O φυσικός κόσμος είναι ένα θαύμα μοναδικό και φαντασμαγορικό», λέει με τη μπάσα φωνή του ο αφηγητής Ντέιβιντ Άτενμπρο, καθώς εικόνες άγριων ζώων που κατακλύζουν μια σαβάνα περνούν από την οθόνη. «Αν δράσουμε αμέσως, μπορούμε να επανορθώσουμε», προσθέτει ο Βρετανός φυσιοδίφης και παρουσιαστής, αναφερόμενος στην ανάγκη να σώσουμε και να προστατεύσουμε τα ζώα και τα φυτά που έχουμε θέσει σε κίνδυνο έπειτα από δικές μας επεμβάσεις εκατοντάδων ετών στη φύση.
Διατρέχουμε τον κίνδυνο να χάσουμε σχεδόν το 18% των ειδών των φυτών και το 22% των ειδών των θηλαστικών του πλανήτη, αν η μέση θερμοκρασία της Γης ανέλθει κατά 2 βαθμούς Κελσίου έως το 2100, εκτιμούν οι ειδικοί. Η κλιματική αλλαγή αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες που οδηγούν στην απώλεια της βιοποικιλότητας. Συνεπώς, οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων, οι οποίοι αναζητούν λύσεις στο πρόβλημα αυτό, πρέπει να γνωρίζουν πώς θα επηρεαστούν τα φυσικά είδη από τις μελλοντικές αλλαγές στο κλίμα. Μήπως, όμως, οι επιστημονικές γνώσεις και μέθοδοι που διαθέτουμε βοηθούν να προβλέψουμε με ακρίβεια πώς οι αλλαγές στα οικοσυστήματα και στο κλίμα θα επιδράσουν στα διάφορα είδη;
Ένας ικανός αριθμός επιστημόνων, εργαστηρίων, νεοφυών επιχειρήσεων και κυβερνήσεων διεξάγουν εξ αποστάσεως αλλά και επί τόπου εργασίες για τη συμπεριφορά του κλίματος τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και για τις πιθανές κλιματικές αλλαγές έως τα τέλη του αιώνα. Τουλάχιστον το 25% των ειδών του κόσμου, που εκτιμάται ότι αγγίζουν τα 8,7 εκατομμύρια, ενδέχεται να μετατοπίζονται ήδη, προειδοποιούν οι ειδικοί, καθότι η αλλαγή του κλίματος και οι ανθρώπινες δραστηριότητες αλλοιώνουν το φυσικό τους περιβάλλον. Για τους ίδιους λόγους, σχεδόν ένα εκατομμύριο ειδών πανίδας και χλωρίδας μπορεί να εξαφανιστούν μέσα στις επόμενες δεκαετίες, αναφέρει η έκθεση της IPBES. Η μελέτη τονίζει, επίσης, ότι τα είδη κινδυνεύουν ολοένα περισσότερο, καθώς η κλιματική αλλαγή επιδρά πάνω τους συνδυαστικά με τις αλλαγές στη χρήση της γης και την υπερεκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων, παράγοντες που επιβαρύνουν επιπλέον τα άγρια είδη.
Δεν αντιμετωπίζουμε μόνο τον κίνδυνο της εξαφάνισης φυσικών ειδών. Η απώλεια της βιοποικιλότητας μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην υγεία μας, αν οι υπηρεσίες που μας παρέχει η φύση πάψουν να καλύπτουν τις ανάγκες μας, προειδοποιεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ). Η έλλειψη ποικιλίας φυτικών γονιδίων εξαιτίας της απώλειας ειδών χλωρίδας μπορεί να καταστήσει τις καλλιέργειες ευπαθείς σε παράσιτα και ασθένειες, πλήττοντας την ασφάλεια των τροφίμων σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, το απόθεμα φαρμακευτικών φυτών που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ασθενειών του ανθρώπου μπορεί να συρρικνωθεί.
