Δύο διαφορετικοί κόσμοι συγκρούονται
Το κυνηγετικό ένστικτο, εκλεπτυσμένο και συμβολικό στη δυτική κοινωνία, δεν αφορά μόνο τους κυνηγούς αλλά και όλους τους ανθρώπους, κατά μια μεταφορική έννοια, όσον αφορά τη διεκδίκηση κι εκπλήρωση στόχων που θέτουν. Εκείνο, ωστόσο, που διαφοροποιεί τον σύννομο κυνηγό από τον λαθροθήρα είναι το κίνητρο, το οποίο προσδιορίζει ποιοτικά τη στάση και τη δράση σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.
Κλινικής Ψυχολόγου – Επίκ. Καθηγ. Τομέα Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Εκλεπτυσμένα “πρωτόγονα” ένστικτα
Ως κυνηγός, στην κυριολεξία ορίζεται το άτομο που κινητοποιημένο από την προγονική του προέλευση, οδηγείται στο να εκφράσει με τρόπο εκλεπτυσμένο και συμβολικό, “πρωτόγονα” ένστικτα και ανάγκες επιβίωσης, όπως αυτά μεταφέρονται όλο και πιο αμυδρά, αλλά σταθερά μέσα από την εξελικτική αλυσίδα. Η ποιότητα του συμβολισμού κατά την κυνηγετική αυτή έκφραση, εξαρτάται από το πολιτισμικό υπόβαθρο του σύγχρονου κυνηγού, από το βαθμό, δηλαδή, στον οποίο είναι καλλιεργημένος (ανεξαρτήτως τυπικής μόρφωσης).
Συμβολική έκφραση
Πιο συγκεκριμένα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι τουλάχιστον στη δυτική κοινωνία, η ανάγκη να εξασφαλιστεί η τροφή για την επιβίωση στην καθημερινότητα, μέσω συστηματικών εξορμήσεων για κυνήγι, είναι σπάνια ή ανύπαρκτη, τότε καταλαβαίνει τη σημασία αυτής της συμβολικής έκφρασης: μολονότι το βιοτικό επίπεδο του σύγχρονου δυτικού πολίτη μοιάζει να διασφαλίζει την άνεσή του στην πρόσβαση σε αγαθά που παρέχονται κυρίως από τη βιομηχανική αλυσίδα παραγωγής (οπότε με μια επίσκεψη σε παντοπωλείο θα ικανοποιούσε την καθημερινή ανάγκη που δημιουργεί η πείνα), ωστόσο η κυνηγετική δραστηριότητα έλκει μεγάλους και μάλιστα αυξανόμενους αριθμούς ατόμων που κατά πλειονότητα επιδίδονται στο κυνήγι ως αθλοπαιδειάς μάλλον, παρά ως αναγκαστικής ασχολίας για επιβίωση. Αντίθετα, δε, με ορισμένες μειονοτικές απόψεις που περιγράφουν τις κυνηγετικές συμπεριφορές άλλοτε ως πολιτισμικά απαράδεκτες, άλλοτε ως οικολογικά επισφαλείς ή ακόμη και ως κοινωνικά επικίνδυνες, οι κυνηγετικοί σύλλογοι προσμετρούν προοδευτικά όλο και περισσότερα μέλη.
Ελεγχόμενη κι ευνομούμενη δραστηριότητα
Πράγματι, σε πλήθος μελετών που επί δεκαετίες επαναλαμβάνονται, επιβεβαιώνεται πως η αύξηση των κυνηγών ΔΕΝ συσχετίζεται ούτε με τυχόν “απολίτιστες” συμπεριφορές κατά τις κοινωνικές τους συναλλαγές, ούτε με εξάλειψη ειδών του ζωικού βασιλείου, αφού η εποχική εξόρμηση αυτών των αθλητών είναι ελεγχόμενη και ευνομούμενη, ούτε και με περιστατικά ή καν διάθεση εγκληματικής χρήσης κυνηγετικών όπλων. Κοντολογίς, αποδεικνύεται διαρκώς ότι οι νόμιμοι κυνηγοί δεν είναι αγροίκοι, δεν απειλούν την οικολογική ισορροπία και δεν μεγαλώνουν παιδιά με κίνδυνο αυτά να παρουσιάσουν τυχόν εγκληματικές, επιθετικές, ούτε καν παραβατικές συμπεριφορές.
