Επιστημονικό Πρόγραμμα ‘ΑΡΤΕΜΙΣ’

Παρουσιάζουμε τα στατιστικά στοιχεία, όπως απεικονίζονται στο αυτοχρηματοδοτούμενο επιστημονικό πρόγραμμα ‘ΑΡΤΕΜΙΣ’, που αφορούν στα πέντε πρώτα θηράματα που συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά εξορμήσεων και δηλώνουν αντίστοιχα την προτίμηση των Ελλήνων κυνηγών.

Η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδος παρακολουθεί τους θηραματικούς πληθυσμούς:

Στο γράφημα 1., βλέπουμε ότι τα θηράματα μπεκάτσα, ορτύκι,, πετροπέρδικα και νησιώτικη πέρδικα που κυνηγιούνται με σκύλο φέρμας, συγκεντρώνουν το 36,5 % των συνολικών κυνηγετικών εξορμήσεων, τα θηράματα του καρτεριού, δηλαδή τα τσιχλοκότσυφα, το τρυγόνι, οι πάπιες, η χήνα, η φάσσα και το αγριοπερίστερο συγκεντρώνουν το 28,5% του συνόλου των κυνηγετικών εξορμήσεων και τα τριχωτά λαγός, αγριόχοιρος, αγριοκούνελο και αλεπού το 33,68%.
Παρακάτω θα παρουσιάσουμε στατιστικά στοιχεία που αφορούν στα πέντε πρώτα θηράματα που συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά εξορμήσεων και δηλώνουν αντίστοιχα την προτίμηση των Ελλήνων κυνηγών.

 

Μπεκάτσα

Στο γράφημα 2.1, βλέπουμε ότι η κατανομή ακολουθεί την σειρά του μεγέθους (σε έκταση) των κυνηγετικών περιφερειών και αυτό συμβαίνει αφενός γιατί η μπεκάτσα απαντάται και κυνηγιέται σε όλη την Ελλάδα και αφετέρου, διότι οι κυνηγοί που συμπληρώνουν το ερωτηματολόγιο «Άρτεμις» προέρχονται και δραστηριοποιούνται σε όλες τις κυνηγετικές περιφέρειες.

Γράφημα 2.2
Εξέλιξη πληθυσμών (δείκτες θηραματικής αφθονίας:
Μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία και κάρπωση ανά κυνηγό και εξόρμηση) και της κυνηγετικής ζήτησης της μπεκάτσας από το 1995 έως το 2007 στην Ελλάδα.

Γράφημα 2.3
Εξέλιξη θηραματικής προτίμησης και της μέσης κάρπωσης ανά κυνηγό και έτος για τη μπεκάτσα από το 1995 έως το 2007 στην Ελλάδα.

Στο γράφημα 2.2, βλέπουμε την εξέλιξη της αφθονίας του πληθυσμού του είδους με τους δείκτες της θηραματικής αφθονίας που δεν είναι άλλοι από το μέσο αριθμών μπεκατσών που σηκώνει ο κυνηγός σε μια εξόρμηση και από το μέσο αριθμό μπεκατσών που θηρεύει αντίστοιχα σε μια εξόρμηση. Φαίνονται λοιπόν, οι πολύ πλούσιες χρονιές του 1998-99, 1999-00 και 2007-08 και η φτωχή του 2002-03 στην οποία παρατηρήθηκε κάμψη του πληθυσμού λόγω σφοδρής κακοκαιρίας που έπληξε τη χώρα μας τον προηγούμενο χειμώνα του 2001-02. επίσης, φαίνεται η φτωχή χρονιά του 2006-07. Βλέπουμε επίσης, ότι η σχέση του «σηκώνω:παίρνω» διατηρείται σταθερή παρα την ενδεχόμενη διακύμανση της αφθονίας του πληθυσμού.
Η καμπύλη της κυνηγετικής ζήτησης που εκφράζεται με το ποσοστό των εξορμήσεων της μπεκάτσας ακολουθεί πιστά την αφθονία των πληθυσμών της.
Στο γράφημα 2.3 φαίνεται η εξέλιξη της μέσης ετήσιας κυνηγετικής κάρπωσης ανά κυνηγό, δηλαδή η μέση ετήσια τσάντα του μπεκατσοκυνηγού, η οποία δείχνει τις πλούσιες και φτωχές χρονιές όπως το γράφημα 2.2. Επίσης, φαίνεται ότι η θηραματική προτίμηση των ελλήνων κυνηγών στη μπεκάτσα κυμαίνεται από 40 έως 65% (ποσοστό κυνηγών που θήρευσαν τουλάχιστον μία μπεκάτσα τη χρονιά) και ακολουθεί πιστά την αφθονία των πληθυσμών της.

