Του Παναγιώτη Καμπούρογλου
Η ιστορική αναγκαιότητα και οι πελατειακές σχέσεις.
Σπίτια με οικοδομικές άδειες, με πισίνες και μπαλκόνια και σπίτια αυθαίρετα ημιπαράνομων τέκνων της ελληνικής πραγματικότητας. Απογοητευμένος, στάθηκα κάποια στιγμή παράμερα και σκέφθηκα ότι τελικά στα παλιά μου λημέρια δεν θα μπορούσα να κυνηγήσω.
Απογοητευμένος από τα ατελείωτα χιλιόμετρα που συνόδευαν τις κυνηγετικές μου εξορμήσεις τους τελευταίους μήνες, αποφάσισα να πάω για κυνήγι στην Αττική. Στην Αττική των παιδικών μου χρόνων, όπου ο Χάρακας έμοιαζε με απάτητο και βαθύσκιωτο βουνό και τα χαμερπή σχινάκια του με παρθένο δάσος…
Δεν ήξερα, βέβαια, τότε ότι η Αττική γη έμελλε να αποτελέσει το μεγαλύτερο χρηματιστήριο γης στην Ελλάδα, ούτε ότι ο Χάρακας, όπου εγώ χτύπησα το πρώτο μου ορτύκι, γνώριζα ότι αποτελούσε κατά το ορεινό του μέρος διεκδικούμενη έκταση μεταξύ του δημοσίου και της μονής Πεντέλης, του ΟΔΕΠ, ενώ το πεδινό του τμήμα, έκταση 1.600 στρεμμάτων παραχώρησε το Ελληνικό Δημόσιο σε κάποιον Γκίκα πριν από εκατό περίπου χρόνια.
Μια ασύμβατη σχέση
Δεν γνώριζα τίποτε για τα μεγάλα και όμορφα σπίτια που έβλεπα να χτίζονται στον διπλανό οικισμό των σιδηροδρομικών, ούτε για τις παράγκες που παράνομα ξεφύτρωναν κάτω από τα σχίνα και τα βένια της παραλίας.
Ήξερα λίγα για τον όμορφο παιδικό μου κόσμο αλλά καταλάβαινα αρκετά για να συνειδητοποιήσω ότι τα σπίτια και το κυνήγι δεν θα μπορούσαν ποτέ να συνυπάρξουν. Αυτός ήταν κι ένας βασικός λόγος που με απομάκρυνε σιγά–σιγά από τα κυνηγοτόπια της Αττικής, αφού δεν ήθελα στα κυνήγια μου ούτε να στενοχωρηθώ βλέποντας τα αυθαίρετα να ξεφυτρώνουν εκεί που κάποτε ήταν τα καρτέρια, ούτε πολύ περισσότερο να τσακωθώ με κανέναν.
Χάθηκαν τα παλιά λημέρια
Παρ’ όλα αυτά, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό αψήφησα τις αναστολές μου και τους φόβους μου και ξεκίνησα για να κυνηγήσω καμιά τσίχλα στο περπατητό, στους κυνηγότοπους της Αττικής. Μόνο που με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Τις γνωστές μας ρεματιές που άλλοτε κάναμε νούμερα με τον μακαρίτη τον πατέρα μου, σήμερα εγώ δεν μπορούσα ούτε να τις αναγνωρίσω. Όλα είχαν πια αλλάξει κι εγώ περιπλανιόμουν συνεχώς σαν χαμένος στην ομίχλη, ψάχνοντας ένα ήσυχο μέρος.
Όλο προσπαθούσα να απομακρυνθώ από τα σπίτια κι όλο και κάποιο άλλο έβρισκα μπροστά μου… Σπίτια πολλά, πάρα πολλά, σπίτια πλουσίων, με μεγάλα οικόπεδα πολλών στρεμμάτων και σπίτια που έμοιαζαν με κοτέτσια. Σπίτια με οικοδομικές άδειες, με πισίνες και μπαλκόνια και σπίτια αυθαίρετα ημιπαράνομων τέκνων της ελληνικής πραγματικότητας. Απογοητευμένος, στάθηκα κάποια στιγμή παράμερα και σκέφθηκα ότι τελικά στα παλιά μου λημέρια δεν θα μπορούσα να κυνηγήσω.