Κάθε είδος χλωρίδας και πανίδας ευημερεί αποκλειστικά υπό συγκεκριμένες κλιματικές συνθήκες, τις οποίες η επιστημονική κοινότητα αποκαλεί «κλιματικό περίβλημα». «Πρόκειται για ένα ιδανικό πλαίσιο διαβίωσης», λέει ο δρ Σάμιουελ Όλμοντ, υπεύθυνος Κλιματικών Εφαρμογών στην Υπηρεσία για την Κλιματική Αλλαγή του Κοπέρνικου (C3S). «Οι μεταβολές στη θερμοκρασία ή στις βροχοπτώσεις πέραν αυτού του πλαισίου, για ένα δέντρο φερ’ ειπείν, θα έχουν επιπτώσεις στην ανάπτυξη και την αναπαραγωγή του είδους αυτού, αν δεν καταφέρει να προσαρμοστεί. «Οι αλλαγές στο κλίμα του ενδιαιτήματός τους είτε προκαλούν δυσκολίες στον βιολογικό μηχανισμό ζώων και φυτών είτε εξωθούν τα είδη να μεταναστεύσουν σε τόπους όπου επικρατούν συνθήκες παρόμοιες με αυτές που προτιμούν. Κάποια εξ αυτών, βέβαια, μπορεί να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να επιβιώσουν.
Ενδεχομένως υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες. Συχνά, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει έμμεσα τα άγρια είδη, σύμφωνα με τον δρα Μαρκ Έρμπαν, επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ. «Δεν είναι λίγες οι φορές που ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής στη βιοποικιλότητα προκύπτει κατά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ειδών. Ίσως ο αριθμός κάποιων ειδών να μη φθίνει λόγω δυσκολίας προσαρμογής στην άνοδο της θερμοκρασίας, αλλά επειδή η ανεύρεση τροφής δεν είναι πλέον δυνατή ή επειδή η αλλαγή της θερμοκρασίας προκάλεσε την εμφάνιση ενός καινούργιου θηρευτή ή μιας νέας ασθένειας», αναφέρει στο Euronews ο δρ Έρμπαν. «Ίσως πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε είδη που παίζουν σημαντικό ρόλο σε συγκεκριμένους τροφικούς ιστούς που επηρεάζονται εύκολα από την κλιματική αλλαγή. Συχνά πρόκειται για θηρευτές που είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και διαδραματίζουν ρόλο-κλειδί στο οικοσύστημα. Οποιαδήποτε επίδραση της κλιματικής αλλαγής πάνω τους επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις σε άλλα είδη».
«Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο προβλέπουμε επιτυχώς τις αντιδράσεις της βιοποικιλότητας στην κλιματική αλλαγή», λέει ο δρ Έρμπαν. «Προσώρας, προβλέπουμε το μέλλον μέσω συσχετισμών και στατιστικών. Τα στατιστικά στοιχεία βοηθούν για κάποιο διάστημα και για κάποια είδη. Όταν όμως πρόκειται για σύνθετα συστήματα, εύκολα οι προβλέψεις πέφτουν έξω. Η δυσκολία έγκειται στη βελτίωση των προβλέψεων αναπτύσσοντας μοντέλα που κάνουν χρήση βιολογικών στοιχείων και όχι στατιστικών», εξηγεί ο δρ Έρμπαν. Ο επιστήμονας από το Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ λέει πως αν στα μοντέλα για τον κλιματικό αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα συμπεριληφθούν οι φυσικές διεργασίες των ειδών (δηλαδή, η γέννηση, ο θάνατος, ο τρόπος και ο τόπος μετακίνησης), θα έχουμε μια πιο σφαιρική εικόνα για το μέλλον που περιμένει εκατομμύρια είδη. Επίσης, η προστασία των ειδών που κινδυνεύουν περισσότερο θα γίνει κύρια προτεραιότητά μας. «Αν δεν ξέρουμε ποια είδη μπορούν να προσαρμοστούν και ποια όχι, μπορεί να δαπανηθούν πολλοί πόροι για αυτά που προσαρμόζονται και να αφήσουμε τα άλλα στη μοίρα τους», λέει ο δρ Έρμπαν.