Ο Μεταφορικός προσδιορισμός
Αλλά ως κυνηγοί αλληγορικά μπορούν δυνάμει να χαρακτηριστούν και όλοι όσοι έχουν στόχους προς εκπλήρωση, κινούμενοι αποφασιστικά προς την κατάκτησή τους. Κατά το μεταφορικό αυτό σκεπτικό, θα μπορούσε στους κυνηγούς να συγκαταλεγούν κατά κάποιον τρόπο όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί που επιδιώκουν τη θήρευση για την επιβίωσή τους, καθώς επίσης και όλοι τελικά ανεξαιρέτως οι άνθρωποι.
Για τους τελευταίους, το θήραμα έχει τόσα ονόματα, όσα και οι επιμέρους καθημερινοί στόχοι καθενός. Έτσι, θήραμα μπορεί να είναι άλλοτε μια προαγωγή στον επαγγελματικό στίβο, άλλοτε το χρήμα, άλλοτε μια δικαίωση σε έναν αγώνα, μια επιβεβαίωση σε μιαν αντιπαράθεση, μια εκλογική νίκη, η ολοκλήρωση μιας εργασίας, μιας διατριβής, άλλοτε το θηλυκό ή το αρσενικό, γενικά, ανάλογα με τις προτιμήσεις του φύλου, άλλοτε ένα συγκεκριμένο θηλυκό ή αρσενικό που έλκει τη σεξουαλική ή τη βαθύτερη συντροφική επιθυμία, άλλοτε η πραγματοποίηση της προσδοκίας ενός γονέα, άλλοτε το πείσμα για την απόδειξη μιας ικανότητας που αμφισβητήθηκε παλαιότερα και τώρα υπάρχουν ευκαιρίες ανάδειξής της, κι άλλοτε το θήραμα μπορεί να είναι αυτοσκοπός, “η νίκη για τη νίκη”, η επιδίωξη, δηλαδή, ενός στόχου μόνο και μόνο για την ικανοποίηση της κατάκτησής του, μόνο και μόνο για τη συμμετοχή στη δράση, μόνο και μόνο για την “τιμή του παιχνιδιού”.
Η Αμφισημία
Κατά κανέναν, όμως, τρόπο δεν μπορούν αυτά τα μεταφορικώς εννοούμενα “θηράματα” ευθέως να χαρακτηριστούν “ορθά” ή “εσφαλμένα” ζητούμενα. Μια προσεκτική ματιά στο καθένα, μπορεί να αποκαλύψει μια σταθερή αμφισημία: με πιθανά θετική, μα κι εξίσου πιθανά αρνητική βαρύτητα –ή αλλιώς με πιθανά ηθική, μα κι εξίσου πιθανά α-ήθικη ποιότητα. Ενδεικτικά, μια προαγωγή στον επαγγελματικό στίβο μπορεί να σημαίνει φιλότιμα σκληρή εργασία για την αναγνώριση της αξίας κάποιου, αλλά μπορεί και να σημαίνει τη χρήση αθέμιτων μέσων, όπως συκοφαντία ή άδικο παραγκωνισμό για μια εξέλιξη, “πατώντας επί πτωμάτων”. Επιδίωξη για το χρήμα μπορεί να σημαίνει προσεκτική, νόμιμη, συστηματική επενδυτική δραστηριότητα, αλλά μπορεί και να υπονοεί σχεδιασμό απάτης ή παθολογική, για παράδειγμα, χαρτοπαιξία. Επιδίωξη σεξουαλικής έκφρασης μπορεί να σημαίνει υγιές ερωτοπαίγνιο (φλερτ), αλλά μπορεί αντίθετα να υποδηλώνει βίαιες σεξιστικές συμπεριφορές ή άκριτη μοιχεία. Κι ένα πείσμα, για να αποδείξει κανείς μιαν ικανότητά του που τέθηκε κάποτε υπό αίρεση, μπορεί να οδηγεί σε ευγενή άμιλλα και σε μεγάλα επιτεύγματα, αλλά μπορεί και να εξωθεί σε εμμονές, σε άκρατη εκδικητικότητα ή σε έκθεση του εαυτού ή και τρίτων σε μεγάλους κινδύνους.