Κράτος–αρωγός στους παρανομούντες
Όπου κι αν τουφεκούσα, τα σκάγια θα έφταναν στην ταράτσα κάποιου οικιστή, νόμιμου ή παράνομου δεν έχει σημασία, κάποιου πιθανώς άμοιρου ευθυνών ο οποίος ίσως, μάλιστα, να τρόμαζε ο άνθρωπος ή ακόμη χειρότερα, ίσως από το θόρυβο του όπλου μου να φοβόντουσαν τα παιδιά του και κάτι τέτοιο δεν θα το επέτρεπα ποτέ να συμβεί. Κι έτσι έφυγα απλά, όπως φύγαμε όλοι, πλην ελαχίστων, από αυτά τα μέρη.
Αφού οι κυνηγότοποι έγιναν οικισμοί χωρίς να κάνουμε τίποτα για να αποτρέψουμε αυτή την πορεία. Αφού οι κυνηγότοποι χάθηκαν άπαξ και δυστυχώς δια παντός από την Αττική γη με την ανοχή όλων μας και βέβαια με την ανοχή και τις ευλογίες του ελληνικού κράτους. Ενός κράτους που εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια, επιβραβεύει τους θρασείς και τους αυθαιρετούντες, χαρίζει γη στους καταπατητές, νομιμοποιεί παρανομίες και δίνει ρεύμα, παρέχει νερό και όλα τα καλούδια στα αυθαίρετα που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια.
Τραγική κατάσταση
Κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσα αυθαίρετα χτίζονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Κάποιοι απαισιόδοξοι μιλούν για 40.000 αυθαίρετα το χρόνο σε όλη τη χώρα και περίπου 16.000 –μια μικρή πόλη– μόνον στην Αττική! Κάποιοι άλλοι εκτιμούν ότι χτίστηκαν πάνω από 1300 αυθαίρετα μόνον στο πρώτο εξάμηνο του 2007 και μόνο στην Αττική! Όποια κι αν είναι η αλήθεια, ένα είναι βέβαιο: η κατάσταση είναι τραγική.
Και είναι διπλά τραγική γιατί μέσα σε αυτό το χάλι που επικρατεί ούτε για τον χωροταξικό σχεδιασμό της νόμιμης δόμησης μπορεί να γίνει λόγος, παρ’ όλο που οι 8.000–9000 νέες οικοδομές οι οποίες ανεγείρονται κάθε έτος είναι ένα διόλου ευκαταφρόνητο νούμερο. Κάπως έτσι χάθηκαν πολύ γρήγορα οι κυνηγότοποι από τη Σύρο, από τη Μύκονο κι από τόσα άλλα μέρη της Ελλάδας. Μένει να δούμε πόσος χρόνος μάς απομένει να χαθούμε κι εμείς οι κυνηγοί απ’ την Αττική γη.
Τσιμέντο να γίνει!
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο πληθυσμός της Ανατολικής Αττικής αυξάνεται με ρυθμούς που τον κατατάσσουν πρώτο σε αύξηση στην Ελλάδα, ενώ την τελευταία δεκαετία υπάρχουν περιοχές των οποίων ο πληθυσμός έχει αυξηθεί κατά 140% και οικοδομούνται με ταχύτατους, σχεδόν εκρηκτικούς ρυθμούς. Νέα Μάκρη, Ραφήνα, Λούτσα, Αρτέμιδα, Διόνυσος Κουβαρά, Κακιά Θάλασσα, Δασκαλειό, Βρωμοπούσι, Πόρτο Εννιά, είναι μερικά μόνο από τα ονόματα των κηδευθέντων δια παντός κυνηγοτόπων, θύματα της νεοελληνικής αυθαιρεσίας όπου τα κακότεχνα και κακόγουστα κτίσματα τείνουν να ενωθούν όλα μαζί.
