Η διακοσμητική και ο χορταστικός!
Στις πλημμυρισμένες όχθες των χειμάρρων, των ποταμών και των λιμνών της χώρας μας, τα κλαδάκια των υδροχαρών, μένουν όλο το χειμώνα στολισμένα…
δασκάλου, συγγραφέα
H Σαρκοσκύφη είναι το τελευταίο μανιτάρι του χειμώνα. Αν και φαγώσιμο, η κυρίαρχη ιδιότητά του είναι αυτή του διακοσμητικού σε γεύματα πολυτελείας, αφού το υπέροχο χρώμα του παραμένει και μετά το μαγείρεμα. Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν στο Παρίσι και …στα Γρεβενά, την πόλη του μανιταριού!
Κι ενώ τα χιόνια καλά κρατούν ακόμα στα ορεινά δάση της χώρας μας, κατά ομάδες ξεμυτίζουν τα Μαρτούλια, κάτω από τα μουσκεμένα φύλλα της οξιάς και τις βελόνες του έλατου ή ακόμα και κάτω από τα χιόνια. Τα σαρκώδη, νόστιμα μανιτάρια του είδους Υγρόφορος ο μαρτιάτικος, που, όσα τουλάχιστο καταφέρουν να γλιτώσουν από τα αγριογούρουνα, γεμίζουν τα καλάθια των μανιταρόφιλων.
Τα Μαρτούλια σηματοδοτούν την έναρξη της νέας …μανιταροσυλλεκτικής περιόδου και η εμφάνισή τους προαναγγέλλει και την εμφάνιση των άλλων ανοιξιάτικων ειδών: της Μορχέλλας, της Πτυχοβέρπας, του Αγαρικού, του Λευκοπάξιλλου, του Μαράσμιου και του Μοσχομανίταρου.
Sarcoscypha coccinea (Jacq.) Sacc.- Σαρκοσκύφη η κόκκινη
Οικολογία: Καρποφορεί από το Νοέμβριο έως το Μάιο, μοναχικά ή κοπαδιαστά, σε πεσμένους στο έδαφος και σκεπασμένους από χώμα, χιόνια ή βρύα κλώνους πλατυφύλλων και ιδιαίτερα γιδοϊτιάς, φουντουκιάς, οξιάς, βουνοφτελιάς, γαύρου, σμεουριάς, δρυός, βατομουριάς και λευκαγκαθιάς, σε υγρές θέσεις. Συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα, απαντάται ιδιαίτερα σε όχθες ποταμών, χειμάρρων και λιμνών.
Μορφολογία: Το μανιτάρι, με διάμετρο 1-4 (8) εκ., είναι αρχικά κυπελλόμορφο ενώ αργότερα γίνεται πιο ρηχό, με μορφή πιάτου ή ακανόνιστης, μακρόστενης λεκάνης. Ακουμπά στο υπόστρωμα με κοντό ή μερικές φορές αρκετά μακρύ μίσχο -όταν το ξύλο είναι βαθιά θαμμένο- μήκους 0,5 έως 3,5 εκ.
Η εσωτερική επιφάνεια είναι λεία, λαμπερή αιματοκόκκινη, ενώ η εξωτερική κοκκώδης, πιο ανοιχτόχρωμη, λευκορόδινη, ρόδινη ή ωχρορόδινη. Η περίμετρος είναι ομαλή ή -συνήθως στα ώριμα καρποσώματα- οδοντωτή.
Κλειδί αναγνώρισης: Η καρποφορία του από το Νοέμβριο έως το Μάιο σε κλωναράκια πλατυφύλλων (ιδιαίτερα οξιάς, γιδοϊτιάς, φουντουκιάς και βουνοφτελιάς), τα κυπελλόμορφα μανιτάρια με το κόκκινο υμένιο και τη ρόδινη εξωτερική επιφάνεια και ο κοντός ή μερικές φορές αρκετά μακρύς μίσχος.
Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο, με τραγανή σάρκα. Το εντυπωσιακό κόκκινο χρώμα παραμένει και μετά το μαγείρεμα, χαρακτηριστικό που μας δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε τα μανιτάρια για να διακοσμήσουμε τα πιάτα μας.
Hygrophorus marzuοlus (Fr.) Bres.- Υγρόφορος ο μαρτιάτικος
Λαϊκή ονομασία: Μαρτούλι.
Οικολογία: Καρποφορεί από τα μέσα Μαρτίου έως το Μάιο, μερικές φορές και το Δεκέμβριο, συνήθως κατά ομάδες και κύκλους, σε δάση κωνοφόρων και πλατυφύλλων, ιδιαίτερα κάτω από έλατα και οξιές, σε ασβεστώδη εδάφη όπου αναπτύσσεται ημιυπόγεια ή συχνά και υπόγεια, κάτω από φυλλάδα, στρώμα πευκοβελόνων, βρύα ή χιόνια. Συνηθισμένο στα ελληνικά δάση, απαντάται από τον Έβρο έως την Κρήτη.
Μορφολογία: Το καπέλο, με διάμετρο 3-10 (20) εκ., είναι στην αρχή ημισφαιρικό, κυρτό ή σχεδόν επίπεδο αργότερα, λείο έως ελαφρώς χνουδωτό, παχνώδες, κολλώδες και γλοιώδες όταν είναι υγρό. Για όσο διάστημα αναπτύσσεται υπόγεια, παραμένει λευκωπό, ενώ όταν έρχεται σε επαφή με το φως του ηλίου γίνεται ανθρακί, γκριζομαυριδερό, μαυροκαφετί ή ασημόγκριζο, μερικές φορές με μεταλλική λάμψη.
Η περίμετρος είναι οξύληκτη, για αρκετό καιρό γυριστή προς τα κάτω, οδοντωτή ή και σχιστή στην ωριμότητα. Η σάρκα είναι παχιά, εύθραυστη, λευκή ή μερικές φορές μαύρη κάτω από την επιδερμίδα. Έχει απαλή, ήπια γεύση και είναι σχεδόν άοσμη. Τα ελάσματα είναι στενά, κηρώδη, λευκά αρχικά, γκριζωπά αργότερα και μερικές φορές με αναστομώσεις.
Ακουμπούν πλατιά ή κατεβαίνουν λίγο στο πόδι. Οι κόψεις τους είναι λείες. Το πόδι, με διαστάσεις 2,5-8 x 1-3,5 εκ., είναι κυλινδρικό έως κωνικό, μερικές φορές πλαγιαστό, σκληρό και συμπαγές.
Η επιδερμίδα του είναι λευκογκριζωπή, ελαφρώς λεπιδωτή στην κορυφή.
Κλειδί αναγνώρισης: Η ημιυπόγεια ή συχνά και υπόγεια καρποφορία του κατά ομάδες ή κύκλους σε δάση κωνοφόρων και πλατυφύλλων και ιδιαίτερα κάτω από έλατα και οξιές, το ανθρακί, γκριζομαυριδερό, μαυροκαφετί ή ασημόγκριζο, μερικές φορές με μεταλλική λάμψη καπέλο (διάμ. 3-10 (20) εκ.), τα λευκά, με κηρώδη όψη ελάσματα και το λευκογκριζωπό πόδι.
Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο, νόστιμο.