Ούτε, βέβαια, τα κυριολεκτικώς εννοούμενα θηράματα χαρακτηρίζουν ευθέως τις προθέσεις του κυνηγού. Θήραμα μπορεί να νοηθεί το συμβολικό τρόπαιο με την απόκτηση ενός περιορισμένου δείγματος, ύστερα από κυνήγι ενός είδους του ζωικού βασιλείου, αλλά θήραμα μπορεί να νοηθεί και το αποθησαυριτικό απόθεμα υπερβολικού αριθμού τροπαίων ή και το οικονομικό κέρδος που μπορεί να απορρέει από αυτά –με τη διαφορά ότι εδώ οι σχετικές μελέτες δεν σταματούν στην αποτίμηση του σχετικού κέρδους, αλλά εμβαθύνουν για να εντοπίσουν θεμελιωδέστερα κίνητρα, και δη χαμηλής ποιότητας.
Σημασία έχει το κίνητρο
Ο διαχωρισμός ανάμεσα στις αντιδιαμετρικές αυτές τάσεις επιτυγχάνεται με τη συν-εξέταση πληθώρας στοιχείων, που αφορούν σε μια περίπλοκη και δυσδιάκριτη δομή: την προσωπικότητα του κυνηγού, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά κατανοήσει κανείς την ιδιότητά του.
Σύμφωνα με πορίσματα διαφόρων ερευνών, ως άθλημα, ως σπορ, το κυνήγι, επί της αρχής, νομιμοποιείται ως κοινωνικά αποδεκτή και μάλιστα επικροτήσιμη και αξιέπαινη δραστηριότητα, που μπορεί να ενεργοποιεί και να οργανώνει την ίδια τη στρατηγική πρόοδο της ανθρώπινης κοινότητας. Τα κίνητρα, ωστόσο, επί της ουσίας, ενός ατόμου για τη συμμετοχή του σε ένα σπορ, ιδίως με χρήση επιθετικών μέσων, όπως το όπλο, ποικίλλουν και κυμαίνονται από την υγιή αναζήτηση υπεροχής ως προς την ανάπτυξη δεξιοτήτων, έως την επιβλαβή τάση επιβολής εξουσίας ως προς την επιβεβαίωση του ναρκισσισμού και ακόμη κι ενός είδους επιδειξιομανίας του.
Ο διαχωρισμός των τάσεων
Το θήραμα, ούτως ή άλλως, είναι “μόνον” ο στόχος. Και το κυνήγι, ανεξαρτήτως του όπλου, είναι “μόνο” το μέσο. Οι οποιεσδήποτε λοιπόν απόπειρες προσδιορισμού τους θα ήταν ανεπαρκείς, εάν δεν δοθεί προσοχή στο εκάστοτε κίνητρο, που συνιστά την πυξίδα της δράσης. Αλλά και το κίνητρο δεν είναι απρόσωπο: διαρθρώνεται από τον ιθύνοντα νου κι έτσι εξαρτάται από τη φυσιογνωμία, από το ψυχο-νοητικό προφίλ, δηλαδή από αυτή την προσωπικότητα του αυτουργού.
Ενώ η αλληλουχία θήραμα–κυνήγι–κίνητρο–προσωπικότητα μοιάζει δύσβατη, όμως, παράλληλα, στην πράξη ο ίδιος διαχωρισμός ανάμεσα στις ακραίες θέσεις της αμφισημίας μπορεί να γίνει αρκετά εύκολος. Κανονίζεται από μιαν απλή, σαφή διάκριση: τη διάκριση ανάμεσα σε σύννομους κυνηγούς και σε λαθρο-κυνηγούς. Με τη διαμεσολάβηση, δηλαδή, μιας βασικά ηθικής, αξιακής στάθμισης, όπου η φιγούρα του νομοθέτη αποκτά ρυθμιστική σημασία, μια τέτοια συμβατική διάκριση βοηθά στην κατανόηση των κυρίαρχων πόλων της αντίστιξης.
Οι όψεις της κυνηγετικής συμπεριφοράς
Ακόμη κι αν υπέθετε κανείς ότι ο κυνηγός της καθημερινής δράσης αδιαφορεί, αγνοεί ή αδυνατεί να δώσει μια αυτοπεριγραφή του με όρους ψυχογραφήματος, αρκετά στοιχεία είναι γνωστά από έρευνες για την ψυχο-νοητική του φυσιογνωμία.