Πολύ φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια οι ακτές μας θα μοιάζουν με τοπίο από ταινία του Φελίνι, σαν μια άναρχη και υποβαθμισμένη, πάμφτωχη παραλιακή πόλη, που στα βρομερά νερά της θα συνωστίζονται κατά χιλιάδες οι πληβείοι. Και τι να πει κανείς για τις ακτές της Κορινθίας, της Χαλκιδικής ή της Ευβοίας! Τα αυθαίρετα σε όλη τη χώρα ξεπερνούν το 1.000.000, κατακλύζουν τα πάντα και τα τσιμέντα στρώνονται ακόμη και έξω από τις τρύπες των βράχων της θαλάσσης.
Στα παλιά τους τα παπούτσια…
Στην Ελλάδα της ημιπαρανομίας και της δημόσιας αγκύλωσης, λίγο θράσος χρειάζεται –όχι πολύ– κι ένας ετοιμοθάνατος παππούς για να αποδεχτούμε την υποτιθέμενη «κληρονομιά» του.
Μεμιάς θα βρεθούμε με συμβόλαια να τα κραδαίνουμε σε όποιον τολμήσει να μας ενοχλήσει. Φερέλπιδες κάτοχοι ενός ωραιότατου πρώην δάσους ή ενός παραλιακού «αγροτεμαχίου», το οποίο όσα έξοδα και να κάνουμε σε δικαστήρια και δικηγόρους –αν μας μηνύσει κανείς– σίγουρα θα μας κοστίσουν πολύ λιγότερο από την αξία του ακινήτου.
Άλλωστε, όταν το ακίνητο αξίζει πολλές δεκάδες χιλιάδες ευρώ, είναι βέβαιο ότι θα βρεθούν οι «αρραβωνιάρηδες», αυτοί δηλαδή που θα αναλάβουν όλη την παραπάνω βρόμικη δουλειά για λογαριασμό μας. Σημασία έχει ότι το αυθαίρετό μας δεν θα το γκρεμίσει ποτέ κανείς, όπως όλων των άλλων άλλωστε, και άμα κάνουμε υπομονή θα πάρει και νερό και ρεύμα, όπως όλων των άλλων άλλωστε… Οι ανεκτέλεστες αποφάσεις κατεδάφισης των Πολεοδομιών και των Δασαρχείων είναι πλέον εκατοντάδες χιλιάδες και μόνον στην Αττική εκδίδονται πάνω από χίλια πρωτόκολλα κατεδάφισης το χρόνο.
Αναζητείται δασολόγιο!
Σε εκατομμύρια ευρώ ανέρχονται επίσης τα πρόστιμα που επιβάλλουν τα Δασαρχεία για αυθαίρετα επί δασικών εκτάσεων τα οποία, με τροπολογία νόμου, δεν βεβαιώνονται για είσπραξη στις Δ.Ο.Υ. μέχρι να γίνει το… Δασολόγιο και οι δασικοί χάρτες. Ένα δασολόγιο που ξεκίνησε το 1980 και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ένα κτηματολόγιο που επίσης δεν ολοκληρώθηκε, ούτε πρόκειται να ολοκληρωθεί ποτέ, αφού είναι αδύνατο να καταγράψει τα αυθαίρετα και τα καταπατημένα χωρίς να τα νομιμοποιήσει με τον έμμεσο αυτό τρόπο, ούτε μπορεί να μην τα καταγράψει, βέβαια, αφού έτσι αυτοκαταργείται.
