Του Δημήτρη Δραχτίδη
Πολλοί ισχυρίζονται -κυρίως μη κυνηγοί, μα και μερικοί εξ ημών- ότι η συνεχής επαφή με τη φύση και η συνάντηση με άγρια ζώα και πουλιά, εξαγριώνουν τον κυνηγό και τον κάνουν να βιώνει τα πρωτόγονα ένστικτα και τις ορμές του, όσον αφορά στη σύλληψη ζώων και πουλιών προς ανεύρεση τροφής. Ο πρωτογονισμός, δηλαδή, εκφράζεται στο κυνήγι σε όλο το μεγαλείο του και φαίνεται ότι ο πολιτισμός της ανθρωπότητας δεν έχει αγγίξει καθόλου τους κυνηγούς. Μάλιστα, ένας συνάδελφος στην παρατήρησή μου, “Θανάση, βλέπω καλλιεργούμε και μουσάκι”, μου απαντά γεμάτος περηφάνια, “Δημητράκη, εγώ αγριεύω όταν αρχίζει το κυνήγι και ηρεμώ όταν τελειώσει!”.
Η εικόνα, λοιπόν, του “άγριου κυνηγού” είναι τυπωμένη κυρίως στους μη έχοντες σχέση με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα μα και σε μερικούς κυνηγούς. Το “άγριον” του κυνηγίου απαντάται στους κυνηγότοπους όταν οι διενέξεις μεταξύ κυνηγών δίνουν και παίρνουν, οι διεκδικήσεις θηραμάτων εξαγριώνουν ακόμα περισσότερο, οι διάλογοι υψηλού (υβριστικού) επιπέδου μεταξύ κυνηγών και ανθρώπων της υπαίθρου εκτείνονται και πέραν των λογομαχιών, ακόμη και οι προτροπές στους ανυπάκουους συντρόφους για καλύτερη και πιο αποτελεσματική έρευνα (μέσα σε ένα σύνηθες υβρεολόγιο), συνιστούν τούτη την εξαγρίωση.
Το προφίλ του “άγριου κυνηγού” ως κατακτητή της υπαίθρου ίσως να δικαιολογείται σε περασμένους αιώνες. Σήμερα είναι αδιανόητη και αδικαιολόγητη τέτοια εικόνα.
Το κατακτητικό του μοντέλο έχει παρέλθει εδώ και μερικές δεκαετίες. Η θήρα ως βιοποριστικός λόγος ύπαρξης και ως τρόπος κατάκτησης της φύσης έχει πάψει να υφίσταται. Ο κτητικός της ρόλος έχει πλέον μετατραπεί σε διαχειριστικό και δημιουργικό. Ο κυνηγός σήμερα δεν λαμβάνει μόνο από τη φύση τα αγαθά της, δηλαδή τα θηράματα, μα τροφοδοτεί συγχρόνως την ίδια με νέες απελευθερώσεις θηραμάτων. Θα έλεγε κανείς ότι της επιστρέφει αυτό που της πήρε. Αυτό άλλωστε σημαίνει και ορθολογική διαχείριση: να μη λαμβάνεις μόνο, μα να προσφέρεις κιόλας! Αυτή, λοιπόν, η διαχειριστική μορφή της θήρας κάνει τον κυνηγό να απο-λαμβάνει την αγαπημένη του δραστηριότητα. Τον συναρπάζει τόσο, ώστε λησμονεί κάθε πρόβλημά του. Τη φύση τη θεωρεί σαν δεύτερο σπίτι του και το κυνήγι ως τρόπο ηρεμίας. Κουράζεται μεν σωματικά διότι περπατά κάμπους και βουνά, μα αναπαύεται μέσα στη γλυκιά κούρασή του. Όσο κουράζεται, τόσο ξεκουράζεται.
Η ζωή, τέλος, του αληθινού κυνηγού δεν χαρακτηρίζεται απ’ την αγριάδα του, μα απ’ την πραότητα και την ηρεμία, όπως άλλωστε τούτο φανερώνουν τα μάτια και τα χείλη παλαίμαχων κυνηγών, οι οποίοι αφηγούνται γαλήνια τις εμπειρίες που απέκτησαν στη διάρκεια του κυνηγετικού τους βίου.