάπης για τη φύση: Η γνωριμία του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Γιώργου Μητσάκη με το “μετρ” των φυσιγγίων Γιώργο Βλαχόπουλο και η κοινή διαδρομή τους στο χώρο του κυνηγίου.
Ότι ο Γιώργος Μητσάκης υπήρξε κορυφαίος στιχουργός, συνθέτης και ερμηνευτής, είναι γνωστό ανά το πανελλήνιο. Ότι παρέμεινε αυθεντικός και τίμιος μέχρι την τελευταία του πνοή, χαρίζοντας αθάνατα έργα στη γενιά του και στις επόμενες γενιές, είναι επίσης γνωστό. Άλλο τόσο γνωστό είναι ότι ποτέ του δεν χρησιμοποίησε ξένα έργα βάζοντας τη δική του υπογραφή, προκειμένου να διογκώσει το έργο του, αλλοιώνοντας την αυθεντικότητά του. Άλλωστε ο χαρακτήρας των τραγουδιών του είναι τέτοιος που τα ξεχωρίζεις “από χιλιόμετρα”. Και ο Μητσάκης θεωρούσε ότι το ήθος και η υστεροφημία είναι τα σημαντικότερα αγαθά στη ζωή. Εκείνο που λίγοι γνωρίζουν είναι η απίστευτη αγάπη του καλλιτέχνη για το κυνήγι, που συχνά στην παρέα του το χαρακτήριζε ως “την ωραιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα και το μεγαλύτερο πάθος του”. Το άρθρο μας δεν έχει απλά ως στόχο του να καταδείξει ότι ο κορυφαίος καλλιτέχνης ήταν άλλος ένας από τους αμέτρητους ανθρώπους της τέχνης που λάτρεψαν τη θεά Άρτεμη. Φιλοδοξεί να φέρει στο φως ανέκδοτες ιστορίες που σκιαγραφούν το χαρακτήρα του καλλιτέχνη, το ανυπέρβλητο χιούμορ του, την αγάπη του για το κυνήγι και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του που τον έκανε να περιφρονεί τις “κούφιες” δημόσιες σχέσεις και να αφιερώνει τη ζωή του σιωπηρά στο έργο του και στο πάθος του. Αυτός του ο χαρακτήρας είχε ως αποτέλεσμα πολύ ευεργετηθέντες ερμηνευτές να τον ξεχάσουν γρήγορα, μεγάλες εταιρείες που θησαύρισαν από τη δική του προσφορά να μην αναφέρονται σε αυτόν, αλλά το έργο του να παραμένει ζωντανό, αυθεντικό και εξίσου δημοφιλές μέχρι τη γενιά μας. Έτσι ακριβώς, όπως θα το ήθελε ο καλλιτέχνης: το έργο του και το ήθος του να κρατούν τα πρωτεία, αδιαφορώντας για τη στάση του κόσμου που συνήθως αποδεικνύεται “ευάλωτη” στο δέλεαρ του χρήματος και των δημοσίων σχέσεων.
Η ζωή του Γιώργου Μητσάκη
Ο Γιώργος Μητσάκης γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γιος ψαρά, του καπετάν–Στεφανή, που το 1935 μετοίκησε στην Καβάλα με την οικογένειά του και αργότερα στην Αργαλαστή Μαγνησίας. Τα οικονομικά της οικογένειας ήταν τέτοια που ανάγκαζαν τον Γιώργο Μητσάκη να εργάζεται από πολύ μικρή ηλικία σε κουρείο. Μόλις όμως μετακόμισαν στην Αργαλαστή, ο πατέρας του τού δώρισε το δαχτυλίδι του, το οποίο αποτέλεσε την “προίκα” του Μητσάκη για τη μετακόμισή του στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πούλησε το δαχτυλίδι και με τα χρήματα αυτά αγόρασε το πρώτο του μπουζούκι. Όπως αποκάλυψε η σύζυγος του Μητσάκη, Αθηνά, στον Γιώργο Βλαχόπουλο, τα πρώτα μεροκάματα του Μητσάκη στη Θεσσαλονίκη προέρχονταν από το “πιατάκι” που έβγαζε στο Λευκό Πύργο παίζοντας το μπουζούκι του. Το ταλέντο του τον έκανε γρήγορα γνωστό και ξεκίνησε να δουλεύει στα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα έγραφε με τις συνθέσεις του ανεξίτηλα τη δική του σελίδα στην ιστορία της ελληνικής μουσικής.