Στο χρηματιστήριο των αυθαιρέτων
Τα αυθαίρετα πλέον μπαίνουν σε μια νέα φάση ωρίμασης στην οποία πολλοί αγοράζουν γη και ακίνητα σε αυτές τις περιοχές, ακόμη και για επένδυση, αφού η τιμή της γης εκτοξεύθηκε στα ύψη. Τα κτίσματα, δε, έχουν πάψει στην πλειονότητά τους να μοιάζουν με παράγκες και σε αρκετές περιπτώσεις κοστίζουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Μέσα σε αυτό το βασίλειο της ασυδοσίας, μοιάζει να βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να υποχρεώσει το ελληνικό δημόσιο να καταβάλει σε ιδιοκτήτη νόμιμου ακινήτου αποζημίωση 38.500 ευρώ επειδή επί χρόνια αρνιόταν να κατεδαφίσει παράνομο και αυθαίρετο τοιχίο μπροστά από την οικία του θιγόμενου.
Παγκόσμια πρωτοτυπία
Με μια ιστορική του απόφαση, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι θίγονται τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του ανθρώπου, όταν αυτός που έχει κτίσει νόμιμα προσπαθεί ανεπιτυχώς επί χρόνια να πείσει για το αυτονόητο, για το ότι δηλαδή θα πρέπει να γκρεμιστεί το αυθαίρετο που ξεφύτρωσε σε μια νύχτα μπροστά του. Ασφαλώς και οι ευρωπαίοι αδυνατούν να μας καταλάβουν και να μπουν στην παλιά και γνώριμη σε όλους μας πελατειακή νοοτροπία με την οποία κυβερνώντες και κυβερνώμενοι επί δεκαετίες συνδέονται σε αυτόν τον τόπο.
Στου Όθωνα τα χρόνια…
Το πρόβλημα των αυθαιρέτων στην Ελλάδα μπορεί να μοιάζει στις μέρες μας με ένα μεγάλο σπυρί έτοιμο να σπάσει, ωστόσο δεν είναι καινούργιο. Αντίθετα, είναι πάρα πολύ παλιό, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι Έλληνες πρώτα έφτιαχναν τα σπίτια τους όπως–όπως, και μετά ερχόταν το κράτος να τα νομιμοποιήσει. Από την εποχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, η δόμηση ήταν ουσιαστικά ανεξέλεγκτη.
Οι Βαυαροί που προσπάθησαν να φτιάξουν το πρώτο σχέδιο πόλης της Αθήνας, πραγματικά απηύδησαν με τους Έλληνες που έχτιζαν οπουδήποτε τους εξυπηρετούσε. Το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, του Κλεάνθη και Ζάουμπερτ, έμελλε να μην εφαρμοσθεί ποτέ αφού οι μεγάλες λεωφόροι που προέβλεπε και οι τεράστιοι υπό προστασία αρχαιολογικοί χώροι απαιτούσαν γκρεμίσματα και απαλλοτριώσεις που κανείς δεν ήθελε, ούτε είχε τα χρήματα για να πληρώσει.
Ούτε ιερό, ούτε όσιο
Οι αναθεωρήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, με τους πρώτους κατοίκους των Αθηνών να χτίζουν σύμφωνα με τις πενιχρές οικονομικές τους δυνατότητες οπουδήποτε τους βόλευε, ή όπου έμοιαζε ο τόπος με την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία των Αναφιώτικων στην Πλάκα, στο λόφο της Ακρόπολης, τον οποίο ακόμη και το μαντείο των Δελφών είχε απαγορεύσει να χτιστεί, προφανώς για να προστατέψει την ιερότητα του βράχου της Ακρόπολης.
Η παράδοση θέλει τα πρώτα δύο δωμάτια να χτίζονται από δύο εργάτες, από αυτούς που είχε φέρει ο Όθωνας από την Ανάφη και να μη γκρεμίζονται αφού οι χωροφύλακες που πήγαν τους λυπήθηκαν. Δίπλα σε αυτούς προσέτρεξαν πολλοί άλλοι, μέχρι που δημιουργήθηκε ολόκληρη συνοικία και κάτι παρόμοιο έμελλε να συμβεί σε πολλές ακόμη συνοικίες της Αθήνας.
