Οι κυνηγοί ως «φύλακες και προστάτες» του φυσικού περιβάλλοντος

Η αδιαφορία που επιδεικνύει η συντριπτική πλειονότητα των μελών των κυνηγετικών συλλόγων της χώρας για τα προβλήματά μας, είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο που πρέπει να περιορίσουμε δραστικά, αν θέλουμε ουσιαστική πρόοδο στα κυνηγετικά ζητήματα.

Συνάδελφοι,
    Παλαιότερα είχα αναφερθεί στην ιστορική διαδρομή του κυνηγιού και πώς αυτή μετεξελίχθη και έφθασε μέχρι τις σημερινές κοινωνίες. Ακόμα, είχα συστήσει να τηρούμε το νομικό πλαίσιο που καθορίζει τον τρόπο άσκησής του το οποίο ταυτόχρονα προσδιορίζει και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας. Τέλος, είχα επισημάνει ότι εμείς οι κυνηγοί πρέπει να είμαστε οι κατ’ εξοχήν «φύλακες και προστάτες» του φυσικού μας περιβάλλοντος και διότι έχουμε αυξημένη ευαισθησία, δοθέντος ότι το δάσος είναι «το σπίτι μας», αλλά και διότι θήραμα χωρίς φυσικό περιβάλλον και μάλιστα υγιές, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει όπως εμείς το θέλουμε.

Είμαστε μια κοινωνική ομάδα η οποία ίσως είναι η πλέον καλά οργανωμένη. Σε όλη την ελληνική Επικράτεια υπάρχουν 251 Κυνηγετικοί Σύλλογοι οι οποίοι αποτελούν τα πρωτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα του χώρου μας. Η όλη Επικράτεια έχει χωρισθεί σε επτά κυνηγετικές περιφέρειες. Σε κάθε μια απ’ αυτές υπάρχει από μια Κυνηγετική Ομοσπονδία στην οποία υπάγονται όλοι οι Κυνηγετικοί Σύλλογοι της εδαφικής της περιφέρειας. Οι εν λόγω Κυνηγετικές Ομοσπονδίες αποτελούν τα δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα του χώρου μας. Τέλος, με έδρα την Αθήνα, ιδρύθηκε η Κυνηγετική Συνομοσπονδία στην οποία υπάγονται υποχρεωτικά όλες οι Κυνηγετικές Ομοσπονδίες. Με βάση τα παραπάνω, όλοι οι κυνηγοί της χώρας μας, αν θέλουν, μπορούν να είναι μέλη του Κυνηγετικού Συλλόγου του τόπου κατοικίας των. Η οργάνωσής μας αυτή μας δίδει τη δυνατότητα να διεκδικούμε ό,τι μας ανήκει και η φωνή μας να «ακούγεται». Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας, πανελλαδικά, σε ετήσια βάση, θεωρούνται περίπου 250.000 άδειες κυνηγιού. Συνεπώς, σ’ όλη την Ελλάδα οι «νόμιμοι» κυνηγοί είναι τουλάχιστον 250.000.
Θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ στη συνέχεια στα εξής δύο (2), κατά τη γνώμη μου, σημαντικά ζητήματα.