Όμως, οι ερευνητές και οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων έχουν στη διάθεσή τους ολοένα περισσότερα στοιχεία για το κλίμα, χάρη στα οποία μπορούν να κατανοούν την αναδιανομή των ειδών και των οικότοπών τους λόγω της κλιματικής αλλαγής. «Δημιουργούμε μια σειρά από ειδικά σχεδιασμένους δείκτες για την ανάπτυξη βιολογικών μοντέλων και μεθόδων παρατήρησης για όσους ασχολούνται με τη βιοποικιλότητα», εξηγεί ο δρ Όλμοντ αναφορικά με την Παγκόσμια Υπηρεσία Βιοποικιλότητας (ΠΥΒ).
«Οι κλιματικές συνθήκες που αναμένεται να διαμορφωθούν κατά τις επόμενες δεκαετίες ερευνώνται μέσω των δεδομένων της ΠΥΒ», λέει ο καθηγητής Κουν ντε Ρίντερ από το Φλαμανδικό Ινστιτούτο Τεχνολογικών Ερευνών (VITO), το οποίο συνεργάζεται στενά με τη C3S για αυτήν την έρευνα. «Η αντιστοίχιση κλιματικών δεικτών σε συγκεκριμένα είδη είναι δύσκολο έργο, καθότι το κλίμα δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει την αφθονία των ειδών και την καταλληλότητα του φυσικού τους περιβάλλοντος. Εντούτοις, η IPBES εκτιμά πως το κλίμα θα καταστεί καθοριστικός παράγοντας για το μέλλον πολλών περιοχών και ειδών. Και με αυτό ακριβώς καταπιάνεται η Παγκόσμια Υπηρεσία Βιοποικιλότητας, στρέφοντας την προσοχή της στο κλιματικό μέλλον». Ο δρ ντε Ρίντερ εξηγεί ότι η υπηρεσία θα συνδράμει όσους ασχολούνται με την προστασία των ειδών στον καλύτερο υπολογισμό των κινδύνων για τα είδη, στην ενσωμάτωση των κλιματικών παραγόντων στα εγχειρήματα προστασίας και στην ανεύρεση λύσεων για συγκεκριμένα προβλήματα, όπως η αναζήτηση τόπων μετεγκατάστασης για απειλούμενα είδη.
Οι δείκτες κλίματος-βιοποικιλότητας της Παγκόσμιας Υπηρεσίας Βιοποικιλότητας υπολογίζουν τον αντίκτυπο της θερμοκρασίας, των βροχοπτώσεων και άλλων χερσαίων, θαλάσσιων και ατμοσφαιρικών μεταβλητών όχι μόνο στη γεωγραφική κατανομή των ειδών, αλλά και στη φυσική τους κατάσταση, την αναπαραγωγή και τη συμβολή τους στα οικοσυστήματα. «Η λειτουργία όλων των δεικτών είναι παγκόσμιας κλίμακας, αλλά παρέχουμε προβλέψεις για το κλίμα και σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο», εξηγεί ο δρ Όλμοντ. Οι 80 δείκτες θα διατίθενται στους χρήστες προς ενσωμάτωση στα δικά τους μοντέλα, σύμφωνα με τη C3S. Επιπροσθέτως, η υπηρεσία παρέχει χάρτες που δείχνουν πώς μπορεί να εξελιχτούν τα κλιματικά περιβλήματα των ειδών από τώρα έως το 2100, αν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την περιβαλλοντική ανοχή των ειδών. «Μπορεί κανείς να δει σε ποιες περιοχές τα είδη θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες, πού είναι πιθανότερο να επιβιώσουν, ποια δέντρα είναι πιο ευάλωτα στην κλιματική αλλαγή, ποια είδη δέντρων πρέπει να φυτευτούν για άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής ή για προσαρμογή σε αυτήν», λέει ο δρ Όλμοντ.