Ανθρώπινα δράματα και συμφέροντα
Όλα αυτά τα χρόνια, από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους μέχρι την αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου και μετέπειτα, το κράτος νομιμοποιούσε εκ των υστέρων τις αυθαιρεσίες ή ακόμη παραχωρούσε γη σε αυτούς που την είχανε καταπατήσει, είτε για να εξυπηρετήσει μικροσυμφέροντα είτε για να καλύψει πραγματικές ανάγκες.
Οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις των μεγάλων τσιφλικιών που επέβαλε ο Βενιζέλος από την εποχή του μεσοπολέμου και μέχρι το 1932 και η γη που διένειμε στους συνεταιρισμούς των γηγενών αγροτών και στους πρόσφυγες, κάλυψε πραγματικές ανάγκες για την επιβίωση των 1,3 εκατομμυρίων προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, αλλά κάλυψε και την ανάγκη νομιμοποίησης χιλιάδων φτωχών αγροτών που είχαν καταλάβει αυθαίρετα τα μεγάλα τσιφλίκια που υπήρχαν μέχρι τότε και ζούσαν κάτω από την ανοχή των ιδιοκτητών, της πολιτείας και του Κράτους.
Γιατί συνεχίζεται η ανοχή;
Η ίδια ανοχή επιδείχθηκε επίσης όταν χιλιάδες άνθρωποι στη μεταπολεμική Ελλάδα που σπάραζε από τον εμφύλιο πόλεμο, ήρθαν στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή. Οι ρυθμοί προσέλευσης των εσωτερικών μεταναστών ήταν πραγματικά τρομακτικοί και κάτω από την πίεση για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών όλων αυτών που εγκατέλειψαν τα χωριά τους χωρίς μία δραχμή στην τσέπη τους, το Κράτος έκλεισε τα μάτια στα αυθαίρετα, τα οποία χτιζόντουσαν συνεχώς στις νέες συνοικίες που πρώτα δημιουργούνταν και κατόπιν έμπαιναν στο σχέδιο πόλης και νομιμοποιούνταν.
Η πρακτική επομένως του χτίζω σήμερα χωρίς άδεια και περιμένω αύριο όχι το γκρέμισμα αλλά τη νομιμοποίηση του κτίσματός μου, είναι μια πολύ παλιά τακτική και δυστυχώς η μόνη που είχε ήδη εφαρμοστεί στην Ελλάδα. Μόνον που στις περιπτώσεις που προαναφέραμε, η ανοχή του κράτους υπήρξε γιατί υπήρξαν πραγματικές και μεγάλες ανάγκες του ελληνικού λαού. Σήμερα, όμως, όπως και τα τελευταία χρόνια, η ανοχή του κράτους γιατί υπάρχει;
Μια απάνθρωπη πόλη
Μια εξήγηση στην οποία πολλοί αρέσκονται, βασίζεται στο γεγονός ότι η Αθήνα έγινε μια πραγματικά απάνθρωπη πόλη κι επομένως η ανάγκη για εξοχική κατοικία ήταν μια ζωτική ανάγκη των Αθηναίων, οι οποίοι δικαίως απόλαυσαν την ανοχή του κράτους στο χτίσιμο του αυθαιρέτου τους, σε μικρές εκτάσεις, φθηνά και οικονομικά για όλα τα βαλάντια. Σε ό,τι αφορά αυτή την καλή δικαιολογία, η μόνη σωστή διαπίστωση που εμπεριέχει, φαίνεται να είναι ότι η πόλη των Αθηνών έγινε πράγματι μια απάνθρωπη πόλη.