Τέτοιες έρευνες έχουν κατά καιρούς απασχολήσει ένα πλήθος επιστημόνων, ανάμεσα στους οποίους μπορούν να αναφερθούν ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι, οικολόγοι, νομικοί, φιλόσοφοι, εξελικτικοί ψυχολόγοι, συγκριτικοί ψυχολόγοι, γνωστικοί ψυχολόγοι, κλινικοί ψυχολόγοι, αλλά και κοινωνικοί ψυχολόγοι, εργασιακοί ψυχολόγοι, καθώς επίσης και διατροφολόγοι, οικονομολόγοι, και ειδικοί στη… διοίκηση επιχειρήσεων.
Όσο κι αν μοιάζουν μακρινές μεταξύ τους και, βέβαια, επίσης φαινομενικά μακρινές από την κυνηγετική συμπεριφορά, οι ειδικότητες αυτές έχουν μεγάλη σημασία για την ανάλυσή της. Η κυνηγετική συμπεριφορά αποκαλύπτει πολύ περισσότερες όψεις απ’ όσες μπορεί να αναλογιστεί κανείς, προσέχοντας μόνο τα περιγραφικά χαρακτηριστικά της και συγκεκριμένα όταν προσέξει, αφενός τις ιδιότητες και τα προσόντα, αφετέρου τις επικινδυνότητες που εμπλέκονται.
Σχηματικά, ο διαχωρισμός ανάμεσα στην αποδεκτή και τη μη αποδεκτή κυνηγετική στάση μπορεί να ιδωθεί από την επιγραμματική αντιπαραβολή ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του νόμιμου κυνηγού από τη μια, και του λαθρο-κυνηγού από την άλλη πλευρά.
Κυνηγός [σύννομος]
Κυνηγετική Συμπεριφορά:
Ενστικτική δύναμη επιβίωσης με μορφή συμβολική, σε συνάφεια με ευρύτερη απόλαυση των όποιων προσφορών της ζωής και της φύσης:
μετεξελιγμένη σε σπορ/χόμπυ που συνεπάγεται μια ηθικά ελεγχόμενη ευχαρίστηση και συνδέεται με την ικανοποίηση από τις στρατηγικές του, ηγετικές και συνεργατικές ικανότητες
με σκοπό να επικυρώσει τη νοητική του υπεροχή/ευφυΐα – σκοπό που κάθε φορά εκπληρώνει, αφού και μόνο η μετοχή στο άθλημα, ασχέτως του εάν “πέτυχε” θήραμα, δίνει χαρά. Λαθροκυνηγός [Καθ’ έξιν και κατά συρροή]
Κατ’ ανατροπή των συσχετισμών ορισμού του Κυνηγού
“Λαθρο-κυνηγετική” Συμπεριφορά:
Σαδιστική αμφιθυμία, έως και θρασυδειλία, που υποκρύπτει εκδικητικότητα απέναντι σε τρίτους, οι οποίοι πρόσφατα ή παλαιότερα υπήρξαν ισχυρότεροι μα και αυταρχικοί, καταπιεστικοί ελεγκτές, τιμωροί, άρα έγιναν αντιληπτοί ως “αντίπαλοι” ή φόβητρα:
καμουφλαρισμένη νευρωτική ροπή για αναδρομική υπερίσχυση έναντι των τότε κακοποιών, μα τώρα με την επιλογή αδυνάμων, “εύκολων” στόχων, που μπορεί να εξελιχθεί σε εμμονή για έναν ηθικά ανεξέλεγκτο βασανιστικό αφανισμό τους, αφού δεν αποτολμά την ανοιχτή αντιπαράθεση με όσους τον ταλαιπώρησαν άλλοτε
με σκοπό: να εξυπηρετήσει μια πρωτόγονη ψευδαίσθηση ότι “ανταποδίδει” αναδρομικά τα τραύματα που είχε αναπόφευκτα βιώσει τότε – σκοπό που ποτέ δεν εκπληρώνει, αφού σκιάζεται από την τελικά άνιση αναμέτρηση, που κάθε φορά θυμίζει το φόβο του να αντιμετωπίσει πραγματικά όσους τον έβλαψαν στο παρελθόν
Κίνητρο – Έμπνευση:
Οντοφυλογενετικό, προγονικό, αρχέγονο κίνητρο, που αφυπνίζει την ατομικότητά του, ενώ καλλιεργεί και πνεύμα συνεργασίας με άλλους, ως μελών συμπαγούς ομάδας με κοινές βλέψεις. Επίσης, κινητοποιείται και από διάφορα ιδιοσυγκρασιακά, κοινωνικο-οικονομικά (γεω) πολιτισμικά χαρακτηριστικά, που συγκροτούν το επίπεδο συνολικής του καλλιέργειας, ευαισθησίας
