Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Δεν είμαι προληπτικός, αν και θεωρώ ότι θα έπρεπε. Όλοι βλέπετε οι ψαράδες έχουν τις δεισιδαιμονίες τους. Όχι βέβαια ότι πιστεύουν πραγματικά σε αυτές, αλλά έτσι για να γίνονται οι εξορμήσεις τους πιο… διασκεδαστικές.
Να έχουν να λένε μετά ότι τους έφταιγε εκείνο, μας χαιρέτησε ο τάδε που είναι «γκαντεμόσαυρος» και άλλα τέτοια χαριτωμένα, ώστε να είναι δικαιολογημένοι για τις ημέρες που γυρίζουν στο σπίτι χωρίς λέπι!
Κάπως έτσι ξεκίνησε και η δικιά μας ιστορία και φυσικά κατέληξε στην απόλυτη καταστροφή. Το αυτοκίνητο στο συνεργείο, ένα όπλο κατεστραμμένο, το σκάφος υπό διάλυση και τα κορμιά μας γεμάτα πληγές. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…
Στην Εγνατία με τον… Ιβάν
Εδώ και αρκετά χρόνια, κάθε καλοκαίρι μαζί με το φίλο μου το Γιώργο, επισκεπτόμαστε τη Θάσο για ένα ψαρευτικό τριήμερο. Έτσι και φέτος μετά από τις διακοπές μας, στα τέλη του Αυγούστου, κανονίσαμε τις τελευταίες λεπτομέρειες της εξόρμησής μας. Πέρα από τον προσωπικό μας εξοπλισμό, έπρεπε να τακτοποιήσουμε το σκάφος και το αυτοκίνητο. Επειδή δυστυχώς η Θάσος έχει πολύ λίγες γλίστρες δεν θα πηγαίναμε με κούρσα και έτσι επιστρατεύτηκε το niva που έχω για το κυνήγι. Αυτό σημαίνει τελική ταχύτητα 85 χλμ την ώρα, απίστευτη «τυμπανοκρουσία» από το θόρυβο της μηχανής, κατανάλωση που συγκρίνεται με το οχηματαγωγό ‘’Δημητρούλα’’ και αφόρητη ζέστη μιας και το καλοριφέρ είναι χαλασμένο και ανάβει συνέχεια χειμώνα καλοκαίρι.
Κάπως έτσι «βολικά» ταξιδεύαμε στην Εγνατία οδό εκείνο το πρωί, όλο χαρά και ενθουσιασμό που καταφέραμε και φέτος να πάμε κάπου καλά. Βέβαια, ήμασταν λιγάκι προβληματισμένοι από την προηγούμενη μέρα (πρώτη κρούση δεισιδαιμονίας) μιας και εκείνα τα μαύρα μάτια της γειτόνισσας μας «έφαγαν». Μας παρατηρούσε ώρες ατελείωτες που ανεβοκατεβαίναμε τα σκαλιά του σπιτιού και φορτώναμε πράγματα. Στο τέλος τελικά δεν άντεξε και μας…ευχήθηκε τάχα αφηρημένα «καλή ψαριά»! Μας ήρθε κεραμίδα. Φτύσαμε τον κόρφο μας, είπαμε όλα τα ξόρκια που ξέραμε και ελπίζαμε να διώξουμε το κακό! Εγώ καθησύχασα το Γιώργο λέγοντάς του ότι η συγκεκριμένη κυρία έχει τύχει στο παρελθόν να μου απευθύνει το λόγο με την ίδια ακριβώς ευχή αλλά ότι ευτυχώς δεν θρήνησα… «λέπια». Έτσι λοιπόν ξεκινήσαμε το ταξίδι μας, με το μυαλό μας να πλημμυρίζει εικόνες από το βαθύ μπλε της θάλασσας.