Για λίγο χώμα
Αν και όλοι σχεδόν τη γνωρίζουμε, έχει ενδιαφέρον να δούμε μια έρευνα της EUROSTAT, η οποία καταδεικνύει ότι η Αθήνα κατέχει την τελευταία θέση μεταξύ 31 ευρωπαϊκών πόλεων ως προς το βαθμό ικανοποίησης των κατοίκων της. Το 95% βρίσκουν την πόλη θορυβώδη, το 72% βρόμικη, το 96% με αυξημένη ρύπανση και το 65% με έλλειψη πρασίνου. Γι’ αυτό και το 54% των Αθηναίων, σύμφωνα με το βαρόμετρο VPRC του Σκάι, δήλωσε ότι θα μετακόμιζε ευχαρίστως εάν του δινόταν η ευκαιρία! Δεν είναι επομένως καθόλου παράξενο το ότι πάρα πολλοί θέλησαν ένα εξοχικό για να μην ψήνονται τα καλοκαίρια, ένα σπίτι χωρίς θέα στον ακάλυπτο των πολυκατοικιών, να πιάσουν λίγο χώμα, βρε αδελφέ, εν τέλει.
Παρ’ όλα αυτά, θα περίμενε κανείς σε μια ευνομούμενη πολιτεία το ίδιο το κράτος, με τους νόμους και τις υπηρεσίες του, να φροντίσει να καλύψει τις ανάγκες της εξοχικής κατοικίας, όπου υπάρχουν. Και όχι να επιτρέψει, κλείνοντας πονηρά το μάτι, σε εργολάβους και αυθαιρετούχους να χτίσουν κάθε σπιθαμή γης με κακότεχνα και αμφίβολης αντοχής κτίσματα, ολωσδιόλου ανεξέλεγκτα.
Η επιδημία της τροπολογίας
Γιατί ο νόμος 3212 του 2003 που επέτρεψε την ηλεκτροδότηση των αυθαιρέτων, εάν δεν είναι «κλείσιμο του ματιού» τότε τι άλλο μπορεί να είναι; Ή μήπως η εγκύκλιος του ΥΠΕΧΩΔΕ το 1994, για την «κατ’ εξαίρεση» σύνδεση με τα δίκτυα ύδρευσης και την ηλεκτροδότηση αυθαιρέτων, των οποίων οι ιδιοκτήτες τους έπασχαν από ανίατες ασθένειες, ήταν κάτι διαφορετικό; Χιλιάδες παράνομες συνδέσεις έγιναν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, μέχρι που ο τότε νομάρχης πήγε κατηγορούμενος στον Εισαγγελέα, αφού όλοι βλέπετε αρρώστησαν ξαφνικά και… βαρύτατα.
Την εποχή των συνθημάτων
Για να μην πάμε στο 1983, όταν βασίλευε το σύνθημα του μακαρίτη Αντώνη Τρίτση, «αν το δηλώσεις μπορεί να το σώσεις» που δηλώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες αυθαίρετα τα οποία υποτίθεται ότι θα ήταν τα τελευταία που χτίζονται στην Ελλάδα και τα οποία κρίθηκαν ως «μη κατεδαφιστέα», ούτε πιο παλιά όταν επί Χούντας μοιράζανε σωρηδόν «άδειες λυομένων», ακόμη και επί δασικών εκτάσεων ή δίνανε άδειες για ξενοδοχειακά συγκροτήματα μέσα στα πεύκα, μοιράζανε δημόσια δασική γη σε εκατοντάδες οικοδομικούς συνεταιρισμούς και δημιουργήσανε δικαιώματα κυριότητας σε χιλιάδες στρέμματα δασικής γης με βαρύτατες συνέπειες για το περιβάλλον που φθάνουν μέχρι τις μέρες μας. Και ας μην ξεγελαστεί κανείς ότι τέτοιου είδους βολέματα έκανε μόνον η Χούντα.
Τα προνομιακά στους «ημετέρους»
Όλα τα προηγούμενα της Χούντας χρόνια, το Υπουργείο Γεωργίας μοίραζε τη γη σε όσους την είχανε καταπατήσει με «παραχωρητήρια», ή άλλοτε σε επιφανείς Αθηναίους το Υπουργείο Οικονομικών έδινε μεγάλα κομμάτια δημόσιου δάσους, έτσι για να φτιάξουνε κι αυτοί το εξοχικό τους, να παίρνουν τον… αέρα τους.
