Παρελθόν αποτελούν οι πρώτοι 10 από τους 36 φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών. Λίγο πριν η Ελλάδα καθίσει για δεύτερη φορά στο εδώλιο του Ευρωδικαστηρίου για πλημμελή προστασία της βιοποικιλότητας, ξεκίνησε η μετάβαση στο νέο σύστημα διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, το οποίο βασίζεται σε μια κεντρική δομή και 24 αποκεντρωμένες μονάδες, υπό τη σκέπη του υπουργείου Περιβάλλοντος. Μένει πλέον να αποδειχθεί στην πράξη αν το νέο σύστημα θα αποδειχθεί καλύτερο, κάτι που εξαρτάται βέβαια και από την πρόθεση του υπουργείου Περιβάλλοντος να το στηρίξει.
Η απορρόφηση των 36 φορέων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών από τον ΟΦΥΠΕΚΑ (Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής), τον νέο φορέα για τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών, ξεκίνησε στα τέλη Δεκεμβρίου, με αρκετή καθυστέρηση. Ο πρώτοι δέκα είναι οι φορείς Eβρου – Σαμοθράκης, Δαδιάς – Λευκίμμης – Σουφλίου, Κερκίνης, Κορώνειας – Βόλβης – Χαλκιδικής, Βόρειας Πίνδου, Ολύμπου, Πάρνηθας, Σχινιά – Μαραθώνα – Υμηττού – Νοτιοανατολικής Αττικής, Τζουμέρκων – Αχελώου – Αγράφων – Μετεώρων και Θερμαϊκού κόλπου. «Αφού ολοκληρώθηκε ο διαχειριστικός και οικονομικός έλεγχος όλων των φορέων, ξεκίνησε η ενσωμάτωσή τους στον ΟΦΥΠΕΚΑ, η οποία θα ολοκληρωθεί μέσα στον Φεβρουάριο», εξηγεί ο διευθύνων σύμβουλος του οργανισμού, Κώστας Τριάντης. «Με την ενσωμάτωση και των 36 φορέων, η μετάβαση στο νέο σύστημα διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών ολοκληρώνεται».
Σύμφωνα με το νέο σύστημα, οι προστατευόμενες περιοχές θα «μοιραστούν» σε 24 αποκεντρωμένες μονάδες – για παράδειγμα, για όλη την Αττική υπεύθυνη θα είναι η Μονάδα Διαχείρισης Εθνικών Πάρκων Πάρνηθας, Σχινιά και Προστατευόμενων Περιοχών Σαρωνικού Κόλπου.
Είναι όμως έτοιμος ο ΟΦΥΠΕΚΑ να λειτουργήσει πραγματικά; «Οι 330 εργαζόμενοι στους φορείς βρίσκονταν σε εργασιακή ομηρία για πολλά χρόνια. Τώρα μετακινήθηκαν όλοι στον ΟΦΥΠΕΚΑ με τη σχέση εργασίας που είχαν και είμαστε έτοιμοι να προκηρύξουμε μέσω ΑΣΕΠ την πρόσληψή τους, καθώς το οργανόγραμμα του ΟΦΥΠΕΚΑ προβλέπει 366 θέσεις. Οπότε σε επίπεδο προσωπικού βρισκόμαστε από την πρώτη στιγμή σε καλό επίπεδο», εξηγεί ο κ. Τριάντης. «Ομως το βασικότερο είναι ότι, με τη νέα δομή, όλο το γραφειοκρατικό κομμάτι θα έρθει στην κεντρική υπηρεσία του ΟΦΥΠΕΚΑ –που είναι ήδη στελεχωμένη με 20 άτομα– και τα στελέχη των 24 αποκεντρωμένων μονάδων θα μπορούν να εστιάσουν στη μελέτη και προστασία των περιοχών τους, δηλαδή στο πραγματικό τους αντικείμενο».
Σε ερώτηση της «Καθημερινής» για τους 8 φορείς διαχείρισης (ανάμεσα σε αυτούς οι Κυκλάδες και η ανατολική Κρήτη) που ιδρύθηκαν το 2018 και δεν απέκτησαν ποτέ προσωπικό (έμειναν μόνο με διοικητικά συμβούλια), ο κ. Τριάντης διευκρινίζει ότι σε πρώτη φάση θα καλυφθούν από την κεντρική υπηρεσία, μέχρι να στελεχωθούν.
