Διάφοροι, διάφορα λένε και γράφουν για τις λαοσυνάξεις στο Σύνταγμα και αλλού. Για το κίνημα των Αγανακτισμένων. Αναρωτιέμαι, όμως: ένας άνεργος νέος, μια άνεργη νέα, που τα βλέπουν όλα σκοτεινά μπροστά τους, τι θα κάνουν;
Γράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος
Υπάρχει ένα ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που το μελοποίησε, μάλιστα, ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Kι αυτό το ποίημα μου φέρνει στο νου, αυτόματα μόλις το διαβάσω, τη σημερινή Ελλάδα: «Μπατιρημένο κουρείο Σάββατο βράδι χωρίς δουλειά, μπατιρημένο κορμί Σάββατο βράδυ χωρίς έρωτα». Και θέλω να πω αμέσως ότι το μπατιρημένο κουρείο με πονάει περισσότερο από το μπατιρημένο κορμί. Γιατί γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια λαϊκή γειτονιά, κάτω από την πλατεία Κυριακού (Βικτωρίας, πια).
Kαι δεν μπορεί να φύγει απ’ το μυαλό μου, απ’ τη ψυχή μου, η εικόνα ενός κουρείου, Φυλής και Φωκαίας, που……….. είχε ελάχιστους πελάτες ακόμη και το Σάββατο και ο φουκαράς ο κουρέας, με την άσπρη ποδιά, κοίταζε απεγνωσμένα από το παράθυρο του μαγαζιού του έξω στο δρόμο, μήπως εμφανισθεί κάποιος πελάτης, έστω για ένα ξύρισμα, έστω για μερικές δραχμούλες…
Χρόνια δύσκολα, της δεκαετίας του ’50. Μόλις τελειώσει ο Εμφύλιος (1949), δεν υπήρχε δουλειά-υπήρχαν, αντίθετα, πιστοποιητικά «κοινωνικών φρονημάτων». Γιατί, όμως, τα γράφω τώρα όλα αυτά; Γιατί είδα, προ ημερών, στο Σύνταγμα, σε μία από τις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων», ένα σύνθημα. Αυτό: «Η πιο μεγάλη βία είναι η φτώχεια». Ναι. Η πιο μεγάλη βία είναι η φτώχεια. Το απλήρωτο νοίκι, το απλήρωτο γραμμάτιο, η ανεργία.
Και θυμάμαι μια συνταρακτική σκηνή, σε θεατρικό έργο: τέσσερις, πέντε άντρες κουβεντιάζουν σε ένα δρόμο. Ξάφνου, εμφανίζεται και ένας έκτος. Αδύνατος. Αξύριστος. Με τριμμένο παντελόνι. Κάποιος από την παρέα, κάνει να τον χαιρετήσει. Και κάποιος άλλος, του λέει αυστηρά: «Μην του μιλάς αυτουνού. Είναι άνεργος»! Δηλαδή, άνεργος ίσον άρρωστος, χανσενικός, χτικιάρης, αποσυνάγωγος.
Παρακολουθώ συστηματικά τις ειδήσεις που αναφέρονται στην ανεργία. Και ο καθηγητής Σάββας Ρομπόλης, επιστημονικός διευθυντής στη ΓΣΕΕ, είναι φίλος μου. Τρελαίνομαι κάθε φορά που βλέπω ότι οι δείκτες της ανεργίας παίρνουν τον ανήφορο. Και τρελαίνομαι περισσότερο, όταν αυτά τα απελπιστικά νούμερα της ανεργίας αφορούν στους νέους. Και τις γυναίκες. Αλήθεια, πώς μπορεί ένα παλικάρι 25 χρόνων, μια κοπελίτσα στα 22, να σχεδιάσουν το μέλλον τους; Πώς μπορούν ν’ ανοίξουν σπιτικό, να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, να επιζήσουν, σ’ αυτό τον άθλιο κόσμο, αυτούς του σκουριασμένους, τους ελεεινούς καιρούς;
Διάφοροι, διάφορα λένε και γράφουν για τις λαοσυνάξεις στο Σύνταγμα και αλλού. Για το κίνημα των Αγανακτισμένων. Αναρωτιέμαι, όμως: ένας άνεργος νέος, μια άνεργη νέα, που τα βλέπουν όλα σκοτεινά μπροστά τους, τι θα κάνουν; Θα κάθονται μπρος στην τηλεόραση και θα κλαίνε τη μοίρα τους ή θα χαζογελάνε με τις «λάιφ στάιλ» εκπομπές; Το έδαφος σείεται κάτω από τα πόδια τους. Και σείεται συνεχώς.
Ένας σεισμός διαρκείας, που σπάει νεύρα και αντοχές, που εξουθενώνει και διαλύει. Δεν πρέπει αυτοί οι άνθρωποι να αντιδράσουν; Να βγουν από τα σπίτια τους και να ενώσουν τη φωνή της διαμαρτυρία και της οργής τους με τη φωνή και άλλων που έχουν τα ίδια προβλήματα, γλιστράνε κάθε μέρα και πιο πολύ, στην απόγνωση;
Και να σκεφτεί κανείς, ότι μερικά χρόνια πιο πριν, τίποτα δεν έδειχνε ότι η Ελλάδα θα γκρεμιζόταν στην άβυσσο της ανυποληψίας και της οικονομικής κατάρρευσης. Δυστυχώς, οι πολιτικοί μας αποδείχτηκαν ανάξιοι των περιστάσεων. Όσο για μας, τους πολίτες, αποχαυνωμένοι από τη ψεύτικη ευμάρεια και τη γκλαμουράτη ηλιθιότητα, δεν βγάζαμε κιχ. Το μόνο που μας ενδιέφερε, στη μέγιστη πλειοψηφία μας, ήταν το «πρώτο τραπέζι πίστα», δυστυχώς…