Η παλιά φρουρά, το παλιό πυροβολικό της περιοχής μας, οι παλιοί εναπομείναντες κυνηγοί της Κηφισιάς, βρίσκονται υπ’ ατμόν τώρα, σε θέση μάχης. Θαρρείς πως κάθονται στα κάρβουνα και όχι στις καρέκλες του καφενείου μας, συζητώντας τώρα αποκλειστικά και μόνο γύρω από την οργάνωση και την προετοιμασία του λεγόμενου “τσίρκου”!
Ήρθε η ώρα να μιλήσουν για το τώρα, το άμεσο μέλλον, καταστρώνοντας σχέδια, σε αντίθεση με άλλες βραδιές που κουρδισμένοι λες, αναμασούσαν ξανά και ξανά τις παλιές χιλιοειπωμένες ιστορίες τους, πίνοντας τσάι ή τον καφέ τους στο ίδιο πάντα τραπέζι.
Περίμεναν πως και πως να έρθει η στιγμή της απόδρασης, αν και το κυνήγι είχε αρχίσει προ πολλού. Δεν το βρίσκω καθόλου παράξενο σήμερα, που έβλεπα εκείνους τους φτασμένους κυνηγούς, τους χορτασμένους από κυνήγια, που δεν είχαν τίποτα άλλο να συζητάνε και να κάνουν στη ζωή τους, από το να κυνηγούν και να συζητούν ώρες ατελείωτες στο στέκι τους, να κάνουν σαν μικρά παιδιά που τους έταξες παιχνίδι μόλις πλησίαζαν εκείνες οι μέρες.
Και τότε, διέκρινε κανείς μέσα τους μια φανερή ανησυχία για το αύριο, ακόμα και εκείνα τα χρόνια, τα χρόνια της αφθονίας.
Μια ανησυχία όταν αναφέρονται στα παλιά, γιατί πάντα υπήρχαν και τα καλύτερα και το “κάθε πέρσι και καλύτερα” ίσχυε ως κανόνας για όλες τις εποχές και για όλα τα πράγματα και ας αφθονούσε το κυνήγι γύρω από τα σπίτια τους, στα περιβόλια τους, στα κοντινά δάση της Πάρνηθας και της Πεντέλης.
Πότε στον Έβρο, πότε στην Κοζάνη
Από την εποχή του 1955, άρχισαν να ξεμακραίνουν οι δραστηριότητές τους, σε τόπους πιο παρθένους και ακυνήγητους, αυξάνοντας τη διάρκεια της δράσης τους σε έξι και εφτά μέρες, πότε στον Έβρο και πότε στην Ελασσόνα και την Κοζάνη, κυνηγώντας την πέρδικα και το λαγό, τότε που κανείς δεν κυνηγούσε εκεί στο φτερό και ο λαγός έπρεπε να ήταν σίγουρος για να τουφεκιστεί, ειδικά από το ντόπιο κυνηγό.
Δεν υπήρχαν εξάλλου και τα φυτοφάρμακα και οι μικροκαλλιέργειες γύρω στα χωριά, συντηρούσαν τα θηράματα συμβάλλοντας σημαντικά στην επιβίωση και τη σταθερότητα του πληθυσμού τους, σε αντίθεση με την εγκατάλειψη της υπαίθρου μας σήμερα, από τις μικρογεωργικές καλλιέργειες στις ορεινές περιοχές.
Αυτά τα δύο τρία κυνήγια το χρόνο, τα ονόμαζαν “τσίρκα”, καθώς η προετοιμασία τους θύμιζε σε τάξη και οργάνωση κατά τις μετακινήσεις τους τα τσίρκα. Μπαγκάζια, τροφές, ζώα και άνθρωποι, βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία και συντονισμό, κάτι σαν τα σημερινά σαφάρι.
