Οφείλουμε να πάρουμε τα παιδιά μαζί μας, να τα ξεναγήσουμε στον πραγματικό κόσμο του βουνού και τελικά να τα μάθουμε να αγαπούν τη φύση και τα πλάσματά της. Σίγουρα, μετά από όλα αυτά, θα έχουμε κερδίσει όλοι. Και αν τελικά το παιδί αγαπήσει και το κυνήγι, το κέρδος μας θα είναι διπλό.
Όταν και όπου και οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν, μπορείτε να τους δείξετε τον ήλιο που ανατέλλει πίσω από το βουνό και να τα μυήσετε στις χαρές του κυνηγίου…
Θυμάσαι πότε έπιασες τουφέκι πρώτη φορά στα χέρια σου; Οι περισσότεροι από μας είχαμε την τύχη να ανήκουμε σε κυνηγετική οικογένεια, μια και στα παλιότερα χρόνια το κυνήγι δεν ήταν απλά μια δραστηριότητα για τον ελεύθερο χρόνο αλλά κι ένας τρόπος βιοπορισμού. Έτσι, στις περισσότερες οικογένειες, ειδικά στην επαρχία, ένα ή και παραπάνω μέλη ήταν κυνηγοί και πολλοί από τους σημερινούς κυνηγούς διδάχτηκαν τα πρώτα τους κυνηγετικά βήματα από τον παππού, τον θείο, τον πατέρα κ.τ.λ.
Στον πραγματικό κόσμο της φύσης
Σήμερα, όμως, στην εποχή του Ίντερνετ, τα παιδιά πρώτα μαθαίνουν να παίρνουν τηλέφωνο και μετά να… μιλάνε. Έτσι είναι πολύ λυπηρό να βλέπουμε 14χρονα παιδιά να γεμίζουν από το πρωί τις καφετερίες και όλος τους ο κόσμος να περιστρέφεται μεταξύ μοτοσικλετών, Ίντερνετ και κινητών τηλεφώνων. Τα παιδιά αυτά, δυστυχώς, δεν είχαν την τύχη να ξεναγηθούν από κάποιον μεγαλύτερο στον πραγματικό κόσμο. Στον κόσμο του βουνού, της βελανιδιάς και του πουρναριού. Να περπατήσουν στα μονοπάτια των βουνών και να θαυμάσουν, όχι σαν τουρίστες, τον φυσικό πλούτο της πατρίδας μας. Να μάθουν να ξεχωρίζουν τα δέντρα και τους καρπούς τους, να μάθουν να διαβάζουν τα σημάδια του καιρού και να διακρίνουν στο χώμα τα χνάρια του λαγού, του λύκου και του αγριογούρουνου. Να μάθουν να κρατούν όπλο και να τουφεκάνε.
Τα παιδιά θα φέρουν την αλλαγή
Σήμερα που η κυνηγετική οικογένεια βάλλεται από τις δήθεν οικολογικές οργανώσεις, από τα συλλαβίσματα του κάθε δημοσιογράφου που θεωρεί ότι το επάγγελμά του είναι λειτούργημα για την κοινωνία, καθώς επίσης και από τις αποστειρωμένες απόψεις των εκάστοτε κυβερνήσεων, που βλέπουμε καθαρά πλέον ότι εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο τον μεγαλοεπιχειρηματία και τον κομματάρχη, είναι πια επιβεβλημένο να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα. Και επειδή η αλλαγή, όπως όλοι συμφωνούμε, θα γίνει από τα παιδιά, οφείλουμε τουλάχιστον να τους δείξουμε το δρόμο. Οφείλουμε να τα πάρουμε μαζί μας, να τα ξεναγήσουμε στον πραγματικό κόσμο του βουνού και τελικά να τα μάθουμε να αγαπούν τη φύση και τα πλάσματά της. Σίγουρα, μετά από όλα αυτά, θα έχουμε κερδίσει όλοι. Και αν τελικά το παιδί αγαπήσει και το κυνήγι, το κέρδος μας θα είναι διπλό.
