KEIMEΝΟ: ΚΕΛΛΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Η Μικρή Βενετία © AP Photo/Derek Gatopoulos
Εντυπώσεις από ένα νησί αγνώριστο, γοητευτικό, βγαλμένο από παλιές αφηγήσεις.
Κάθε φορά που πηγαίνω στη Μύκονο μπαίνω στην ίδια διαδικασία. Ψάχνω να βρω τη μαγεία που μου έχει περιγράψει ο μπαμπάς μου από τα νιάτα του, τότε που το νησί υποδεχόταν εγκάρδια τους τολμηρούς περιηγητές, οι οποίοι έφταναν έως εκεί ταξιδεύοντας ώρες για να νιώσουν ελεύθεροι και ζωντανοί. Μέσα από τις αφηγήσεις του έχω φτιάξει με τον νου μου εικόνες με πράσινα νερά, απάτητες αμμουδιές, φιλόξενους Μυκονιάτες να βγαίνουν από τα σπίτια τους για να κοιμίσουν τους ενθουσιώδεις «ξένους» – μια και δεν υπήρχαν τουριστικές υποδομές. Πάντα ζηλεύω που δεν πρόλαβα να δω έτσι αυτό το νησί. Όταν είμαι εκεί, παραμερίζω νοητά τις ορδές του κόσμου, απομονώνω τις ξαπλώστρες, τις σαμπανιέρες, τα μπουζούκια και τους λογής ενοχλητικούς θορύβους για να εντοπίσω εκείνη τη μαγεία. Και πάντα αποτυγχάνω και καταλήγω να λέω θιγμένη ότι εμένα δεν μου ταιριάζει η Μύκονος. Φέτος όμως, ζούμε το καλοκαίρι που όλα είναι αλλιώς.
Η επιφυλακτικότητά μου, ξεκινώντας για τη Μύκονο την προηγούμενη Πέμπτη, αφορούσε το εγχείρημα «εξόρμηση στον απόηχο πανδημίας» και όχι τον ίδιο τον προορισμό. Έφτασα στο αεροδρόμιο με τη μάσκα μου, περίπου μία ώρα πριν από το προβλεπόμενο, από το άγχος μου μήπως και με τις «νέες», άγνωστες διαδικασίες καθυστερήσω υπερβολικά. Αλλά όχι. Το αεροδρόμιο ήταν τόσο άδειο, που νόμιζα ότι κάτι είχε γίνει. Εννοώ κάτι άλλο από αυτό που έτσι κι αλλιώς έχει γίνει… Παρατήρησα πρώτη φορά τα πατώματα, τα φώτα κ.λπ., όπως επίσης ότι ακουγόταν στο background ελληνική μουσική. Μου φάνηκε από χαριτωμένο έως ειρωνικό ότι το soundtrack για τον κρανίου τόπο που αντίκριζα ήταν ο «Φάρος» του Κωστή Μαραβέγια. Τέλος πάντων, το σημαντικό είναι ότι φτάσαμε στη Μύκονο στην ώρα μας, ασφαλείς και καλοδιάθετοι μετά από ένα αβίαστο ταξίδι. Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο μέχρι το ξενοδοχείο, οι δρόμοι ήταν άδειοι, ο αέρας καθαρός, οι ήχοι νησιώτικοι και όχι αστικοί. Η ενέργεια ήταν αλλιώς. Το σχολιάσαμε όλοι στην παρέα και ο οδηγός του αυτοκινήτου –Μυκονιάτης– το επιβεβαίωσε, πλην όμως σφίγγοντας λίγο τα χείλη του με ανησυχία για την πορεία της τουριστικής σεζόν: «Σήμερα ήρθε ένα αεροπλάνο από Ιταλία», μας είπε τελικά. «Αυτό μας το λες για καλό;» του απάντησε περιπαικτικά ο Δημήτρης.