Αυθόρμητα επιλέγει:
“σκηνικό” για καρτέρι όπου αρχικά θα αισθανθεί μιαν εξίσωση με το θήραμα, που κατά τη γνώμη του ορθώς “ανθίσταται”, ώστε κατόπιν να αναμετρηθεί μαζί του τελικά, γνωρίζοντας πως θα το “νικήσει” νοητικώς (πρβλε.: μετουσίωση), αφού η βολή θα πετύχει ύστερα από σπουδή με σεβασμό στο θήραμα, και από μελέτη πρόβλεψης της συμπεριφοράς του
Κινητοποιείται και εμπνέεται ταυτόχρονα από:
Αίσθημα του ανικανοποίητου, εξαιτίας της καταπίεσης ή/και της απόρριψης που δέχτηκε από πρόσωπα της άμεσης καταγωγής του, που πυροδοτούν μια πρωτόγονη αφύπνιση του εγωκεντρισμού του,
Συνείδηση του τωρινού του μεγέθους, αφού δεν είναι πια παιδί και ως ενήλικας ίσως να μπορεί να κατισχύσει, να υποτάξει, να “βιάσει” κάπως τα πράγματα, τις καταστάσεις, τα αδύναμα πλάσματα, κι από:
αναμνηστικούς κλονισμούς εχθρότητας που απορρέουν από το φαύλο τρίπτυχο: (ανώφελων) Συγκρίσεων – (επιβλαβών) Αποδόσεων – και (ματαιωμένων) Προσδοκιών, που μοιάζουν να στιγμάτισαν τη ζωή του και οδηγούν στην αναμόχλευση της ίδιας φαυλότητας με προσωρινό αντίπαλο το αδύναμο κάθε φορά θήραμα που εμφανίζεται
Συνολικά, κίνητρό του είναι μια χρόνια προσωπική ανεπάρκεια
Παρορμητικά επιλέγει:
αδυνάμους / υποδεέστερους / άνισους “αντιπάλους” ως θηράματα, ώστε δια της συνθλιβής τους να εκτονώσει ανάγκες, προερχόμενες από συμπλέγματα κατωτερότητας, ανωτερότητας ή συνδυασμού, ενώ (δια)στρέφει κάθε υγιή “σύνδεση” με την προγονική καταγωγή σε εκδικητικό “πρωτογονισμό” (πρβλε: αντιδραστικό σχηματισμό)
Εδώ ελέγχονται ανεπάρκειες στη δόμηση μιας ισχυρής/συνεπούς ταυτότητας – εντοπίζονται τραύματα (γονεϊκής) καταπίεσης/αμφισβήτησης/απόρριψης/επιθετικής διαχείρισης/κακοποίησης. Από το είδος του θηράματος, το είδος εξοπλισμού/εξάρτυσης, το χώρο επιλογής για κυνήγι κ.ο.κ., μπορεί να εξαχθούν πρόσθετα στοιχεία για μια πιο σαφή αποτίμηση της φιγούρας του λαθροθήρα
Πρακτικώς: Συλλέκτης
Συλλέγει εμπειρίες, βιωματικές και γαστριμαργικές, συμβολικά τρόπαια θριάμβου και συμβολικά κέρδη
Αποσκοπεί στην πιο “πολιτισμένη” αρχετυπική έκφραση: το κυνήγι
Μέτρο Επιτυχίας:
εξασφάλιση νίκης, δείγματος θηράματος ή/και περιορισμένο συμβολικό κέρδος από αυτό
Οφέλη:
Άθληση, διασκέδαση, προνομιακή εμπειρία απόλαυσης της φύσης, φυσική διατροφή, συμβολικό κέρδος, επίδειξη ικανότητας να προστατεύει τα μέλη της δικής του οικογένειας παρέχοντας τροφή, μα κι επέκταση επωφελούς δράσης και προς μέλη της ευρύτερης κοινότητας Πρακτικώς: Συσσωρευτής
Συσσωρεύει εκτονώσεις απωθημένων, αποδείξεις σκληρότητος, εχέγγυα αγριότητος, κοιλιοδουλικές αναμνήσεις, άπληστα κέρδη, τρόπαια αυτοεπιβεβαίωσης που συνοδεύονται από κομπασμούς και φορολογικά τεκμήρια σπατάλης, τα οποία όμως μπορεί να αφανιστούν μεμιάς αν χρειαστεί να διαφύγει σύλληψη (από π.χ. θηροφύλακες)
Αποσκοπεί στην πιο “αντιδραστική” μορφή σαδιστικής, αν μη και καννιβαλιστικής, έκφρασης: την καταστρεπτική παραβατικότητα
