Με «καζάνι που βράζει» παρομοιάζει τη Μεσόγειο Θάλασσα η οικολογική οργάνωση WWF, που σε πρόσφατη έρευνά της ανακοίνωσε πως πρόκειται για την πιο υπεραλιευμένη θάλασσα παγκοσμίως, με ραγδαία απώλεια βιοποικιλότητας και η οποία συγκαταλέγεται στις περιοχές που πλήττονται σοβαρά από τις κρίσεις της κλιματικής αλλαγής και της βιοποικιλότητας.
Στο γενικότερο πλαίσιο έντασης των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, το προσεχές μέλλον στη Μεσόγειο προδιαγράφεται δυσοίωνο: «Αναμένονται μεταναστεύσεις ειδών σε περιοχές με ευνοϊκότερες συνθήκες, αλλαγές στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά των ψαριών στην προσπάθεια να προσαρμοστούν στις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και εντεινόμενη εισβολή ξενικών ειδών όπως οι αγριόσαλπες και το λεοντόψαρο. Επαναλαμβάνεται δε ότι ο γαύρος και η σαρδέλα, από τα πλέον εμπορικά ψάρια στην Ελλάδα και τη Μεσόγειο, επηρεάζονται σοβαρά από το κλίμα», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση του WWF Ελλάς, όπου επίσης τονίζονται οι συνέπειες που θα έχει μια τέτοια εξέλιξη και στην ανθρώπινη κοινωνία: «Φυσικά, οι αρνητικές αυτές εξελίξεις απειλούν ευθέως και τον βιοπορισμό των παράκτιων ψαράδων, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 80% του Μεσογειακού στόλου και καλύπτουν περίπου 134.300 θέσεις εργασίας».
Η κλιματική κρίση θερμαίνει τις θάλασσες και πλήττει τους πληθυσμούς των ψαριών
Η μελέτη διεξήχθη από το WWF, το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Agrocampus Ouest στη Γαλλία, το Πανεπιστήμιο British Columbia στον Καναδά, το Ίδρυμα Κάρολος Δαρβίνος στα Γκαλαπάγκος και το Εθνικό Ινστιτούτο Αλιείας στον Ισημερινό και διερευνά τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην παράκτια αλιεία. Από τα στοιχεία της προκύπτει σαφώς πως «η κλιματική αλλαγή προκαλεί ήδη σοβαρές επιπτώσεις στις θάλασσες του πλανήτη, αυξάνοντας τη θερμοκρασία των νερών και πλήττοντας σοβαρά πολλά είδη ψαριών. Παράλληλα, καθώς τα θαλάσσια οικοσυστήματα μεταβάλλονται, επηρεάζεται σημαντικά και η αλιεία που εξαρτάται από αυτά, η οποία χρειάζεται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες για να παραμείνει βιώσιμη».
Σύμφωνα με τα δεδομένα και τις καταγραφές της επιστημονικής κοινότητας, οι θάλασσες έχουν απορροφήσει περίπου το 28% του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που παράγεται από ανθρώπινη δραστηριότητα και περισσότερο από το 90% της επιπλέον θερμότητας που αυτή προκαλεί, από τον 19ο αιώνα έως σήμερα. Οι εκτιμήσεις για τον αιώνα που διανύουμε μιλούν για δεκαπλάσιο ρυθμό αύξησης της οξύτητας της θάλασσας, αναφορικά με τα τελευταία 55 εκατομμύρια χρόνια!Αυτό σημαίνει πρακτικά πως το οξυγόνο στις θάλασσες βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο, γεγονός που επηρεάζει την επιβίωση, την αναπαραγωγή και την ανάπτυξη των θαλάσσιων ειδών. «Πολλά είδη ψαριών απομακρύνονται από τις ακτές και μεταναστεύουν σε βαθύτερα νερά ή ακόμη και προς τους πόλους, για να βρουν κατάλληλες θερμοκρασίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κλιματική αλλαγή ωθεί τα υδρόβια ζώα στη μετανάστευση με δεκαπλάσια ταχύτητα από ό,τι τα χερσαία ζώα», αναφέρεται στην ανακοίνωση συμπερασμάτων της μελέτης.
Βιώσιμη αλιεία και έλεγχος της υπερθέρμανσης
Οι αλιείς είναι εκείνοι που πλήττονται άμεσα από την υπερθέρμανση των θαλασσών, καθώς κινδυνεύουν με απώλεια του εισοδήματός τους αλλά και με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους, καθώς ταξιδεύουν όλο και μακρύτερα για να μπορέσουν να ψαρέψουν. Εν τούτοις, η επιστημονική κοινότητα θεωρεί πως υπάρχει τρόπος να ξεπεραστούν τα προβλήματα και να επιβιώσει η αλιεία, ακόμα και στις χώρες του Ισημερινού, που πλήττονται περισσότερο. Αρκεί να ικανοποιηθούν δύο συγκεκριμένες προϋποθέσεις: Να εξαλειφθεί η βιομηχανική αλιεία και να τεθεί υπό έλεγχο η υπερθέρμανση του πλανήτη. Μια τέτοια συνθήκη, θα μπορούσε να αυξήσει τη βιομάζα των ψαριών κατά 60%, καθιστώντας την αλιεία βιώσιμη στο μέλλον.