Η καλλιέργεια της παιδείας που είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα μέσα στις τάξεις των κυνηγών, θα έρθει από τη νέα γενιά. Κακά τα ψέματα. Αυτός που λαθροθηρεί, είτε στο κυνήγι είτε στο περιβάλλον, εδώ και 40 χρόνια, δεν πρόκειται να αλλάξει τα μυαλά του από μια ημερίδα ή από μια συγκέντρωση κυνηγών. Ακόμη κι αν συμφωνήσει με τα αποτελέσματα της ημερίδας. Και αν ακόμη το απόγευμα στο καφενείο, φορώντας τη μάσκα της ηθικής, ρητορεύει, να είστε σίγουροι ότι το ίδιο βράδυ θα την στήσει στο καλαμπόκι για τον κάπρο που κατεβαίνει από το βουνό.
Παρέα με το γιο και την κόρη
Το διάστημα των καλοκαιρινών μηνών, πολλοί κυνηγοί κάνουν τις εκπαιδευτικές εξορμήσεις με τα σκυλιά. Έτσι, χωρίς το βάρος του όπλου και το άγχος της τουφεκιάς, μπορείτε να δείξετε στα παιδιά σας αυτή την αέναη μάχη μεταξύ του θηρευτή και του θηράματος. Να δείτε και να χαρείτε τα σκυλιά σας να ψάχνουν, να τρελαίνονται από το πάθος και τελικά να ξεπετούν το λαγό. Να ακούσετε τη μελωδία και να νιώσετε την ένταση της καταδίωξης. Να δείτε τα κόλπα του θηράματος για να ξεφύγει από τον διώκτη του και τελικά, όπως είπα παραπάνω, να ζήσετε κάθε στιγμή αυτής της αρχέγονης αναμέτρησης. Και όλα αυτά, βέβαια, παρέα με το γιο και την κόρη σας.
Το ξερό μας το κεφάλι
Φταίει όμως και το ξερό κεφάλι μας. Πολλοί φίλοι κυνηγοί, όταν τους ρωτάω αν παίρνουν μαζί τους τα παιδιά τους, μου λένε πως δεν το κάνουν γιατί τους είναι βάρος. «Κουνήθηκε και τον είδε ο λαγός κι έφυγε, έβηξε και τρόμαξε το κοπάδι με τις φάσσες, «κατουρήθηκε» στο καρτέρι τη στιγμή που ερχόταν το γουρούνι και το χάσαμε…» και άλλα τέτοια απίστευτα. Κύριοι, σας παρακαλώ! Ας χαθεί κι ένας λαγός, ας χαθεί κι ένα γουρούνι, δεν χάλασε ο κόσμος. Μην αφήσετε λοιπόν το πάθος να σας κυριεύει. Αυτό που θα κερδίσετε, θα έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από έναν σκοτωμένο λαγό.
Τα πρώτα μου βήματα
Γράφοντας αυτά τα λόγια, ήταν δύσκολο για μένα να συγκεντρωθώ, μια και κάθε λίγο μού έρχονταν στο μυαλό αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια. Αναμνήσεις τις οποίες ο χρόνος που πέρασε τις έχει κάνει τόσο πολύτιμες που αναρωτιέμαι πώς θα ήμουν σήμερα αν δεν είχα πάει εκείνο το απόγευμα στο ποτάμι για πάπιες, δώδεκα χρόνων, μαζί με τον παππού μου. Και αν σήμερα κρατάω μια Βeretta στα χέρια μου, να είστε σίγουροι ότι θα έδινα όλα τα όπλα του οπλοβαστού μου για να μπορούσα να κυνηγάω ξανά με το Pieper Bayard, με τον μαύρο καβαλάρη και τα κοκόρια του, που άλλοτε έσκαγαν και άλλοτε όχι.