Η κοινή πορεία του καλλιτέχνη με το “μετρ” των φυσιγγίων
Το 1957 ο Γιώργος Μητσάκης συχνάζει σε επώνυμη ταβέρνα του Χαλανδρίου, μαζί με τη μέλλουσα γυναίκα του, την Αθηνά. Η ταβέρνα ανήκε στον παππού τού γνωστού στο κυνηγετικό κοινό Γιώργου Βλαχόπουλου, του ανθρώπου που για περισσότερα από 30 χρόνια αποτέλεσε το γνωστότερο σχεδιαστή και κατασκευαστή φυσιγγίων στην Ελλάδα. Εκεί δεν άργησαν να γνωριστούν και να γίνουν αχώριστοι φίλοι, σφυρηλατώντας μια ειλικρινή και μακρόχρονη φιλία, με έναυσμα το κοινό πάθος τους για το κυνήγι, οι δύο “επώνυμοι” της μουσικής και των φυσιγγίων. Στη συμβολή του Γιώργου Βλαχόπουλου οφείλεται το σημερινό αφιέρωμα στον καλλιτέχνη Γιώργο Μητσάκη και οι ανέκδοτες και μοναδικές ιστορίες από τα κυνήγια τους.
Το πρώτο κυνήγι που έκαναν από κοινού ο Μητσάκης και ο Βλαχόπουλος ήταν τον Απρίλιο του 1958 στον Κάλαμο και το Δήλεσι, για απριλιάτικα τρυγόνια. Από τότε τους έγινε συνήθεια να δίνουν ραντεβού στις 3:30 τη νύχτα έξω από το “Βράχο” στην Πλάκα, το μαγαζί που δούλευε ο Μητσάκης, για να φύγουν κατευθείαν μετά το σχόλασμα για τον κυνηγότοπο.
Ο Γιώργος Βλαχόπουλος θυμάται τον καλό του φίλο, που έφυγε στις 17 Νοεμβρίου του 1993, ως έναν μοναδικό άνθρωπο, εξαιρετικά μετριόφρονα και ευαίσθητο. “Ο Μητσάκης απέφευγε πάντα να τραγουδάει ή να παίζει μπουζούκι στη συντροφιά μας στην ταβέρνα. Ποτέ δεν τον είχα ακούσει να μιλάει για τη δουλειά του. Μονάχα όταν του φώναζα κάποιες φορές, που τα πουλιά περνούσαν από πάνω του και εκείνος δεν έριχνε, αναγκαζόταν να μου αποκαλύψει ότι έγραφε τραγούδια στο καρτέρι”. Το καρτέρι αποτελούσε πραγματικό χώρο έμπνευσης για τον Γιώργο Μητσάκη. Συχνά συγκόπτοντας το επώνυμο του Γιώργου Βλαχόπουλου, απαντούσε όταν εκείνος του φώναζε “πάνω σου”: “Σταμάτα Βλάχο, γράφω! Άσ’ τα να περνάνε”.
