Από τη στιγμή που κατάλαβε τον κόσμο μέχρι και σήμερα, ο 90χρονος Παναγιώτης Τσαρσυλής από το Μοναστηράκι Σερρών, κυνηγά στα βουνά των Κρουσσίων. Είτε παιδί με τη σφεντόνα, είτε πολεμιστής με το Μ1, είτε αργότερα με το δίκαννο, η αγάπη του κυρ Παναγιώτη είναι πάντα η ίδια: το αληθινό κυνήγι.
Για το κυνήγι που δεν μετρά με αριθμούς τα θηράματα παρά μόνο μετρά τους δικούς σου χρόνους, θυμίζοντάς σου τα θηράματα που κράτησες στα χέρια σου. Για το κυνήγι που δεν έχει σημασία τι όπλο κρατάς, αλλά μόνο για την ευγενική εκείνη μάχη με το αγρίμι που σε συναγωνίζεται σε εξυπνάδα και σε δύναμη του σώματος.
Ο κυρ Παναγιώτης δέχτηκε με χαρά να μιλήσει στο “Κ&Φ” για μια ζωή γεμάτη με κυνήγια και να ορίσει μέσα στο λόγο του αυτό που άλλοι το λένε απλά «χόμπι», ενώ ο ίδιος περήφανα το λέει αληθινό κυνήγι. Επίσης, ο 90χρονος κυνηγός εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για το μέλλον του κυνηγιού και συμβουλεύει τους νέους για τη σωστή διαχείρισή του, ενώ δεν παραλείπει να μας πει αληθηνές ιστορίες από κυνήγια περασμένων χρόνων.
Στο καρτέρι
Τον συνάντησα πολλές φορές τον περασμένο χειμώνα σε πολλά καρτέρια, να κάθεται στο σκαμνάκι του και με το δίκαννο στα χέρια να περιμένει τα γουρούνια. Μη φαντάζεστε κανέναν παππού που δεν ακούει, δεν βλέπει κ.τ.λ. Είναι υγιέστατος, δυνατός και μάλιστα πολύ χρήσιμος. Το καρτέρι του είναι καρτέρι αληθινό και το μάτι αλάθητο. Αν του βγει το γουρούνι, το βράδυ θα τρως συκωταριά!
Σε όποιο καρτέρι όμως κι αν τον συνάντησα, είτε στου Νώντα είτε στην καλύβα και σε τόσα άλλα πόστα που μόνον οι ντόπιοι γνωρίζουν τις ονομασίες, ο κυρ Παναγιώτης ήταν πάντα ευγενικός. Σε αντίθεση με άλλους κυνηγούς που αν σε πετύχουν στο βουνό θα ήθελαν να άλλαζαν νομό, ο κυρ Παναγιώτης μας καλημέριζε και μας εξηγούσε σε ποια φάση βρίσκεται το κυνήγι τους. Επειδή, όμως, σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του κυνηγιού των γουρουνιών έχουν οι διαπραγματεύσεις για την παγάνα και τα καρτέρια παρά το ίδιο το κυνήγι, ο κυρ Παναγιώτης κάθε φορά μου έλεγε: «Αυτοί παιδί μ’ δεν ξέρουν να κυνηγούν…».
Άδεια κυνηγιού με 2,5 δραχμές!
«Ήμουν ακόμη αρραβωνιασμένος με τη γυναίκα μου όταν έβγαλα την πρώτη μου άδεια. Ήταν το 1939. Ο στρατός έφτιαχνε οχυρά –δεύτερη γραμμή άμυνας– για τον πόλεμο στα βουνά των Κρουσσίων και όλοι οι χωριανοί δουλεύαμε εκεί. Τότε μου είχαν δώσει το πρώτο δίκαννο για να φυλάω σκοπιά τα βράδια τις φαγάνες του στρατού. Τον επόμενο χρόνο, το 1940, είχα βγάλει και επίσημα πλέον την πρώτη μου κυνηγετική άδεια, αλλά λόγω του πολέμου δεν μπόρεσα να κυνηγήσω. Φύγαμε ως πρόσφυγες από τους Βούλγαρους. Πέρασαν τέσσερα χρόνια προσφυγιάς, ώσπου το 1946 έβγαλα ξανά άδεια. Θυμάμαι τότε η άδεια κόστιζε 2,5 δραχμές. Από τότε μέχρι σήμερα, κάθε χρόνο βγάζω άδεια. Στην αρχή έγινε 7,5 μετά 15, μετά 30 και έφτασε σήμερα να κοστίζει 80 ευρώ», λέει ο κυρ Παναγιώτης και συνεχίζει μιλώντας για τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Για κυνήγι με Μ1
«Τότε στο Μοναστηράκι ήμασταν μόνο δύο κυνηγοί. Εγώ και ο συγχωρεμένος ο Ρίζος. Έτσι πηγαίναμε στο κυνήγι μόνοι μας. Αξέχαστα χρόνια! Μέχρι το 1949 κυνηγούσαμε με το Μ1 και με το δίκαννο. Από τότε κι έπειτα μόνο με το δίκαννο. Είχα θυμάμαι ένα ισπανικό. Μετά ένας συνταγματάρχης από τη Λιβαδειά μου έδωσε ένα γερμανικό δίκαννο και ένα κασόνι φυσίγγια. Αν δεν φάγαμε λαγούς με εκείνο το δίκανο! Επειδή όμως δράμια δεν είχαμε, τα φτιάχναμε μόνοι μας. Πέρναμε κομμάτια μολύβι και το πλάθαμε στις πέτρες, όπως το ζυμάρι, για να γίνει στρόγγυλο. Ακόμη τα έχω τα υλικά εκείνα. Και τα μπαρούτια και τα βύσματα κ.τ.λ. Όμως, αν και είμασταν μόνο δύο, στο σπίτι δεν γυρίζαμε χωρίς θήραμα.