Οι ψαρότοποι της Θάσου
Στο καραβάκι από την Κεραμωτή ανοίξαμε το χάρτη και σχεδιάσαμε το πρόγραμμά μας. Πρώτη βουτιά το απόγευμα στον κάβο ”Κεφάλα” στα Λιμενάρια, για μικρά συναγρίδια και παντελήδες που είχαμε τσεκάρει από πέρυσι. Την άλλη μέρα, πρωινό και βουτιά κάτω από το μοναστήρι του Αρχάγγελου για μεγάλες συναγρίδες. Και στο τέλος η μεγάλη έκπληξη. Έναν τεράστιο ροφό που εδώ και τρία χρόνια κυνηγάμε χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το ψάρι που το γνωρίζουν πολλοί ψαροντουφεκάδες, βρίσκεται στα 24 μέτρα και είναι σίγουρα πάνω από 20 κιλά. Αυτό και αν είναι πρόκληση. Τέλος, την τελευταία μέρα κανονίσαμε ψάρεμα στη βραχονησίδα ”Αστρίς”, που σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, εκείνο το διάστημα ήταν πέρασμα για μεγάλα μαγιάτικα και τονοειδή.
Φτάνοντας στη Θάσο, αφού τακτοποιήσαμε τις αποσκευές μας σε ένα ξενοδοχείο, ξεκινήσαμε για τη σκάλα Μαριών όπου θα «ρίχναμε» το μικρό σκάφος από την αμμώδη παραλία. Αυτήν την φορά όμως τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Κι αυτό επειδή το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να τραβήξει στην άμμο το φουσκωτό και έτσι μην έχοντας άλλη επιλογή το ρίξαμε με τα χέρια. Για το «βγάλσιμο» θα βλέπαμε τι θα κάναμε.
Ο αετός του βυθού
Το σίδερο έπεσε στο νερό και εμείς αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Ο ένας θα κρατούσε μακρύ όπλο και ο άλλος ένα κοντό για την τρύπα. Η ορατότητα ήταν εξαιρετικά καλή και οι συνθήκες υπέροχες. Ωστόσο, μέσα στο νερό είχε λίγο ρεύμα που μας παρέσερνε. Μετά από τις πρώτες αναγνωριστικές βουτιές οι προσδοκίες μας άρχισαν να μειώνονται με ταχύτητα φωτός. Δεν κυκλοφορούσε τίποτε. Μόνο κάτι μικροί παντελήδες «έπαιζαν κρυφτό» κάτω από τα βράχια. Έτσι λοιπόν καθώς ξεκίνησα να κολυμπώ προς το φουσκωτό για να αλλάξουμε μέρος, ξαφνικά είδα ένα πελώριο πλάσμα να κολυμπάει λίγο πάνω από το βυθό. Τα έχασα! Όχι από φόβο, αλλά από έκπληξη. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο! Ήταν ένας τεράστιος αετός της θάλασσας. Ένα τεράστιο σαλάχι που από την πρώτη ματιά που του έριξα το «ζύγισα» πάνω από δέκα κιλά! Δεν ήξερα αν τρώγεται ή όχι και έτσι δεν το χτύπησα. Δεν μιλάμε φυσικά για μέγεθος στόχου. Και τυφλός να ήσουν θα το πετύχαινες. Έτσι έκανα νόημα στο Γιώργο να έρθει κοντά μου για να τον ρωτήσω αν πρέπει να το χτυπήσω ή όχι. Αλλά ούτε και εκείνος γνώριζε. Έτσι μείναμε και οι δύο αποσβολωμένοι να το κοιτάμε…
Θαλάσσιο σκι
Όταν πια καταλάβαμε ότι δεν μας έμεναν παρά μόνο λίγα δευτερόλεπτα πριν το δούμε να χάνεται για πάντα στο μπλε, το ένστικτο του κυνηγού υπερίσχυσε και ο Γιώργος δεν άντεξε και βούτηξε. Το σαλάχι με το που μας αντιλήφθηκε, επιτάχυνε σε σημείο που πραγματικά έμοιαζε σαν πουλί που πετάει. Ο Γιώργος όμως, το είχε ήδη πλησιάσει αρκετά και με μια προέκταση του χεριού το χτύπησε ακριβώς πίσω από το κεφάλι. Εκείνο επιτάχυνε ακόμα περισσότερο. Το μουλινέ του όπλου ξετυλίγονταν σαν τρελό και έφτασε γρήγορα στο τέλος του σχοινιού των 50 μέτρων. Τότε άρχισε το τράβηγμα. Πήρα εγώ το όπλο από τα χέρια του Γιώργου. Ήταν λες και με τραβούσε καΐκι. Ο Γιώργος έφερε το φουσκωτό και ανεβήκαμε πάνω. Δεν θέλαμε να το αντιμετωπίσουμε μέσα στο νερό επειδή πολλά είδη σαλαχιών έχουν φαρμακερά αγκάθια και είναι πολύ επικίνδυνα. Έτσι ήμασταν και οι δύο πάνω στο σκάφος να μας τραβάει το σαλάχι σαν παιδικό παιχνίδι.