Η προσπάθεια για κοινό στόχο, σκοπό και συμφέρον, έδινε με ακρίβεια και ταχύτητα πάντα το σωστό αποτέλεσμα. Το κάθε λάθος τότε κόστιζε ακριβά. Τίποτα εκτός από τον επιδιωκόμενο σκοπό δεν είχε σημασία και αξία για κανέναν από την παρέα. Ήταν τόσο δεμένοι μεταξύ τους και τόσο αγαπημένοι, που στα τόσα χρόνια δράσης τους δεν ακούστηκε από κανέναν και για κανέναν τίποτα το μεμπτό. Έτσι δεν υπήρχε λόγος να στραβώσει ή να αναβληθεί για οποιοδήποτε λόγο και αφορμή η αυθεντικότητα και η λειτουργικότητα του “τσίρκου”.
Αν σκεφτεί κανείς μια τέτοια οργάνωση και επιχείρηση, τι ψυχική και σωματική προετοιμασία χρειαζόταν, θα καταλάβαινε ότι πέρα από τις συνηθισμένες αναποδιές και τα απρόοπτα, μέσα σε ένα τελείως άγριο περιβάλλον, μακριά από κατοικημένες περιοχές, με υποτυπώδεις ανέσεις, χωρίς τηλέφωνα, εκτεθειμένοι σε συχνά αντίξοες καιρικές συνθήκες, μέσα σε καλύβες, ώρες μακριά από τα συμβατικά αυτοκίνητά τους, ήθελε γερά κότσια, εμπειρία και επίγνωση της δυσχερούς θέσης τους.
Τους πήγαινε μπρος η λαχτάρα και η σιγουριά. Τους βοηθούσε η αισιοδοξία, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα βρουν και πάλι εκεί τα κυνήγια όπως τα είχαν αφήσει πέρσι ή από το προηγούμενο ταξίδι τους.
Σωτήρη, μη ξεχάσεις το καραβόπανο!
Ήρθε επιτέλους η ώρα να ξυπνήσουν και να ξαναζωντανέψουν το όνειρο μιας ολόκληρης χρονιάς. Ήρθε η ώρα να τακτοποιήσουν τις δουλειές τους, τις προσωπικές υποχρεώσεις για την επόμενη εβδομάδα, να ξεκουράσουν τα σκυλιά τους, να τα φροντίσουν και να οργανώσουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους, γιατί περί επιβιώσεως επρόκειτο. Σε εκείνο το ταξίδι δεν φιλοξενούντο από φίλους στο χωριό, ούτε έμεναν φυσικά σε πανσιόν και ξενοδοχεία. Εκεί που σταματούσε το αυτοκίνητο συνέχιζαν με τα μουλάρια φορτωμένα με τα συμπράγκαλα, κυνηγώντας ταυτόχρονα στη διαδρομή, μέχρι το βράδυ που έφταναν στα παλιά κονάκια, σε καλοκαιρινά μαντριά, σε ερειπωμένα μοναστήρια του Μεσαίωνα, απάτητα από ανθρώπου πόδι, δίπλα στους λαγούς, τις ορεινές πέρδικες και τα αγρίμια. Με τα ζώα μετέφεραν ψωμί, κρασί, φασόλια, ρύζι, μακαρόνια, λάδι, κονσέρβες, ζάχαρη και καφέ, τον απαραίτητο ρουχισμό και τις απαραίτητες αλλαξιές τους για μια βδομάδα. Κανόνιζαν και έναν αγωγιάτη μεσοβδόμαδα, να τους κατεβάσει τα κυνήγια στο ψυγείο του κοντινότερου χωριού, ξεκοιλιασμένα, καθαρισμένα, με τα αλατοπίπερα στα σωθικά τους, για να εξασφαλίσουν κατά αυτό τον τρόπο την καλύτερη συντήρησή τους.