Γράφημα 3.1

 

Λαγός

Στο γράφημα 3.1, φαίνεται ότι η σειρά των περιφερειών ακολουθεί το μέγεθος της έκτασής τους. Εκτός από τη Στερεά Ελλάδα που έπεται της Πελοποννήσου, διότι περιλαμβάνει τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα αυτά της Αθήνας και του Πειραιά, των οποίων οι κυνηγοί δεν έχουν το λαγό στις πρώτες προτιμήσεις τους. Επίσης, η περιφέρεια της Κρήτης-Δωδεκανήσου, προηγείται της Ηπείρου παρα τη μικρότερη εδαφική έκταση, διότι στην περιφέρεια αυτή το κυνήγι του λαγού προτιμάται περισσότερο από κάθε άλλη περιφέρεια (37% των κυνηγετικών εξορμήσεων).

Γράφημα 3.2
Εξέλιξη των πληθυσμών (δείκτες θηραματικής αφθονίας: μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία και κάρπωση ανά κυνηγό και εξόρμηση) και της κυνηγετικής ζήτησης του λαγού, από το 1995 έως το 2007, στην Ελλάδα.

Γράφημα 3.3
Εξέλιξη της θηραματικής προτίμησης και της μέσης κάρπωσης ανά κυνηγό και έτος για το λαγό από το 1995 έως το 2007, στην Ελλάδα.

Στο γράφημα 3.2, φαίνεται η πορεία της αφθονίας του θηράματος αυτού στις δεκατρείς κυνηγετικές περιόδους μέσα από τους δείκτες θηραματικής αφθονίας, που δεν είναι άλλοι από το πόσους λαγούς συναντά ο μέσος κυνηγός σε μια κυνηγετική του εξόρμηση και πόσους θηρεύει αντίστοιχα. Βλέπουμε ότι η κυνηγετική ευκαιρία είναι ανάλογη  της κάρπωσης και αυτή η αναλογία διατηρείται περίπου σταθερή σε όλα τα χρόνια. Η κυνηγετική ζήτηση του λαγού παρουσιάζει μια ελαφρά ανοδική τάση, η οποία βέβαια τείνει να σταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια κυμαινόμενη από 17 έως 22%.
Στο γράφημα 3.3, φαίνεται ότι ενώ η θηραματική προτίμηση του λαγού τα τελευταία χρόνια φθίνει ελαφρώς, αντιθέτως η μέση ετήσια «τσάντα» του λαγοκυνηγού αυξάνεται. Αυτό σημαίνει ότι οι πληθυσμοί του λαγού διατηρούνται σταθεροί και όταν μειώνεται η κυνηγετική προτίμηση αυξάνεται, η μέση ετήσια «τσάντα» του λαγοκυνηγού και αντιστρόφως. Η σταθερότητα των πληθυσμών καταδεικνύεται και από το γράφημα 3.2, όπου ασχέτως με τη διακύμανση της κυνηγετικής ζήτησης, η συχνότητα συνάντησης του θηράματος όπως και της κάρπωσής του παραμένουν σταθερές.

 

Τσιχλοκότσυφα

Γράφημα 4.1

Οι τσίχλες και ο κότσυφας που κυνηγιούνται μαζί, παρουσιάζουν μεγάλη προτίμηση από τους κυνηγούς της νότιας Ελλάδας γι’ αυτό το γράφημα 4.1 δείχνει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό εξορμήσεων καταγράφηκε στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο και ακολουθούν με διαφορά οι άλλες περιφέρειες.

Γράφημα 4.2

Εξέλιξη των πληθυσμών (δείκτες θηραματικής αφθονίας: μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία και κάρπωση ανά κυνηγό και εξόρμηση) και της κυνηγετικής ζήτησης των κιχλιδών από το 1995 έως το 2007, στην Ελλάδα.