Πανηγύρι με πάπιες
Ήταν θυμάμαι στην περίοδο των Χριστουγέννων. Το θερμόμετρο ήταν για μέρες κολλημένο κάτω από το μηδέν και είχε παγώσει η επιφάνεια της λίμνης Κερκίνης. Έτσι τα πουλιά δεν μπορούσαν να τραφούν και μετακινούνταν κατά μήκος ενός μικρού ποταμού που σχεδόν φτάνει στη λίμνη Δοϊράνη η οποία δεν ήταν παγωμένη. Έτσι τα πουλιά πετούσαν συνέχεια πάνω από το ποτάμι. Το ποτάμι αυτό όμως ήταν 500 μέτρα από το σπίτι μου. Γινόταν πανικός. Όποια ώρα της ημέρας και να πήγαινες, οι πάπιες γέμιζαν τον ουρανό.
Με τα δράμια
Έτσι ντύθηκα γερά και πήγαμε μαζί με τον παππού μου μπροστά από μια γκιόλα. Δεν χρειαζόταν να είσαι κρυμμένος. Τα πουλιά περνούσαν συνέχεια. Και το πανηγύρι άρχισε. Μπαμ, τίποτε. Μπουμ πάλι τίποτε. Κλικ, δεν έσκασε ο κόκορας. Η ώρα περνούσε και δεν είχε χτυπήσει ούτε μία. «Έχουν χοντρό πούπουλο και δεν πέφτουν», έλεγε και όλο έβαζε πιο χοντρά σκάγια. Τελικά με έσκασε. Είχε σχεδόν αδειάσει το φυσεκλίκι και δεν είχε πετύχει ούτε μία. Του ζήτησα το όπλο και μου το έδωσε. Το γέμισε και με δράμια και μου λέει «άιντε να δω εσένα τώρα». Εγώ από τη χαρά μου πήρα αμέσως το όπλο και περίμενα όλο αγωνία να φανεί το επόμενο κοπάδι. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και ένα κοπάδι από πάπιες πέρασε λίγο πιο μακριά από το σημείο που περνούσαν πριν. Σημάδεψα την πρώτη και έριξα. Δεν την πέτυχα, αλλά επειδή ήταν μακριά μού το συγχώρησε.
Μη φάτε, έχουμε… σούπα
Στη συνέχεια, αμέσως μετά, βλέπω μια πάπια να έρχεται ίσα πάνω μας. Περιμένω, περιμένω και την κατάλληλη στιγμή πατάω τη σκανδάλη. Κουβάρι η πάπια. Στον έβδομο ουρανό εγώ, κοίταζα τον παππού μου που δικαιολογούσε την επιτυχία μου κι έλεγε «είδες, καλά και σου έβαλα τα δράμια και έπεσε». Εγώ όμως δεν άκουγα άλλο και έτρεξα να πάρω την πρώτη μου πάπια. Έλα όμως που η πάπια έπεσε μέσα σε ένα ρεματάκι γεμάτο βατσινιές. Δεν με ένοιαζε τίποτε. Ούτε τα αγκάθια, ούτε η σκισμένη μπλούζα μου. Μόνο να βρω την πάπια που σκότωσα. Τελικά, μετά από πολλά τσιμπήματα, την είδα να ασπρίζει. Πλησίασα, την έπιασα στα χέρια μου και πάγωσα. Ήταν ένας γλάρος. Μέχρι σήμερα δεν έχω δει ποτέ μου εκεί γλάρο. Από πάνω φώναζε ο παππούς μου, «ρε ζευζέκη, γλάρο βάρεσες…;». Πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Οι άλλοι κουβαλούσαν τσουβάλια τις πάπιες κι εγώ χτύπησα έναν γλάρο… Την άλλη μέρα πήγα σπίτι και του λέω ότι οι άλλοι κυνηγοί τις χτυπάνε με 6άρια και 7άρια και πήρα την απάντηση «σε κοροϊδεύουνε ρε βλάκα, πέφτει ρε η πάπια με τα 6άρια…;».