“Μην ξεχάσεις, Σωτήρη, να πάρεις το καραβόπανο για κάτω και τις κουρελούδες για τα παράθυρα, τα κάνιστρα για το νερό και το τσίγκινο βρυσάκι. Να μην ξεχάσουμε όπως πέρσι το σαπούνι και μας φάει η βρόμα. Θυμήσου και το πριόνι, να κόψουμε το κυπαρίσσι, που κρεμάμε ψηλά τις νύχτες έξω από το καλύβι τα κυνήγια”.
Γελούσαν όλοι με την υπενθύμιση του Παναγιώτη και τον συμβούλεψαν να τα γράψει γιατί θα ξεχαστούν, συμπληρώνοντας να μην ξεχάσει και εκείνος το κουδούνι του σκυλιού του και το κωλόχαρτο, γιατί φέτος θα υποχρεωθεί να σκουπίζεται μόνο με τα βότσαλα. Και συνέχεια καλαμπούρια. Τιμής ένεκεν, μαζί τους έπαιρναν συχνά, στα κονάκια και το μοναστήρι του Αγιο-Αντώνη, το γηραιότερο της παρέας, τον ογδοντάχρονο μπάρμπα-Κανέλο, τον Καραβασίλη, παρά τις δυσκολίες του ταξιδιού και τις αντίξοες συνθήκες.
Mάρτυρας της παραμικρής λεπτομέρειας
Ο γέροντας “κυνηγούσε” γύρω από το καλύβι, αλλά η συμβολική παρουσία του και μόνο, ενέπνεε το σεβασμό της παρέας, η οποία εξέφραζε έμπρακτα έτσι την οφειλόμενη συμπαράστασή της προς τους απόμαχους, τους δασκάλους, τους φίλους, οι οποίοι δικαίως συμμετείχαν μάλιστα και στην τελική μοιρασιά των θηραμάτων.
Η πολυπόθητη μέρα, λοιπόν, έφτασε. “Το μικρό καλοκαιράκι του Αϊ-Δημήτρη”, ευνοούσε συνήθως την επιχείρηση, γι’ αυτό και διάλεγαν αυτές τις ημερομηνίες, όπως και αργότερα μετά το νέο έτος, τις αλκυονίδες μέρες. Τα όνειρα τώρα τέλος. To «Standard» του Τάκη Σαλματάνη, το «Opel» του Αναστασάκη ή η «Mercedes» του Γιάννη Ασημακόπουλου, ένα από αυτά ήταν πάντα έτοιμο.
Βγαίνοντας από τη στοά του σπιτιού μας στην πλατεία, χαιρετούσαν φίλους και γνωστούς, κάνοντας ένα κρυφό σταυρό ο καθένας τους και μουρμουρίζοντας μια προσευχή, να ξαναγυρίσουν με το καλό. Ένας κόμπος στο λαιμό μου, μου καθόταν πάντα και με εμπόδιζε να βγάλω λέξη την υπόλοιπη μέρα, μέχρι σιγά – σιγά να ξεχαστώ. Δεν μπορούσα να πάω μαζί τους εκ των πραγμάτων. Ας όψεται η δουλειά μου στο μαγαζί, στο “πόδι” του γέρου μου και το σχολείο, που μου στέρησαν εκείνα τα χρόνια ό,τι ωραιότερο, μοναδικές εμπειρίες και ιστορίες που θα σας διηγούμουν τώρα από πρώτο χέρι. Θα έλεγα, όμως, το κάθε τους ταξίδι ως την παραμικρή του λεπτομέρεια, λες και το είχα ζήσει από κοντά. Αυτήκοος μάρτυρας και της παραμικρής λεπτομέρειας, κάθε τουφεκιάς σε λαγό και πέρδικα, πανευτυχής παρατηρητής κάθε φέρμας και απόρτ των σκύλων μας, μέσα από τις εξιστορήσεις τους.