Γράφημα 4.3

Εξέλιξη της θηραματικής προτίμησης και της μέσης κάρπωσης ανά κυνηγό και έτος για τις κιχλίδες από το 1995 έως το 2007 στην Ελλάδα.

Στο γράφημα 4.2 φαίνεται η εξέλιξη των πληθυσμών τα δεκατρία χρόνια ζωής του προγράμματος «Άρτεμις» με δείκτες θηραματικής αφθονίας το μέσο αριθμό πουλιών που συναντά ο κυνηγός ανά εξόρμηση και το μέσο αριθμό πουλιών που θηρεύει ο κυνηγός ανά εξόρμηση. Βλέπουμε λοιπόν αφενός μια μεγάλη διακύμανση στους πληθυσμούς η οποία οφείλεται στις συνθήκες αποδημίας αυτών των ειδών, και αφετέρου ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα στη σχέση συναντώ/θηρεύω με χαρακτηριστικά πολύ χαμηλό μέσο ποσοστό κάρπωσης σε σχέση με τις συναντήσεις. Φαίνεται επίσης, ότι η κυνηγετική ζήτηση ακολουθεί πιστά την αφθονία των πληθυσμών και αυτό είναι φυσικό γιατί όσα πιο πολλά πουλιά έχει η χρονιά, τόσες περισσότερες είναι και οι εξορμήσεις των κυνηγών και μάλιστα αναλογικά. Το γράφημα 4.3, δείχνει τη μέση κάρπωση του τσιχλοκυνηγού καθώς και τη θηραματική προτίμηση των τσιχλών και του κότσυφα. Φαίνεται αφενός ότι οι κυνηγοί που θηρεύουν τουλάχιστον ένα πουλί τη χρονιά (τσίχλα, κότσυφα) αποτελούν το 50 έως το 65% των κυνηγών και αφετέρου, ότι η προτίμηση αυτή ακολουθεί πιστά την αφθονία των πληθυσμών.

Ορτύκι

Γράφημα 5.1

Το γράφημα 5.1 που εκφράζει στην ουσία την κατανομή των συλλεχθέντων πληροφοριών για το ορτύκι στην ελληνική επικράτεια δείχνει ότι η κατανομή ακολουθεί την έκταση των κυνηγετικών περιφερειών, επηρεαζόμενη όμως και από την αφθονία των πληθυσμών.

Γράφημα 5.2

Εξέλιξη των πληθυσμών (δείκτες θηραματικής αφθονίας: μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία και κάρπωση ανά κυνηγό και εξόρμηση) και της κυνηγετικής ζήτησης του ορτυκιού από το 1995 έως το 2007 στην Ελλάδα.

Γράφημα 5.3

Εξέλιξη της θηραματικής προτίμησης και της μέσης κάρπωσης ανά κυνηγό και έτος για το ορτύκι από το 1995 έως το 2007 στην Ελλάδα.