Σε 15 λεπτά είχαμε φτάσει στον Καλαφάτη, όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μας. Υπήρχε ένας ενθουσιασμός και μια αμηχανία από όλες τις πλευρές, μια και όλοι εγκαινιάζαμε τη σεζόν: οι μεν ως ταξιδιώτες και φιλοξενούμενοι, οι δε ως οικοδεσπότες. Σκέφτηκα για λίγο ότι φέτος θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε και θα νιώθουμε συγκίνηση με τα αυτονόητα. Ομολογουμένως το ξενοδοχείο, The Wild Hotel by Interni, δεν σου άφηνε πολλά περιθώρια για τέτοιου είδους περισπασμούς. Οπωσδήποτε σε ξεμυάλιζε. Και καθώς το σκέφτομαι εκ των υστέρων, νομίζω ότι μας παρέσυρε όλους σε μια ελευθερία και ξεγνοιασιά που δεν είχαμε προβλέψει. Βρίσκεται πάνω σε μια μικρή αμμουδερή παραλία με κρυστάλλινα πράσινα νερά. Οι ντόπιοι αποκαλούσαν παλιά το συγκεκριμένο σημείο «Οι άγριοι» (απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία Wild), γιατί συνήθιζαν να πηγαίνουν εκεί μόνο οι πιο θαρραλέοι ψαράδες. Σήμερα είναι από τις λίγες αγνές και χωρίς πρόσβαση παραλίες στο νησί. Όσο για το ίδιο το ξενοδοχείο, μου θύμισε την καλύβα της Γαλάζιας Λίμνης, σε εκδοχή 5 αστέρων και με high end design.
Το Σάββατο το βράδυ πήραμε την απόφαση να αφήσουμε για λίγο το «εθιστικό» αυτό μέρος και να πάμε έως τη Χώρα για να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι πώς είναι η Μύκονος την εποχή του κορωνοϊού – και γιατί είχαμε αρχίσει να έχουμε έναν ελαφρύ φόβο μήπως «κάτι χάνουμε». Να μαστε λοιπόν στα «απάτητα» Ματογιάννια με τα γυαλισμένα πλακόστρωτα να μαρτυρούν ότι δεν έχουμε απαρτία… Τα περισσότερα καταστήματα κλειστά ή έρημα. Τα «Άστρα» κρατούσαν ζωντανή την ανάμνηση «Mykonos by Night» με μόνες παρεκκλίσεις τη θερμομέτρηση πριν μπεις, τις κόκκινες ταινίες να φωνάζουν STOP πάνω στα σκαμπό στο εσωτερικό και τον διαρκή υπολογισμό των ατόμων, μην τυχόν και ξεπεραστεί το όριο. Έξω από ένα εκκλησάκι ένας άντρας έπαιζε κιθάρα και σιγοτραγουδούσε μέσα στην πρωτόγνωρη ησυχία – Σάββατο βράδυ στη Μύκονο. Κάποια στιγμή μπερδεύτηκα. Χάθηκα στον χωροχρόνο και νόμιζα ότι είμαι στην Αμοργό και είναι Αύγουστος. Μετά μου ήρθαν εικόνες από άλλες εποχές, αυτές που είχα φανταστεί, αλλά δεν είχα δει. Στη Μικρή Βενετία, λίγο μετά τις 2 το πρωί, κάποιοι χόρευαν αδέξια, αλλά με την ψυχή τους, στο Caprice. Είδα στο πρόσωπό τους την έπαρση ότι το νησί τούς ανήκει. Τελικά νομίζω ότι όλοι είχαμε την ίδια έπαρση. Εγώ ίσως λίγο παραπάνω, γιατί επιτέλους μπορούσα να δω μπροστά μου τη Μύκονο των αφηγήσεων. Τη Μύκονο που ποτέ δεν θα γνωρίσω.
Σύντομα το νησί μας θα ξαναγεμίσει με χιλιάδες επισκέπτες από όλα τα μέρη του κόσμου. Εύχομαι να γίνει άμεσα και με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Τώρα, όσοι έτυχε να δούμε τη Μύκονο σ’ αυτή τη μετάβαση θα κρατήσουμε καλά τη μνήμη κλειδωμένη στο μυαλό μας. Κάπως σαν ένοχη απόλαυση.
ΑΠΟ: https://www.kathimerini.gr/1085402/gallery/ta3idia/sthn-ellada/hsyxes-meres-ths-mykonoy