Ανακαλύπτοντας την… «Αμερική»
Σήμερα, μπορώ να καταλάβω σε τι και γιατί ξεχώριζαν αυτοί οι κυνηγοί από τη γενιά τη δική μου (40 και 50 χρόνια διαφορά) και ακόμα πιο πολύ από τους νεότερους κυνηγούς, τη γενιά των παιδιών μου.
Είχαν τέτοιες εφεδρικές δυνάμεις και επιμονή, τέτοια φυσική κατάσταση, που οι σημερινοί 50άρηδες και 60άρηδες μοιάζουν, συγκρίνοντάς τους, «μαρμελόπαιδα». Κόκαλα παλιά, γερές κράσεις, υγιείς οργανισμοί, σκληροτράχηλοι άνθρωποι.
Δεν θα αναφερθώ σε νούμερα εκείνης της εποχής μιας και δεν ενδιαφέρει πλέον κανέναν, ούτε αυτούς τους μακαρίτες, ούτε εμάς που ούτε στα όνειρά μας δεν τα βλέπουμε πια. Αυτές οι περιοχές που κυνηγούσαν, μετά το 1970 έγιναν σιγά-σιγά “Ομόνοια”, “Σούνιο” από ξένους και ντόπιους κυνηγούς. Δεν ξαναπάτησαν από τότε που συνάντησαν εκεί άλλους κυνηγούς. Ζήσανε με τις ωραίες αναμνήσεις τους ως τα γεράματά τους. Προτίμησαν να αποδεχτούν μια πραγματικότητα, παρά να σπάνε τα πόδια τους για 5-6 πέρδικες, τρέχοντας μπρος ή πίσω από κάποιους που μόλις ανακάλυψαν… την Αμερική.
Η επιστροφή του τσίρκου
Και ο γυρισμός του “τσίρκου” ήταν, όμως, πανηγυρικός. Έμοιαζε με το γυρισμό των ανταρτών από επιχειρήσεις. Και οι μέρες της αναμονής για τα παιδικά μου όρια αντοχής ατέλειωτες. Ταλαίπωροι, αξύριστοι, βρόμικοι, με ένα κέφι πάντα αντίθετο και διαφορετικό από το αχαρακτήριστο παρουσιαστικό τους.
Στη θέα του αυτοκινήτου, φορτωμένο με λαγούς και πέρδικες, δεμένα με τριχιές απ’ έξω για να παίρνουν τον απαραίτητο αέρα στο ολοήμερο ταξίδι τους, έκανε όλους όσους τους έβλεπαν να σαστίζουν και να τους θαυμάζουν ταυτόχρονα. Έκαναν υποχρεωτικά τον κύκλο της πλατείας για να μπουν στο σπίτι μας μέσα από τη στοά, όπως είχαν ξεκινήσει πριν από μία βδομάδα και η κυκλοφορία πεζών και οχημάτων σταματούσε.
Στου Γενάρη τα ταξίδια, έβρισκαν αρκετές μπεκάτσες στο Σαραντοπορίτικο ρέμα, στο Βαθύλακκο ή στις φτέρες του Αμάρμπεη, αλλά και αρκετές καμπίσιες πέρδικες, όταν ο καιρός ήταν κακός και υποχρεωνόντουσαν να κυνηγήσουν κοντά στη Βούρμπα, τη σημερινή Μηλαία, μετά το χάνι του Χατζηγώγου προς Κοζάνη.