Στο γράφημα 5.2, φαίνεται η αφθονία του ορτυκιού σε εθνικό επίπεδο για δεκατρία εκφρασμένη ως μέσος αριθμός συναντηθέντων θηραμάτων ανά κυνηγό και εξόρμησης κατά έτος (μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία) και μέσος αριθμός θηρευθέντων θηραμάτων ανά κυνηγό και εξόρμηση ανά έτος (μέση κυνηγετική κάρπωση ανά εξόρμηση). Έτσι βλέπουμε ότι κατά βάση οι πληθυσμοί παραμένουν σταθεροί παρά τις όποιες τυχαίες  ετήσιες αυξομειώσεις, οι οποίες οφείλονται σε πολλούς βιολογικούς παράγοντες. Χαρακτηριστικό επίσης είναι η σταθερότητα στη σχέση μεταξύ των συναντήσεων και των καρπώσεων. Ο λόγος δηλαδή «παίρνω»: «σηκώνω» παραμένει σταθερός από χρονιά σε χρονιά και κυμαίνεται περίπου στο 50-60%. Θα έλεγε κανείς ίσως ότι το ποσοστό αυτό είναι μεγάλο! Ναι, αλλά ας μην ξεχνάμε α) το όριο θήρευσης που είναι τα 12 πουλιά ανά κυνηγό και εξόρμηση, β) πόσα δεν σηκώνουμε από αυτά που υπάρχουν και τα προσπερνάμε εμείς και τα σκυλιά μας και γ) ότι αυτό που βλέπουμε δεν είναι παρά ένας μέσος όρος που βγαίνει από χιλιάδες περιπτώσεις κάθε χρονιά και που μέσα σε αυτές τις μηδενικές (είτε δεν σήκωσα τίποτα, είτε δεν πήρα τίποτα), κυμαίνονται από 13 έως 20%, ανάλογα με την αφθονία της χρονιάς. Στο γράφημα 5.3 στο οποίο αποτυπώνεται η θηραματική προτίμηση του ορτυκιού φαίνεται ότι το 50 με 65% των Ελλήνων κυνηγών θηρεύουν τουλάχιστον ένα ορτύκι τη χρονιά επίσης, ενώ στο γράφημα 5.2 παρατηρείται η μεγάλη αφθονία των πληθυσμών την κυνηγετική περίοδο 1995-96 (ο μέσος κυνηγός συναντούσε 7 περίπου ορτύκια στην εξόρμηση), η μεγάλη θηραματική προτίμηση (65%), μείωσε τη μέση ετήσια «τσάντα» και γι’ αυτό στο γράφημα 5.3 δεν αποτυπώνεται εμφανώς η πλούσια αυτή χρονιά. Η αφθονία του 2006-07 που φαίνεται στο γράφημα 5.3 οφείλεται προφανώς στα μεγάλα «περάσματα» της χρονιάς εκείνης.

 

Αγριόχοιρος

Γράφημα 6.1

Στο γράφημα 6.1, φαίνεται ότι η ποσοστιαία κατανομή των εξορμήσεων για αγριόχοιρο ακολουθεί τη σειρά του μεγέθους των περιφερειών ενδημίας του και βεβαίως η παρουσία του στην περιφέρεια Αρχιπελάγους διαφαίνεται εδώ, αφού η νήσος Σάμος διαθέτει πλέον ένα αξιόλογο πληθυσμό του είδους.

Γράφημα 6.2

Εξέλιξη των πληθυσμών (δείκτες θηραματικής αφθονίας: μέση ετήσια κυνηγετική ευκαιρία και κάρπωση ανά κυνηγό και εξόρμηση) και της κυνηγετικής ζήτησης του αγριόχοιρου. Από το 1995 έως το 2007, στην Ελλάδα.

Γράφημα 6.3
Εξέλιξη της θηραματικής προτίμησης και της μέσης κάρπωσης ανά κυνηγό και έτος για τον αγριόχοιρο από το 1995 έως το 2007 στην Ελλάδα.

Στο γράφημα 6.2 φαίνεται η εξέλιξη των πληθυσμών του στα δεκατρία χρόνια ζωής του προγράμματος «Άρτεμις» με δείκτες θηραματικής αφθονίας το μέσο αριθμό ζώων που θηρεύει ο κυνηγός ανά εξόρμηση (μέση ετήσια κυνηγετική κάρπωση ανά εξόρμηση). Βλέπουμε μια περιοδικότητα  στην αφθονία των πληθυσμών η οποία είναι απόλυτα φυσιολογική και οφείλεται στην περιοδικότητα της πληροκαρπίας (πλήρης καρποφορία) των δασικών δένδρων και κυρίως της δρυός, της οξιάς και του πρίνου που αποτελούν την κύρια πηγή τροφής του. Επίσης, χαρακτηριστικό είναι το χαμηλό μέσο ποσοστό κάρπωσης σε σχέση με τις συναντήσεις το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 10-20%.
Επίσης, διαφαίνεται η ανοδική τάση της κυνηγετικής ζήτησης τα τελευταία χρόνια η οποία έχει φθάσει στο 25%. Στο γράφημα 6.3 αποτυπώνεται πεντακάθαρα η αυξητική τάση των πληθυσμών του αγριόχοιρου, από την αυξητική τάση της μέσης ετήσιας «τσάντας» των κυνηγών αφενός και από την αυξητική τάση της θηραματικής προτίμησης των Ελλήνων κυνηγών για το θήραμα αυτό αφετέρου.

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top