Μετά άρχισαν κι άλλοι να έρχονται μαζί μας. Ο Ανδρέας ο Θεοδωσέλης, ο Αντώνης ο Βογαντζιδάκης, ο γερο-Χριστόφορος και άλλοι. Έτσι είχαμε μαζευτοί αρκετοί κυνηγοί, αλλά δεν είχαμε όπλα. Γι’ αυτό, όσοι δεν είχαν όπλα πήγαιναν με το τσεκούρι μέσα στο βουνό και φώναζαν στις χαράδρες και μεις από πάνω πιάναμε τα καρτέρια. Αυτούς τους λέγαμε “σουρουτζήδες” και κάνανε παγάνα μαζί με τα σκυλιά. Τότε βέβαια δεν υπήρχαν δρόμοι. Έτσι, άλλοι με τα γαϊδούρια και άλλοι με τα μουλάρια, ανεβαίναμε στο βουνό για κυνήγι και γυρνούσαμε μετά από 2-3 μέρες».
Τώρα τα γουρούνια χαίρονται
«Τότε υπήρχε μεγάλη φτώχεια και ανέχεια. Το κρέας για την οικογένεια το εξασφαλίζαμε με το κυνήγι. Ακόμη κι έτσι, όμως, σεβόμασταν τα θηράματα και δεν κάναμε ζημιά. Το αντίθετο μάλιστα. Καθαρίζαμε τους δρόμους και τα μονοπάτια με τα τσεκούρια, καθαρίζαμε τα πηγάδια κ.τ.λ. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Με τους δρόμους και τα τζιπ, τα κινητά και τα cb προσπαθούν να σκοτώσουν τα γουρούνια. Το κακό είναι ότι ακόμη κι έτσι, με τόσα μέσα, πάλι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε», λέει ο κυρ Παναγιώτης για τους σύγχρονους κυνηγούς και εξηγεί, «όταν τον άλλον εγώ τον ακούω που είμαι 500 μέτρα μακριά να του λένε στο cb “προσέξτε έρχονται” κι εκείνος να απαντά “τα ακούω που έρχονται” και άλλα άχρηστα πράγματα. Μα αφού εγώ σε ακούω, δεν θα σε ακούσει το γουρούνι; Και μετά λένε με τα τζιπ και με αυτά δεν γλιτώνει πουλί πετάμενο. Μωρέ γλιτώνει και παραγλιτώνει Αν ήμασταν με την παλιά μου την παρέα και βρίσκαμε γουρούνι στα βουνά μας τη μια μέρα, την επόμενη δεν γλίτωνε. Τώρα τα γουρούνια χαίρονται».
Για να καταλάβουμε καλύτερα τον τρόπο που κυνηγούσαν στα παλιότερα χρόνια και τους ηθικούς κανόνες που ακολουθούσαν τότε, ζητήσαμε από τον κυρ Παναγιώτη να μας διηγηθεί, αν θυμόταν, κάποια κυνηγετική ιστορία. Τελικά καταλάβαμε ότι όχι μόνο θυμόταν κυνήγια που έγιναν τουλάχιστον πριν 40 χρόνια, αλλά μας τα περιέγραφε και με τρομερή λεπτομέρεια.