Μέτρο Επιτυχίας:
αποθησαύριση πολλαπλών θηραμάτων ή/και υψηλού υλικού/αργυρόδουλου κέρδους που απορρέει από αυτά, καθώς και ο βαθμός εξυπνάδας του όταν κατορθώνει να διαφύγει τη σύλληψη
Οφέλη:
“Hit–’n–go” [πλήγμα–αιφνιδιασμός–υφαρπαγή–ταχεία/άτακτος αποχώρηση–προκάλυψη], επιθετική/εκδικητική πάλη υπεροχής, συσσωρευμένο υλικό κέρδος, επιβεβαίωση ανταγωνιστικού προνομίου έναντι: θηράματος/νόμου/διωκτών, επίδειξη ισχύος, απόδειξη ικανοτήτων διαφυγής/γελοιοποίησης διωκτών, πρόταξη αδιαφορίας/σκληρότητας με κακοποιό πρόθεση –ιδ. ηθική, ενίοτε δε και φυσική– στα αδύναμα μέλη της κοινότητας, ίσως μάλιστα και της ίδιας του, της πυρηνικής οικογένειας
Προσωπικότητα:
Φιλικός, κοινωνικός, υπομονετικός, ήρεμος, δίκαιος, έντιμος, λάτρης της άμιλλας, σεβαστικός, νομοταγής, μεθοδικός, “ενδιαφέρων”, σίγουρος, δεξιοτέχνης σε επιλογές αμφίεσης – συνεκδ. αισθητικής (καλοβαλμένος)– φέρει εξάρτυση, θήραμα, κέρδος με τρόπο υγιή, χωρίς κομπασμούς, ενδιαφερόμενος για τα κοινά, με αγάπη στα κατοικίδια
Συνήθεις Κλίσεις:
ασφαλώς αποστασιοποιημένο φλερτ, αυτοπρογραμματισμός, ευθύτητα, διεκδικητικότητα, δεκτικότητα στην εκμάθηση από γνώσεις τρίτων, θετική πρόθεση στη νουθεσία και την προσφορά – αλτρουϊσμός
Προσωπικότητα:
Τύπος μη φιλικός έως κι εχθρικός, κοινωνικά δύστροπος, ανυπόμονος, μοναχικός, εύθικτος/ευέξαπτος, συμφεροντολόγος, επιλεκτικά ανέντιμος, λάτρης της αθέμιτης ανταγωνιστικότητας, ασεβής, άρπαγας, αμέθοδος/ασυστηματοποίητος, είρων, παθητικός–επιθετικός/θρασύδειλος, φιλεπιδειξίας σε επιλογές ρουχισμού/εμφάνισης –συνεκδ. kitch– προβάλλει την εξάρτυση, το θήραμα ή/και το κέρδος έως και με ψυχοπαθολογικό τρόπο, αδιάφορος για τα κοινά ενδιαφέροντα, με προφανές επιπεδωμένο συναίσθημα προς τα κατοικίδια και αλόγιστη στάση προς αυτά (έτοιμος να τα αφήσει αδέσποτα αν κινδυνεύσει να συλληφθεί)
Συνήθεις Κλίσεις:
“άκομψη” κατακτητικότητα, έως και τάσεις παρενόχλησης, σύγχυση στόχων, απαιτητικότητα, αδηφαγία, δακνομανία (αρέσκεια στο να πληγώνει τους άλλους), κρυψίνοια, επιλογή κατά κανόνα θηραμάτων μικροσκοπικών, με ξεκάθαρη διαφορά μεγέθους σε σχέση με το άτομό του, αποστροφή στην επικέντρωση της προσοχής τρίτων σε άλλο τι από του ατόμου του – ναρκισσισμός
Αξιοσέβαστος αντίπαλος και όχι εύκολος στόχος
Σύμφωνα με τα παραπάνω προκύπτουν τουλάχιστον δύο αδιαμφισβήτητες παραδοχές: πρώτο, ότι η κυνηγετική συμπεριφορά δεν είναι ανάγκη να εννοείται μόνον ως χαρακτηριστικό των κυριολεκτικά ένοπλων κυνηγών που εξορμούν για άγρια ζωικά θηράματα στη φύση, αφού και όσοι δεν το πράττουν με τον τρόπο αυτό, έρχονται σε πολύ δύσκολη θέση αντίφασης όταν αδιακρίτως καταφέρονται ενάντια στους κατά κυριολεξία κυνηγούς αγρίων θηραμάτων, μια και οι μη φυσικοί κυνηγοί μοιάζουν επίσης να κυνηγούν, απλώς άλλου είδους, μεταφορικώς νοούμενα, θηράματα. Και δεύτερο, ότι για όλους το κίνητρο αποτελεί τη λυδία λίθο που αποτιμά τη δράση τους, παραπέμποντας υποχρεωτικά στη