Eνα από τα βασικά ζητήματα κριτικής στο νέο σύστημα είναι τα περιθώρια ανεξαρτησίας του, καθώς οι 24 μονάδες είναι πλέον υπηρεσίες ενός οργανισμού του υπουργείου Περιβάλλοντος (οι φορείς διαχείρισης ήταν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου) και δύσκολα οι υπάλληλοι θα δημοσιοποιήσουν τη διαφωνία τους, λ.χ. με κάποιο έργο.
«Οι φορείς έκαναν περίπου 7.500 γνωμοδοτήσεις ετησίως για έργα σε περιοχές Natura. Οι εισηγήσεις αυτές θα γίνονται εις το εξής από την αποκεντρωμένη μονάδα προς τη διοίκηση του ΟΦΥΠΕΚΑ και κατά τη γνώμη μου θα είναι πολύ πιο ισχυρές. Ο ΟΦΥΠΕΚΑ είναι ένας ενιαίος οργανισμός, θεσμικά κατοχυρωμένος και περισσότερο ενισχυμένος. Δεν μπορώ να σκεφτώ πώς στο πλαίσιο μιας αδειοδότησης ενός έργου θα μπορεί να αγνοηθεί τυχόν αρνητική γνωμοδότηση του ΟΦΥΠΕΚΑ».
Μάχες, προσπάθειες, νίκες και ήττες 21 ετών για το περιβάλλον
Ο πρώτος φορέας διαχείρισης προστατευόμενης περιοχής στη χώρα μας ιδρύθηκε στη Ζάκυνθο το 2000 και ακολούθησε, το 2002, ο φορέας Σχινιά – Μαραθώνα. Και στις δύο περιπτώσεις κοινό χαρακτηριστικό ήταν… η προσπάθεια του τότε ΥΠΕΧΩΔΕ να αποφύγει η Ελλάδα καταδίκες από το Ευρωδικαστήριο για την κατάσταση που επικρατούσε στις δύο περιοχές Natura. Ακολούθησε το 2002 η «μαζική» ίδρυση 25 φορέων, ενώ τα επόμενα χρόνια προστέθηκαν και άλλοι, οι τελευταίοι 8 το 2018.
Το σύστημα των φορέων διαχείρισης των περιοχών Natura είχε αρκετά προβλήματα. Κατ’ αρχάς, μέχρι το 2018 οι φορείς κάλυπταν μόλις το 25% των προστατευόμενων περιοχών της χώρας, ενώ το 2018 η αρμοδιότητά τους επεκτάθηκε «στα χαρτιά» στο 100% των περιοχών Natura, χωρίς να υποστηριχθεί αντίστοιχα με προσωπικό και πόρους. Οι φορείς διαχείρισης υποχρηματοδοτούνταν διαχρονικά και από διαφορετικές πηγές –κυρίως από τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης– και όχι από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα ανά διαστήματα να υπάρξει πρόβλημα ακόμη και στη μισθοδοσία των εργαζομένων τους. Επίσης, ως εποπτευόμενοι από το υπουργείο Περιβάλλοντος οργανισμοί, στους οποίους ο εκάστοτε υπουργός διόριζε το διοικητικό συμβούλιο, είχαν κάποιες φορές ως επικεφαλής τοπικούς «κομματάρχες», άσχετους με το αντικείμενο ή «χρωματισμένους» πολιτικά.
Από την άλλη πλευρά, οι φορείς διαχείρισης ουσιαστικά σήκωσαν όλο το βάρος της προστασίας των πολύτιμων ειδών και οικοτόπων στην Ελλάδα την τελευταία 15ετία. Εδωσαν πολλάκις μάχες σε τοπικό επίπεδο (άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε όχι) και κατάφεραν με το πέρασμα των ετών να γίνουν μια «υπολογίσιμη δύναμη» για την προστασία του περιβάλλοντος, παρά τη διαχρονική απαξίωσή τους από το υπουργείο Περιβάλλοντος. Πολλοί δε από τους προέδρους των φορέων διαχείρισης άφησαν σημαντικό έργο: χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αείμνηστος καθηγητής του ΑΠΘ Θεμιστοκλής Κουιμτζής, πρόεδρος του φορέα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα – Κίτρους το 2006-2019.