Οι δυσκολίες της αντιπυρικής περιόδου δεν θα τελειώσουν μόλις κοπάσει το σφοδρό κύμα ζέστης των τελευταίων ημερών. «Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα σπάσει ο καύσωνας όταν πέσουν οι υψηλές θερμοκρασίες, αν φυσήξει ένα μελτέμι ή κάποιος άνεμος από απρόσμενη κατεύθυνση που μπορεί να δημιουργήσει εκρηκτικές συνθήκες», λέει στην «Κ» ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος, δασολόγος και ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων. Μέσα σε 48 ώρες η Πυροσβεστική είχε κληθεί να αντιμετωπίσει 116 πυρκαγιές σε όλη τη χώρα, με την προηγούμενη πιο μεγάλη μάχη να δίνεται την Κυριακή στη Ρόδο, προτού ξεσπάσει την Τρίτη η μεγάλη φωτιά στους πρόποδες της Πάρνηθας και προκύψουν νέα πύρινα μέτωπα σε άλλες περιοχές της χώρας.
Σύμφωνα με στοιχεία της Πυροσβεστικής, από τις 19.00 της 31ης Ιουλίου μέχρι και την ίδια ώρα την 1η Αυγούστου εκδηλώθηκαν 60 δασικές πυρκαγιές, στις οποίες επιχείρησαν συνολικά 950 πυροσβέστες με 23 ομάδες πεζοπόρων τμημάτων, 386 οχήματα, 21 αεροσκάφη και 17 ελικόπτερα. Στη Ρόδο, το απόγευμα της Κυριακής, οι κάτοικοι της Ψίνθου κλήθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή μέσω προειδοποιητικού μηνύματος από το «112», ενώ στους πολίτες στα Μαριτσά και στις Καλυθιές είχαν σταλεί οδηγίες για να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Η μάχη με τις φλόγες κράτησε όλη τη νύχτα. Με αίτημά τους προς την Πολιτική Προστασία ο περιφερειάρχης Νοτίου Αιγαίου Γιώργος Χατζημάρκος και ο δήμαρχος Ρόδου Αντώνης Καμπουράκης ζήτησαν να κηρυχθούν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης επτά από τις δέκα δημοτικές ενότητες του Δήμου Ρόδου.
Ο κ. Ξανθόπουλος παρατηρεί ότι το 2000 και το 2007 η αντιπυρική σεζόν είχε δοκιμαστεί παράλληλα και από τις ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες και την έντονη ξηρασία. Ειδικά το 2007 είχαν εκδηλωθεί διαδοχικά κύματα καύσωνα. Τότε, σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Κ», μέσα σε ένα 24ωρο, την 27η Ιουνίου, είχαν ξεσπάσει 106 δασικές πυρκαγιές και είχαν κινητοποιηθεί 850 πυροσβέστες και 150 οχήματα για την κατάσβεσή τους.
Από το 2003 ο κ. Ξανθόπουλος πραγματοποιεί μετρήσεις στην Αττική για να διαπιστώσει την υγρασία που υπάρχει στα φύλλα δέντρων, καθώς και το υδατικό δυναμικό, δηλαδή πόσο νερό υπάρχει διαθέσιμο στο έδαφος για να μπορέσει να το τραβήξει το φυτό στη μάχη με τη φωτιά. Φέτος πραγματοποίησε την πιο πρόσφατη μέτρηση τον Ιούλιο, προτού ξεσπάσει ο καύσωνας, και όπως διαπίστωσε επικρατούσαν συνθήκες ξηρασίας που παρατηρούσε άλλες χρονιές κατά τις 10 Αυγούστου. Ο ίδιος θεωρεί ότι στις νέες μετρήσεις, μετά τη λήξη του καύσωνα, θα είναι ακόμα πιο ακραία η κατάσταση που θα αποτυπωθεί. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ζωντανή βλάστηση έχει μικρότερο απόθεμα για να πολεμήσει τη φωτιά, ενώ η νεκρή καύσιμη ύλη (ξερά κλαδιά και χόρτα) επηρεάζεται από τη σχετική υγρασία. «Οταν έχουμε κάτω από 40% σχετική υγρασία, τότε αυξάνεται η πιθανότητα να έχουμε φωτιές που προκαλούνται από καύτρες, και είναι αυτό που πραγματικά φοβάται ο πυροσβέστης, για να μη βρει φωτιά στην πλάτη του».
Ο κ. Ξανθόπουλος επισημαίνει ότι, παρά τη βαρύτητα που δίνεται στην καταστολή, είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος της πρόληψης στο ζήτημα των δασικών πυρκαγιών. Στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων (www.fria.gr) έχουν αναρτήσει δύο σχετικά ενημερωτικά βίντεο, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων σημαντικές παραμέτρους που πρέπει να έχουν υπόψη τους όσοι κατοικούν σε δασικές περιοχές, όπως: τα δομικά υλικά της οικίας τους, την απόσταση της βλάστησης από την τοιχοποιία, την κλίση του εδάφους, την προσβασιμότητα πυροσβεστικών οχημάτων από το διαθέσιμο οδικό δίκτυο.