Μετά από λίγη ώρα ο αντίπαλός μας, είχε κουραστεί. Τότε με μεγάλες «χεριές» το φέραμε κάτω από το σκάφος. Ήταν μια μαγεία το κολύμπι του. Έπιασα τη βέργα και προσπάθησα να το σηκώσω έξω από το νερό αλλά ήταν αδύνατο! Είπα λοιπόν στο Γιώργο, να το χτυπήσει στο κεφάλι με τη λαβή του ψαροντούφεκου, σαν ρόπαλο, ενώ εγώ έβαλα ένα άλλο όπλο πάνω από το μαστίγιο της ουράς του για να μην μας καρφώσει. Κατάσταση κωμικοτραγική! Τελικά με το χτύπημα το σαλάχι άρχισε να χτυπιέται και αναγκαστήκαμε να το τουφεκίσουμε με δεύτερο όπλο.
Η εκδίκηση
Δυστυχώς, το «κακό» μάτι της γειτόνισσας, αποφάσισε να ενεργήσει εκείνη τη στιγμή. Έτσι με το χτύπημα στο κεφάλι του σαλαχιού, έσπασε η λαβή του όπλου από τη βάση της. Εικόνα πρωτοφανής καθώς και να θελήσει κάποιος να το σπάσει στο συγκεκριμένο σημείο δεν μπορεί. Η συνέχεια κυλούσε τραγική. Με δύο βέργες να το καρφώνουν και το σαλάχι να σπαρταράει ανεξέλεγκτα με το μαστίγιό του να σφυρίζει στον αέρα, εμείς προσπαθούσαμε να το σηκώσουμε. Πάνω όμως στην βιασύνη μας δεν προσέξαμε όσο θα έπρεπε και βάζοντας το σαλάχι μέσα στο φουσκωτό το τρυπήσαμε! Με λίγα λόγια «η βάρκα έμπαζε νερά» και εμείς είχαμε ήδη αρχίσει να βουλιάζουμε….
Όταν βγήκαμε από το νερό είχε ήδη ξεκινήσει να βραδιάζει. Κουμπώσαμε τον κοτσαδόρο του niva στο τρέιλερ και τραβήξαμε. Δεν κουνιόταν πόντο. Είχε κολλήσει στην άμμο. (σ.σ. το αμάξι αυτό έχει τραβήξει τεράστια φορτία στο παρελθόν).
Για καλή μας τύχη, περίπου 50 μέτρα πιο μπροστά είχε ένα ξύλινο βίντσι που βγάζουν έξω τα καΐκια. Έστειλα εκεί το Γιώργο να γυρίζει το μύλο του με ένα παλούκι και να με τραβήξει με ένα συρματόσχοινο. Σας βεβαιώνω ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο. Σε κάθε στροφή το αμάξι προχωρούσε 15 πόντους! Κάναμε δύο ολόκληρες ώρες!
Ξεκόλλησαν τα πλευρά μας από το τράβηγμα, το αμάξι έκαψε το συμπλέκτη αλλά τελικά το βγάλαμε. Σκόνη, κούραση, μώλωπες, βλάβες και μια μέλισσα που τσίμπησε το Γιώργο και πρήστηκε, ήταν ο απολογισμός της ημέρας. Για την ιστορία, το βάρος του αετού ήταν πάνω από 20 κιλά. Το κανταράκι που το ζυγίσαμε τερμάτιζε εκεί.
Η επόμενη μέρα
Την επομένη, έπρεπε να φύγουμε. Εξάλλου είχε χαλάσει και ο καιρός. Ο αετός τελικά μας είχε νικήσει. Στο δρόμο της επιστροφής, μετρώντας και οι δύο τις πληγές μας αμίλητοι, όταν αναφέραμε τον αετό, είπαμε «ποτέ ξανά»!!