Το πρώτο έχει να κάνει με το αν πρέπει οι κυνηγοί να είναι μέλη των αναγνωρισμένων από την πολιτεία κυνηγετικών οργανώσεων και συνεργαζόμενων με τις δασικές αρχές και το δεύτερο αν πρέπει οι κυνηγοί των συλλόγων αυτών να συμμετέχουν και πώς στη λήψη αποφάσεων των συλλόγων τους και γενικότερα στη διοίκηση και διαχείρισή τους. Για το πρώτο θέμα, το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό, θα αναφερθώ σε επόμενο άρθρο, όμως εντελώς λακωνικά, θα επισημάνω τα εξής:
Η πολιτεία, μέσα από τους αναγνωρισμένους συλλόγους, αφ’ ενός μεν ασκεί κυρίως τη φιλοθηραματική της πολιτική και όχι μόνον, επομένως οι καταβαλλόμενες από τους κυνηγούς εισφορές χρησιμοποιούνται και για τον εν λόγω σκοπό, αφ’ ετέρου δε οι σύλλογοι αυτοί τελούν υπό την εποπτεία της (πολιτείας) κυρίως οικονομική. Μεταξύ των άλλων, ελέγχονται και από την αρμόδια Κυνηγετική Ομοσπονδία για την τήρηση των διατάξεων των καταστατικών τους και την οικονομική τους διαχείριση. Επίσης οικονομικά ελέγχονται άμεσα και από την πολιτεία δεδομένου ότι ο μεν ταμίας κάθε συλλόγου δεν εκλέγεται όπως τα λοιπά μέλη του Δ.Σ. αλλά διορίζεται από την αρμόδια Δασική αρχή, το δε αρμόδιο Δασαρχείο ελέγχει την οικονομική διαχείριση δηλαδή τη νομιμότητα αλλά και τη σκοπιμότητα οποιασδήποτε δαπάνης των συλλόγων αυτών και ακόμη εγκρίνει ή όχι τους ετήσιους απολογισμούς και προϋπολογισμούς των.
    Οι μη συνεργαζόμενοι και μη αναγνωρισμένοι κυνηγετικοί σύλλογοι, αφ’ ενός δεν υποχρεούνται να διαθέτουν το ήμισυ των εσόδων τους για φιλοθηραματικούς σκοπούς, χωρίς όμως και να αποκλείεται αυτό, αφ’ ετέρου δεν υπόκεινται σε οικονομικό έλεγχο από τις δασικές αρχές, ούτε ο ταμίας που διορίζεται, ούτε ακόμη είναι υποχρεωμένοι να συμπεριλάβουν στο καταστατικό τους τούς όρους και τα άρθρα που καθορίζονται από τον Δασικό Κώδικα και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα το 1976 Υπουργική απόφαση.

Το δεύτερο θέμα το οποίο επίσης θεωρώ πολύ σημαντικό, είναι η επιδεικνυόμενη αδιαφορία των μελών των συνεργαζόμενων κυνηγετικών συλλόγων για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Η αδιαφορία αυτή και η μη συμμετοχή μας στις αποφάσεις των κυνηγετικών μας οργανώσεων είναι καταφανής στις Γενικές τους Συνελεύσεις. Εκεί διαπιστώνουμε ότι σε Κυνηγετικό Σύλλογο που έχει π.χ. 3000 μέλη οι προσερχόμενοι στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις πολλές φορές είναι μόλις 70, 100 ή 150. Να σημειωθεί, δε, ότι αυτές γίνονται κατά ρητή επιταγή τού καταστατικού τους μόνο ημέρα Κυριακή, δηλαδή ημέρα αργίας κι έτσι δεν υπάρχει σοβαρή δικαιολογία για τη μη προσέλευση. Το φαινόμενο αυτό δεν προάγει τα κυνηγετικά πράγματα κυρίως διότι δεν υπάρχει άποψη, διάλογος, αντίλογος, στοιχεία που προάγουν. Ακόμα, δε, χειρότερη είναι η κατάσταση συμμετοχής υποψηφίων για την εκλογή τους στα Διοικητικά Συμβούλια και Ελεγκτικές Επιτροπές.
    Κύριοι, πρέπει όλοι να «συνεισφέρουμε» τις απόψεις μας, να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας για αυτό που αγαπάμε, το οποίο για πολλούς είναι και η ζωή μας. Μην τα περιμένουμε όλα από τους άλλους. Όλοι μπορούμε και πρέπει να βοηθήσουμε στο βαθμό που μπορούμε. Ας ξεκινήσουμε τώρα. Δεν είναι αργά.

 

Του Ηλία Μπεκιάρη, δικηγόρου

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top