Με τις φτέρες στην πλάτη
Ένας φίλος, αν και δεν είναι κυνηγός ακόμη, είχε την τύχη να έχει παππού κυνηγό. Και μάλιστα κυνηγό με μεγάλο πάθος και αγάπη για το λαγό. Έτσι όπως ο ίδιος μου αφηγήθηκε, «ένα πρωινό του Δεκέμβρη, όταν ήμουν ακόμη μικρό παιδί, με ξύπνησε η γιαγιά μου για να με πάρει ο παππούς μαζί του για κυνήγι λαγού στον Όλυμπο. Ο παππούς είχε ήδη ξυπνήσει και ετοίμαζε έξω τα σκυλιά και το αυτοκίνητο. Εγώ ήπια το γάλα μου και φόρεσα μια κατακόκκινη μάλλινη μπλούζα για να μην κρυώσω. Όταν την είδε ο παππούς μου, γούρλωσε τα μάτια και άρχισε να φωνάζει στη γιαγιά μου, που του εξηγούσε ότι δεν είχα άλλη μπλούζα μαζί μου. Έτσι, όλο νεύρα, ξεκινήσαμε για το κυνήγι.
Όταν φτάσαμε, ο παππούς μου με έβαλε σε ένα μέρος και μου είπε να καθίσω ακίνητος και να μη μιλάω. Σαν άγαλμα δηλαδή. Επειδή όμως δεν του άρεσε η μπλούζα μου, πήγε κι έκοψε φτέρες, τις τύλιξε και τις έδεσε πάνω μου και μάλιστα έβαλε και μέσα από το γιακά της μπλούζας, στο στήθος και την πλάτη μου. Με έκανε θάμνο. Εμένα όμως άρχισαν να μου φαγουρίζουν την πλάτη οι φτέρες και όλο κουνιόμουν. Τότε εκείνος με μια αγριοφωνάρα μου είπε να μην κουνιέμαι καθόλου. Έμεινα έτσι, ασάλευτος. Τότε νόμιζα ότι αυτό κάνουν οι κυνηγοί στο κυνήγι και το δέχτηκα.
«Είδες ρε, είδες…»
Μετά από αρκετά βασανιστικά λεπτά ορθοστασίας, ακινησίας, φαγούρας και νύστας, έγινε κάτι ανέλπιστο. Ο σκύλος του παππού μου, ο Μπέτσος, άρχισε να γαβγίζει και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ένας τεράστιος λαγός έτρεχε ευθεία πάνω μου. Εγώ τα έχασα. Δεν είχα ξαναδεί λαγό κι έτσι έκατσα ακόμη πιο ήσυχα. Δεν έπαιρνα ανάσα. Ο λαγός τότε ήρθε και στάθηκε στα πισινά του πόδια πέντε μέτρα μπροστά μου και κουνούσε τα αυτιά του χωρίς να έχει αντιληφθεί την παρουσία μου. Για μένα αυτό που έβλεπα μπροστά μου ήταν ένα όνειρο. Μετά ο λαγός έφυγε κι εγώ όλο χαρά έλεγα στον παππού μου αυτό που συνέβη. Τότε εκείνος φούσκωσε από περηφάνια και μου είπε με σοβαρό ύφος «είδες ρε, είδες…», σαν να είχε εκπληρώσει το καθήκον του, να δει ο εγγονός του λαγό.
Ανεκτίμητο δώρο
Μπορεί από τότε να έχουν περάσει πολλά χρόνια. Εγώ δεν έγινα ποτέ κυνηγός, αν και θα το ήθελα. Όμως, όσα χρόνια και να περάσουν ακόμη, ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή που τυλιγμένος στις φτέρες, είχα γίνει ένα με το δάσος, σαν να ήμουν ένα δέντρο του και έτσι είχα την τιμή να δεχτώ από το δάσος αυτό το δώρο. Να δω μπροστά μου, με κομμένη την ανάσα, ολοζώντανο τον πρώτο μου λαγό».