Ο Μητσάκης λάτρευε το κυνήγι όσο τίποτε στον κόσμο. Για κείνον δεν υπήρχε θήραμα που να μην έχει τη χάρη του και την ομορφιά του. Τον Αύγουστο ξεκίναγαν με τον Γιώργο Βλαχόπουλο το κυνήγι στον Κολινδρό και στον Καταχά για τρυγόνια. Συνέχιζαν το Σεπτέμβρη στην Αλιστράτη για καμπίσιες πέρδικες. Τις κυνηγούσαν τότε με την Έντυ, ένα βίζλα που ο Μητσάκης είχε φέρει από τη Ρουμανία. Την εποχή εκείνη οι κυνηγοί ήταν ελάχιστοι και το Peugeot του Μητσάκη δεν χόρταινε να μαζεύει χιλιόμετρα για τα σχεδόν έρημα, γεμάτα θηράματα, κυνηγοτόπια της πατρίδας μας. Το ετήσιο πρόγραμμα κυνηγίου συνεχιζόταν στον Αϊ Γιάννη το Ρώσο, στην Εύβοια, για μπεκάτσες. Το πραγματικό γλέντι όμως γινόταν λίγο αργότερα στις τσίχλες και κυρίως στις γερακότσιχλες που λάτρευε η κυνηγοπαρέα και που κυνηγούσαν, συχνά με την παρέα του ηθοποιού Λάκη Κομνηνού, στα μήλα της Βέροιας και της Κατερίνης. Η δυτική Στερεά περίμενε την άνοιξη φορτωμένη απριλιάτικα τρυγόνια. Εκεί, όπως μας εξομολογήθηκε ο Γιώργος Βλαχόπουλος, στο Μεσολόγγι, γινόντουσαν οι μεγαλύτερες πλάκες, με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Μητσάκη, με το μοναδικό χιούμορ και την αγνή καρδιά, που δεν σταμάταγε να τους υπενθυμίζει ότι “δεν υπάρχει μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης από τη φύση”.
Ιστορίες μοναδικές και… ανέκδοτες
Κάποτε στο Μεσολόγγι δεν βρήκαν δωμάτιο για διανυκτέρευση και αναγκάστηκαν να μείνουν όλοι μαζί και να μοιραστούν το μοναδικό πάπλωμα που διέθετε το υποβαθμισμένο δωμάτιο, στο οποίο κατέληξαν κατάκοποι μετά το κυνήγι. Την επόμενη μέρα, ο Μητσάκης στο καρτέρι δεν ασχολήθηκε με τα πουλιά που έμπαιναν ασταμάτητα. Έγραψε επιτόπου “Το δικό μου πάπλωμα είναι για δυο άτομα…”.
Μια άλλη φορά, επιστρέφοντας από κάποιο παπιοκυνήγι στο Ερατεινό, ο Γιώργος Βλαχόπουλος αποκοιμήθηκε, αφήνοντας το τιμόνι στον μονίμως δυσκολευόμενο να προσανατολιστεί φίλο του. Εκείνος αφηρημένος έστριψε για Βέροια και κάποια στιγμή ο Γιώργος Βλαχόπουλος άκουσε έκπληκτος να τον ξυπνά με την ατάκα: “Ξύπνα Βλάχο, τέρμα ο δρόμος!”.
Άλλη φορά πάλι, σε ένα πολύωρο ταξίδι τους, ο Μητσάκης ζητούσε από τον Βλαχόπουλο επίμονα να σταματήσουν για τουαλέτα. Ο Βλαχόπουλος κάνοντάς του πλάκα, αρνείτο να σταματήσει και συνέχιζε το οδήγημα. Όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να σταματήσει, ο συνθέτης του είπε: “Άσ’ το Βλάχο, δεν χρειάζεται! Κατούρησα στη γαλότσα σου”.
Κάποτε φιλοξενούμενοι σε κάποιο σπίτι στην Αριδαία, ονειρευόντουσαν τις γερακότσιχλες της επόμενης μέρας. Όμως τη νύχτα επικράτησε μεγάλος πανικός στο σπίτι και ξύπνησαν από τις φωνές του ιδιοκτήτη. Η κόρη του είχε κλεφτεί με έναν νεαρό κυνηγό του χωριού και η αγωνία στο σπίτι βρισκόταν πέρα από κάθε όριο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Μητσάκης θυσίασε το κυνήγι της επόμενης ημέρας, συμμετείχε στο ψάξιμο του ζευγαριού, διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στον κατευνασμό τού πατέρα της νύφης και η ιστορία πήρε αίσιο τέλος, με το δίδυμο Βλαχόπουλου-Μητσάκη να ανηφορίζουν και πάλι μετά από λίγο καιρό για την Αριδαία, προκειμένου ο δεύτερος να γίνει κουμπάρος στο γάμο των παιδιών.