Με τρύπιο παντελόνι
«Είχαμε πάει για λαγό με τον Μητρή τον Νικηφόρου. Ο καιρός ήταν πολύ καλός και είχε λιακάδα. Όμως τα σκυλιά μας, όσο περνούσε η ώρα, δεν έδειχναν να εντοπίζουν ίχνη λαγού. Μετά από πολύ ψάξιμο αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε. Έτσι, λίγο ο ήλιος, λίγο η κούραση, πέσαμε και οι δυο μπρούμητα πάνω στο χορτάρι και κοιμόμασταν. Κάποια στιγμή ξυπνάμε από γαβγίσματα σκύλων. Κάποια ξένα σκυλιά κυνηγούσαν στο απέναντι βουνό. Κοιταχτήκαμε και μέσα στη βαρεμάρα μας δεν κάναμε τον κόπο ούτε να σηκωθούμε. Έτσι όμως όπως ήμασταν ξαπλωμένοι στο χορτάρι, ξαφνικά ένα ζαρκάδι ήρθε τρέχοντας κατά πάνω μου. Δεν μας είχε δει καθόλου. Εγώ τα έχασα. Κάνω να σηκωθώ αλλά το ζαρκάδι με τη φόρα που έτρεχε ήρθε κι έπεσε πάνω μου. Κι έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη, από εκεί που κοιμόμουν ήσυχα, τώρα προσπαθούσα να αγκαλιάσω ένα ζαρκάδι. Το ζώο ήταν πολύ δυνατό και με τα κέρατά του μου κατατρύπησε την κοιλιά. Κάποια στιγμή εγώ και το ζαρκάδι είχαμε γίνει μια μπάλα και κυλιόμασταν στο χόρτο. Το μαρτύριό μου, όμως, τώρα άρχιζε…
Σε λίγο, πίσω από το ζαρκάδι έφτασαν και τα σκυλιά που το κυνηγούσαν και μέσα στην ταραχή αντί να δαγκάνε τα πισινά του ζαρκαδιού δάγκωναν τα δικά μου. Εγώ από τη μια προσπαθούσα να συγκρατήσω το ζαρκάδι και από την άλλη να πολεμάω να ξεκολλήσω τα δόντια του σκύλου από τον πισινό μου. Τελικά, άφησα το ζαρκάδι που έφυγε τρέχοντας κι έτσι κατάφερα να ξεκολλήσω από πάνω μου τους σκύλους που το πήραν καταπόδι. Ο Μητρής είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια και ‘γω μετρούσα τις τρύπες στο παντελόνι μου».
Με σπασμένο κοντάκι
«Κυνηγούσαμε κάποτε γουρούνια στην Καστανούσα. Εκεί εγώ είχα πυροβολήσει ένα μεγάλο γουρούνι γύρω στα 80 κιλά και το τραυμάτισα. Το γουρούνι βαριά χτυπημένο πήγε μέσα σε ένα χωράφι, δίπλα σε κάτι βατσινιές και κάθισε στα πισινά του πόδια. Ο σκύλος το δάγκωνε στο αφτί κι έτσι όπως ήταν χτυπημένο το γουρούνι δεν είχε δύναμη να διώξει το σκυλί. Κάποια στιγμή έρχεται ο πρόερδος της Καστανούσας, ο Μπάμπης, μαζί με έναν άλλο φίλο του και μου λέει να του δώσω το όπλο να πυροβολήσει. Εγώ φυσικά δεν του το έδωσα γιατί αν έριχνε θα σκότωνε σίγουρα και το σκυλί. Μέσα όμως σε αυτές τις συζητήσεις το γουρούνι βρήκε το χρόνο να πάρει δύναμη και ξαφνικά αρχίζει να τρέχει ίσα προς τα πάνω μου, με τον σκύλο να του δαγκώνει συνεχώς το αφτί. Δεν μπορούσα να πυροβολήσω. Έτσι όταν έφτασε πια αρκετά κοντά, με ένα σάλτο του δίνω μία στο κεφάλι με το κοντάκι. Με το χτύπημα το σκυλί παράτησε το γουρούνι, το όπλο μου όμως είχε γίνει δύο κομμάτια. Είχε σπάσει το κοντάκι στη μέση και είχε γίνει σαν πιστόλι. Έτσι όπως είναι το όπλο, του ρίχνω μια τουφεκιά και το γουρούνι πλέον είχε πέσει».
Του πήρε το δίκαννο
«Με την παρέα μου είχαμε πει από νωρίς, τότε δεν είχαμε cb, ότι το μεσημέρι θα μαζευόμασταν για να φάμε. Έτσι κι έγινε. Μετά το κυνήγι, συγκεντρωθήκαμε και αρχίσαμε να στρώνουμε τα λίγα φαγητά μας. Κάποια στιγμή ακούμε ένα σκυλί να κυνηγάει και παρατήσαμε τα πιρούνια και πιάσαμε πάλι τα δίκαννα. Μια στιγμή εμφανίζεται ένα ζαρκάδι να τρέχει ίσα πάνω στον Ρίζο και πίσω του να το κυνηγάει ο σκύλος στο ένα μέτρο. Το ζαρκάδι ξαφνικά, για να αποφύγει το σκυλί, κάνει ένα σάλτο και πέφτει πάνω στον Ρίζο και τον ρίχνει κάτω. Μέσα στο μπέρδεμα αυτό, το λουρί του δίκαννου σκάλωσε στο λαιμό του ζαρκαδιού το οποίο το πήρε κι έφυγε. Εμείς μείναμε με ανοιχτό το στόμα να βλέπουμε το ζαρκάδι να τρέχει και να έχει στο λαιμό του το δίκαννο του Ρίζου. Ευτυχώς, μετά από καμιά 20αριά μέτρα, το δίκαννο έπεσε και ησύχασε και ο Ρίζος».