Εκεί φιλοξενούνταν στο σπίτι του Αντρέα του Μηνά, φίλου καλού και άριστου κυνηγού. Μια φορά δεν βρήκαν μεταφορικό μέσο σε κάλεσμα του Αντρέα για πολλές μπεκάτσες και αποφάσισαν να πάει ο Σταμάτης ο Απέργης και ο Παναγιώτης ο Ραβάνης με το λεωφορείο της γραμμής, βγάζοντας και μισό εισιτήριο στον Κατσουλίνο, το σκύλο του Παναγιώτη. Πήραν τις δύο πρώτες μέρες καμιά σαρανταριά μπεκάτσες και κάπου 10-15 πέρδικες πεδινές και μετά ήρθε το χιόνι. Έμειναν εκεί πρόξενοι. Τους έκλεισε μέσα το χιόνι 10 μέρες, αλλά βρήκαν παρηγοριά σε ένα κοπάδι χήνες μπόζες, φρεσκοφερμένες από τη Ρωσία, γεμίζοντας έτσι τα τρία τσουβάλια κυνήγια με εφτά “θηρία” πουλιά από το άτυχο κοπάδι.
Η χρυσή εκείνη εποχή
Όταν οι περιοχές αυτές καταπατήθηκαν από δρόμους και κυνηγούς, αυτοί οι κυνηγοί μετά το 1970 περιορίστηκαν στο κυνήγι της μπεκάτσας, που ευτυχώς μέχρι και το 1980 υπήρχαν αρκετές στα δάση της δυτικής Ελλάδας.
Ήταν το αγαπημένο θήραμα της παλιάς καλής γειτονιάς τους, εξοικειωμένοι πολλά χρόνια στα πευκοδάση της Αττικής. Με τη βοήθειά μου, ανακάλυψαν στη δυτική Ελλάδα τα τελευταία κρυφά τους μέρη, τα τελευταία ορμητήρια και τα ησυχαστήριά τους. Με 10 και 20 πουλιά στο διήμερο κυνήγι τους, ευχαριστημένοι στα γεράματά τους, συνταξιούχοι πλέον, διδάκτορες της κυνηγετικής τέχνης, με αναγνωρισμένες περγαμηνές και διατριβές, παρέδωσαν τα τελευταία τους συγγράμματα και τον οπλισμό τους ανήμποροι, σε μας τους επόμενους, τους μεγάλους τυχερούς, αλλά και τους άτυχους των καιρών μας.
Και τα χρόνια πέρασαν, πέρασε μαζί και η καλή χρυσή εκείνη εποχή, που έτυχε να την προλάβουμε εμείς, η γενιά μου, κλείνοντας το τελευταίο μικρό τμήμα του κύκλου που άνοιξαν εκείνοι οι άξιοι κυνηγοί.
Αναρωτιέμαι συχνά, αν θα μπορούσαν να μαντέψουν τις αλλαγές που έχουν επέλθει στο κυνηγετικό γίγνεσθαι. Τις απρόβλεπτες συνέπειες, την αγωνία του σημερινού κυνηγού και τις αρνητικές συγκυρίες που έχει περιπέσει ο φυσικός πλούτος μας, το περιβάλλον.
Άραγε τι θα μπορούσαν να κάνουν γι’ αυτό ή τι θα μας συμβούλευαν σήμερα;
Στην επικείμενη και με μαθηματική ακρίβεια καταστροφή της φύσης σήμερα, ο κυνηγός, θύμα και αυτός συμφερόντων, φέρεται και άγεται από ένα κατεστημένο που το χαρακτηρίζει μια μεγάλη δόση μαζοχιστικής αποχαύνωσης, ένας άκρως επικίνδυνος οχαδερφισμός και μια κατευθυνόμενη ισοπεδωτική τάση για τα πάντα. Επιτρέψτε μου τελειώνοντας, να πιστεύω και να διακηρύσσω πως δύσκολα θα επιβιώσει στο μέλλον ο κυνηγός, καθώς και αυτός αποτελεί μέρος ενός σχεδίου που θέλει να εξυπηρετεί και να προάγει τα οικονομικά συμφέροντα του κεφαλαίου, συμφέροντα που πάντα λειτουργούσαν και θα λειτουργούν αρνητικά απέναντι στις επιβεβλημένες επιταγές για την προστασία της φύσης και την ευημερία των όντων που την αποτελούν.
Του αείμνηστου, Κώστα Δημητρακόπουλου