Στις 21 Απριλίου 1967, ο Γιώργος Βλαχόπουλος περίμενε τα ξημερώματα το μεγάλο συνθέτη στο σπίτι του, για να φύγουν για απριλιάτικα τρυγόνια στο Δήλεσι. Ο Μητσάκης έφτασε αναστατωμένος, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: “Βλάχο, τσαμπουκάς… Τανκς!”. Σκέφτηκαν λίγο, δεν ήξεραν τι είχε γίνει. Αποφάσισαν από κοινού ότι, με όποιο ρίσκο, έπρεπε να προσπαθήσουν να μη χάσουν το κυνήγι τους. Στο ύψος της Κηφισιάς, στην εθνική οδό, τους σταμάτησε μεγάλο μπλόκο στρατού και αστυνομίας. Ο επικεφαλής αναγνώρισε αμέσως το συνθέτη και τους επέτρεψε να συνεχίσουν το δρόμο τους. Λίγες ώρες αργότερα, η χούντα ακολούθησε την παράδοση όλων των δικτατορικών καθεστώτων, απαγορεύοντας το κυνήγι.
Το 1970, μέρες χούντας, αλλά με το κυνήγι να έχει πάλι επιτραπεί, βρέθηκαν ο Μητσάκης και ο Βλαχόπουλος, μετά από πληροφορία για πολλά πουλιά, στο Πευκί Ευβοίας για τσίχλες. Η πληροφορία όμως είχε διαδοθεί σε όλο το Χαλάνδρι και έτσι οι δύο φίλοι συναντήθηκαν εκεί με άλλες τέσσερις παρέες κυνηγών από το Χαλάνδρι. Το απόγευμα υπήρχε ένα μόνο φέρυ μποτ προς Αρκίτσα και οι παρέες των Χαλαδραίων επιβιβάστηκαν έγκαιρα για την επιστροφή. Ο Μητσάκης και ο Βλαχόπουλος, προσπαθώντας να εξαντλήσουν μέχρι το τελευταίο λεπτό την κυνηγετική τους απόλαυση, έφτασαν στο λιμάνι τη στιγμή που το φέρυ μποτ ξεκινούσε και υπέστησαν τα καλοπροαίρετα πειράγματα και τις χειρονομίες των Χαλανδραίων κυνηγών που βρίσκονταν πάνω στο πλοίο, ενώ εκείνοι αποσβολωμένοι το έβλεπαν να απομακρύνεται από την προβλήτα. Ο λιμενικός, που πιθανώς μπορούσε να ζητήσει από το πλοίο μια μικρή καθυστέρηση, δεν γνώρισε αυτή τη φορά το μεγάλο συνθέτη. Και εκείνος προσπαθώντας να διασκεδάσει το πάθημά τους, γύρισε προς τον Βλαχόπουλο και του είπε γελώντας: “Τι κάνουμε τώρα κύριε πλωτάρχα;”. Σε χρόνο ρεκόρ, ο λιμενικός ζήτησε από άλλο φέρυ μποτ που θα έφευγε το επόμενο πρωί να λύσει άμεσα και να ξεκινήσει με δύο και μοναδικούς επιβάτες το ταξίδι του για την Αρκίτσα. Πριν φύγουν, παρακάλεσε τον “κύριο πλωτάρχη” να μεσολαβήσει για κάποια μετάθεσή του, που λίγες μέρες πριν του είχε αρνηθεί η χούντα. Το πιο αστείο στην όλη ιστορία είναι ότι το άδειο φέρυ μποτ κινήθηκε τόσο γρήγορα, που λίγο πριν την Αρκίτσα προσπέρασε το κανονικό φέρυ μποτ της γραμμής, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Χαλανδραίων κυνηγών.