δομή της προσωπικότητάς τους, μόνο μέσα από την εξέταση της οποίας θα καθοριστεί η ποιότητα της στάσης τους. Ενώ για τον σύννομο κυνηγό το θήραμα αποτελεί αξιοσέβαστο αντίπαλο που “πρέπει” να είναι δύσκολος στόχος, και σκοπός είναι το κυνήγι και οι διαδικασίες γύρω από αυτό, για τον λαθροκυνηγό το θήραμα αποτελεί μόνον ενδιάμεση αφορμή που “πρέπει” να είναι εύκολος στόχος, και σκοπός μοιάζει να είναι τελικά ο εαυτός και οι διαδικασίες γύρω από την άλλοτε ματαιωμένη επιβεβαίωσή του.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1. Bennett, E. L., and M. T. Gumal. 2001. The inter-relationships of commercial logging, hunting, and wildlife in Sarawak, and recommendations for forest management. Pages 359-374 in R. A. Fimbel, A. Grajal, and J. G. Robinson, editors. The cutting edge: Conserving wildlife in managed tropical forests. Columbia University Press, New York.
2. Butt, Dorcas Susan 1976. Psychology of Sport: The Behavior, Motivation, Personality and Performance of Athletes, NY: Van Nostrad-Reinhold.
3. Cosmides, L. & Tooby, J. 1987. From evolution to behavior: Evolutionary psychology as the missing link. In The latest on the best: Essays on evolution and optimality, J. Dupre (Ed.). Cambridge, MA: MIT Press.
4. Cosmides, L. & Tooby, J. 1997. Dissecting the computational architecture of social inference mechanisms. In: Characterizing human psychological adaptations (Ciba Symposium Volume #208). Chichester: Wiley.
5. Cunningham, P. B., Henggeler, S. W., Limber, S. P., Melton, G. B., & Nation, M. A. (2000). Patterns and correlates of gun ownership among nonmetropolitan and rural middle school students. Journal of Clinical Child Psychology, 29, 432–442.
6. Fromm, Erich 1973. The Anatomy of Human Destructiveness NY: Fawcett.
7. Leyton E. 1986. Hunting Humans: The Rise of the Modern Multiple Murderer. Toronto: McClelland- Bantam.
8. Leyton E. 1996. Second Thoughts on Theoretical Approaches to Multiple Murder. In: Thomas O’Reilly- Fleming (Ed.) Serial and Mass Murder: Theory, Research and Policy. Toronto: Canadian Scholars’ Press: 37-51.
9. Mayer, F. S., & Frantz, C. M. 2004. The connectedness to nature scale: A measure of individuals’ feeling in community with nature. Journal of Environmental Psychology, 24, 503-515.
10. Scheel, D. 1993. Watching for lions in the grass: The usefulness of scanning and its effects during hunts. Animal Behaviour 46: 695-704.
11. Sharp.Κ. & Leontiev, A.N. 1978. Activity, Consciousness, and Personality. Hillsdale: Prentice-Hall.
12. Smith, D. A. 2003. Participatory mapping of community lands and hunting yields among the Buglι of Western Panama. Human Organization, 62, 332-343.
13. Sussman, R. W. & Hart, D.L. 2005. Man the Hunted: Primates, Predators and Human Evolution. Washington University Press,St. Luis, Washington DC.
14. Wertsch, J.V. (Ed.). 1979. The Concept of Activity in Soviet Psychology. New York: N.E.