Τι να πει κανείς για το παραχωρητήριο Σούτσου, το παραχωρητήριο Προμπονά και πολλά άλλα στη ζώνη του Σουνίου. Μην παραξενευτείτε γιατί εσείς και οι δικοί σας μάλλον δεν ήξεραν τίποτα για όλα αυτά. Αυτά τα κομμάτια γης δίνονταν πάντοτε σε… «ημετέρους».
Ενοχή και συνενοχή
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι όλες αυτές οι ανίερες παραχωρήσεις έκαναν το ελληνικό κράτος να αισθανθεί ένοχο και ίσως αυτή να ήταν η αιτία που έδειξε τέτοια ανοχή στις μαζικές αυθαιρεσίες των πολιτών του. Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, να θέλησε να αποκαταστήσει το αίσθημα δικαίου που το ίδιο με τις πράξεις του είχε βαρύτατα πληγώσει. Ίσως πάλι, δείχνοντας την ανοχή του στις αυθαιρεσίες του κοσμάκη, να έκανε τους πάντες συνενόχους του στα δικά του παιχνίδια εξουσίας και συμφερόντων.
Παρ’ όλα αυτά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι με αυτόν τον τρόπο που επεκτάθηκε η εξοχική κατοικία στην Ελλάδα, έγινε προσιτή στον καθένα, ακόμη και στους πλέον φτωχούς, αν και δεν είναι δυνατό να δικαιώσουμε ή να δικαιολογήσουμε με αυτή μας την παραδοχή μια παράνομη πράξη. Αλίμονο στους ανθρώπους και στις κοινωνίες που δικαιολογούν τις παρανομίες τους, προβάλλοντας μια ανάγκη. Κι όμως, αυτό ακριβώς έγινε πάμπολλες φορές στο θέμα της δόμησης, για άλλους δικαίως, για άλλους αδίκως, μα για όλους με βαρύτατες συνέπειες, ιδίως για τις μελλοντικές γενιές.
Παλιά μου τέχνη κόσκινο
Ωστόσο, αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί η Αθήνα έγινε μια απάνθρωπη πόλη. Μήπως επειδή και η Αθήνα χτίστηκε σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετα κάτω από την ανοχή του κράτους; Γιατί όταν έρχεσαι εκ των υστέρων να νομιμοποιήσεις την αυθαιρεσία, κι αυτό το κάνεις για να εξυπηρετήσεις του πάντες χωρίς να ζημιώσεις κανέναν, τότε είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσεις να προβλέψεις χώρους για πράσινο, κοινόχρηστους χώρους, ούτε καν δρόμους, ενώ παράλληλα είσαι υποχρεωμένος να δεχθείς μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση από τα τοπικά συμφέροντα.
Και τα τοπικά συμφέροντα θα θέσουν τους δικούς τους όρους και το αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι μια άθλια οικοδόμηση για κάθε τετραγωνικό εκατοστό οικοπέδου, στις περισσότερες από τις συνοικίες της Αθήνας.
Τι μπορούμε να περιμένουμε;
Εάν δεχθούμε επομένως ότι η ανοχή του Κράτους που προαναφέραμε, είναι υπεύθυνη για το ότι η Αθήνα κατάντησε μια απάνθρωπη πόλη, τότε τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε για την Αττική, για τις ακτές της Εύβοιας, της Κορίνθου και της Χαλκιδικής, όπου η ίδια και απαράλλαχτη ανοχή επιδεικνύεται σε κάθε είδους αυθαιρεσία;
Μήπως, αφού χτιστούν αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα όλες οι όμορφες ακτές της Ελλάδας, αναζητήσουμε πάλι ένα νέο εξοχικό, αυτή τη φορά για να γλιτώσουμε από την απάνθρωπη εξοχική μας κατοικία;