Στις 13 Ιανουαρίου του 1972 βρέθηκαν στο Ερατεινό, κυνηγώντας αγριόπαπιες, ο Γιώργος Βλαχόπουλος, ο Γιώργος Μητσάκης, ο φίλος τους κατασκευαστής των φυσιγγίων “ΚΡΟΝΟΣ”, Στυλιανόπουλος και ο μπαρμπα-Γιάννης, παλιός και έμπειρος παπιοκυνηγός. Τη μέρα εκείνη έμελλε οι δύο αχώριστοι φίλοι να ζήσουν μία από τις πιο μακάβριες εξορμήσεις της κυνηγετικής τους διαδρομής. Ο μπαρμπα-Γιάννης, χρόνια καρδιοπαθής, δεν έκανε ποτέ κράτει στα αγαπημένα του βαλτοκυνήγια. Όμως την ημέρα εκείνη το κρύο δεν ήταν ιδιαίτερα βαρύ και τα παπιά ήταν άπειρα. Κάποια στιγμή παρατήρησαν όλοι ότι ο φίλος τους, ο μπαρμπα-Γιάννης, ενώ βρισκόταν στο καλύτερο καρτέρι, είχε πολλή ώρα να τουφεκίσει. Όταν πλησίασαν στο καρτέρι του ανήσυχοι, διαπίστωσαν ιδίοις όμασι ότι ο φίλος και συγκυνηγός τους βρισκόταν νεκρός, κρατώντας στο χέρι του τα αγγειοδιασταλτικά χάπια που είχε πάντοτε μαζί του και δίπλα του ένα τραυματισμένο πρασινοκέφαλο. Η τύχη είχε επιλέξει μία από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής του για να τον χωρίσει από τους φίλους του. Την επόμενη μέρα, ενώ όλοι επέστρεφαν σκεφτικοί και αμίλητοι από το τραγικό συμβάν, ο Μητσάκης έγραψε ένα ακόμη τραγούδι για το φίλο του που έφυγε. Χαρές και λύπες στην καρδιά του μεγάλου συνθέτη, αποτελούσαν πηγή έμπνευσης.
Επωδός
Στις 22 Ιανουαρίου του 1989, οι δύο αχώριστοι φίλοι έμελλε να γίνουν και συγγενείς. Ο Γιώργος Βλαχόπουλος πάντρεψε τον Γιώργο Μητσάκη με τη γυναίκα του Αθηνά, τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του στις χαρές και τις λύπες μέχρι την τελευταία του πνοή. Μία μακρόχρονη φιλία επισφραγίσθηκε στη γαμήλια τελετή, στις 22 του Γενάρη. Φέτος το Νοέμβρη συμπληρώνονται 16 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου καλλιτέχνη. Για μας παραμένει μια ζωντανή παρακαταθήκη στην ιστορία του κυνηγίου και μια απόδειξη ότι οι ανθρώπινες ευαισθησίες, το πάθος για δημιουργία και η λατρεία για τη φύση, παραμένουν αξίες άρρηκτα συνδεδεμένες με τα αρχέγονα πάθη και το κυνήγι.
Αυτός ήταν ο Μητσάκης! Αξιοπρεπής, απρόβλεπτος στις πλάκες του και αξιολάτρευτος, κύριος με όλους τους συνεργάτες του, συμπαραστάτης σε οποιοδήποτε πρόβλημα των συνανθρώπων του και έτοιμος να προσφέρει τα πάντα στους νέους τραγουδιστές και μουσικούς. Αμέτρητοι είναι οι τραγουδιστές που ευεργετήθηκαν από το έργο του, χωρίς ποτέ ο ίδιος να το χρησιμοποιήσει αυτό ως άλλοθι υστεροφημίας του. Από την άλλη μεριά, όπως με πικρία διαπιστώνει ο Γιώργος Βλαχόπουλος, η Πολιτεία, αλλά και πολλοί από τους ευεργετηθέντες συναδέλφους του, άφησαν να ξεχαστεί… Εκείνο που δεν θα μπορούσαν να πετύχουν ποτέ είναι να ξεχαστούν οι μοναδικοί στίχοι του, η υπέροχη μουσική του και οι ανεπανάληπτες ερμηνείες του.