Πήγε κατευθείαν για… ούζα
«Μια φορά πάλι είχαμε πάει για κυνήγι πάνω από το χωριό και είχα πάρει για πρώτη φορά μαζί τον γιο μου, τον Γιώργο, που ήταν τότε 15 χρόνων. Πάνω στο βουνό συναντήσαμε κάτι μάγκες που είχαν πιει ούζα και πετούσαν στον αέρα τα μπουκάλια τα πενηνταράκια και τα έσπαζαν. Εεε, τους λέω, εσείς τόσο καλό σημάδι που έχετε δεν θα αφήσετε γουρούνι για γουρούνι στο βουνό. Την ίδια στιγμή ακούμε ένα σκυλί να κυνηγάει και έρχεται προς τα πάνω μας. Ξαφνικά ένας από μια παρέα από το Κιλκίς, λίγα μέτρα πιο μακριά από μας, αδειάζει πέντε σφαίρες με την καραμπίνα του.
Εγώ κατάλαβα, όπως έριξε η καραμπίνα, ότι τα δράμια πήγαν στου καραμάνη (σ.σ. στο βρόντο). Το γουρούνι πράγματι δεν το πέτυχε και ήρθε πάνω σε μας. Πρώτα πήγε πάνω στον Γιάννη τον Παπαδόπουλο, τον συγχωρεμένο, που το πυροβολάει αλλά δεν μπόρεσε να το πάρει. Λέω τώρα θα πάει για… ούζο. Πράγματι, το γουρούνι πήγε πάνω στην παρέα που έριχνε στα μπουκάλια. Ακούω δυο τουφεκιές που έριξε τελικά ο γιος μου».
Από το βουνό στο Τμήμα
«Την ίδια στιγμή φτάνει και ο ξένος που πυροβόλησε πρώτος. Άρχισε να ζητάει τον λόγο, αν έριξε, ποιος έριξε κ.τ.λ. Του λέω να μη στενοχωριέται κι αν χτυπήθηκε το γουρούνι, θα το βρούμε και θα δούμε τι θα κάνουμε με τη μοιρασιά. Τελικά, μετά από λίγη ώρα το γουρούνι το βρήκαμε. Ο ξένος, όμως, ισχυρίζεται ότι το γουρούνι το χτύπησε αυτός κι ότι του ανήκει. Έτσι πήγαμε στο γουρούνι και αρχίσαμε την ανατομία για να βρούμε ποιος το χτύπησε. Τελικά ο ξένος λέει ότι το είχε πυροβολήσει από την αριστερή πλεύρα ενώ το γουρούνι ήταν χτυπημένο από τη δεξιά. Έτσι αποδείχτηκε ότι το γουρούνι το χτύπησε ο γιος μου μια και ο δεύτερος το παραδέχτηκε μόνος του ότι δεν το πέτυχε. Όμως, επειδή ο Γιάννης γνώρισε τον ξένο μού λέει να δώσουμε σε αυτόν και την παρέα του από ένα μερίδιο. Έτσι κι έγινε. Τους βγάλαμε από μια σακούλα κρέας και μάλιστα τον κατεβάσαμε στο χωριό και με το τρακτέρ τον πήγα στο σταθμό για να πάρει το τρένο και να φύγει. Όμως αυτός, αντί να δώσει τα μερίδια στην παρέα του τα κράτησε όλα για τον εαυτό του.
Αυτοί παρεξηγημένοι από την αδικία, τηλεφωνούν στο διοικητή της χωροφυλακής και του λένε ότι τους κλέψαμε το γουρούνι. Έτσι την επόμενη μέρα μάς κάλεσε ο διοικητής στο τμήμα και μας λέει ότι αδικήσαμε κάποιους ανθρώπους στο βουνό. Εμείς του εξηγήσαμε τι έγινε και ο διοικητής κάλεσε με τη σειρά του το σταθμό της χωροφυλακής στο Κιλκίς και μετά από τις εξηγήσεις που δόθηκαν, φανερώθηκε η αδικία του φίλου τους».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ιστορίες του κυρ Παναγιώτη, όσο απίστευτες κι αν φαίνονται, είναι πέρα για πέρα αληθινές και όποιος αμφιβάλλει δεν έχει παρά να ρωτήσει τους γέροντες του χωριού που σίγουρα τις θυμούνται.