Καθώς η υπηρεσία θα τεθεί σε λειτουργία στα τέλη του 2020, οι επιστήμονες της C3S έχουν ήδη διεξαγάγει δοκιμές στα δεδομένα για είδη φυτών και ζώων από όλο τον κόσμο. «Εξετάζουμε πώς θα προσαρμοστούν τα τροπικά δάση της Κεντρικής Αφρικής στην αλλαγή του καθεστώτος βροχοπτώσεων ή πώς θα επηρεαστεί η προστασία των φωκιών στη Βαλτική Θάλασσα από τις μεταβολές στην έκταση του θαλάσσιου πάγου», λέει ο δρ Όλμοντ. Στη Βραζιλία, ειδικοί μελετούν πώς θα επηρεαστεί η γεωγραφική κατανομή του χρυσομέλανα λεοντοπίθηκου, που απειλείται από τις κλιματικές συνθήκες. «Μια ανάλυση που βασίζεται σε ειδικά σχεδιασμένους κλιματικούς δείκτες έχει δείξει πως οι μελλοντικές κλιματικές συνθήκες στις προστατευόμενες περιοχές όπου ζουν τώρα οι λεοντοπίθηκοι δεν θα είναι ευνοϊκές», εξηγεί ο δρ ντε Ρίντερ. «Αυτή η γνώση, σε συνδυασμό με στοιχεία άλλων τύπων, αξιοποιείται για τον σχεδιασμό προστασίας του είδους».
Ένα άλλο απαιτητικό εγχείρημα αφορά την καταγραφή της αντίδρασης στην κλιματική αλλαγή των ζώων που μετακινούνται τακτικά. Μια εφαρμογή μελετά τη σχέση ανάμεσα στις ημερομηνίες αποδημίας των πτηνών και στις κλιματικές μεταβλητές, συνδυάζοντας δεδομένα από επιστημονικές εργασίες πολιτών με δεδομένα από γεωσκοπήσεις της C3S για εμβληματικά πτηνά σε όλη την Ευρώπη, όπως οι λευκοί πελαργοί και οι τσίφτες. «Τα δεδομένα που συγκεντρώνονται από πρωτοβουλίες όπως η e-Bird, μαζί με προσφάτως διαθέσιμες δορυφορικές λήψεις υψηλής ευκρίνειας, αποτελούν ένα πανίσχυρο και οικονομικό εργαλείο για τη μακροπρόθεσμη παρακολούθηση των αποδημητικών πτηνών και άλλων ειδών», λέει ο Χουάν Αρεβάλο, διευθυντής της Randbee, μιας συμβουλευτικής εταιρείας που εκπονεί αναλύσεις δεδομένων για φορείς περιβαλλοντικής πολιτικής. «Γνωρίζοντας τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής σε είδη-βιολογικούς δείκτες, όπως είναι τα αποδημητικά πτηνά, κατανοούμε καλύτερα τις επιπτώσεις στα οικοσυστήματα και είναι δυνατόν να λαμβάνουμε τις καταλληλότερες αποφάσεις διαχείρισης για την προστασία των ειδών αυτών», εξηγεί ο Αρεβάλο.
Η κλιματική αλλαγή αλληλεπιδρά και με άλλους παράγοντες κινδύνου για τα είδη, τονίζει ο δρ Έρμπαν, οπότε ο σχεδιασμός μοντέλων για τη συμπεριφορά των ειδών απέναντι σε αυτόν τον συνδυασμό απειλών καθίσταται επιτακτικός. Ο δρ Έρμπαν είναι αισιόδοξος ως προς την ακρίβεια των σχετικών με τη βιοποικιλότητα προβλέψεων, κάνοντας έναν παραλληλισμό με την πρόοδο που έχουμε σημειώσει στις κλιματικές προβλέψεις. «Τα αρχικά μοντέλα απέδιδαν πενιχρά, αλλά οι επιστήμονες προχώρησαν σε σταδιακή συγκέντρωση στοιχείων, ανέπτυξαν ένα σύστημα επιτήρησης παγκόσμιας εμβέλειας και κατέληξαν στους μηχανισμούς και τις διεργασίες που έπρεπε να συμπεριλάβουν, σημειώνοντας σημαντική πρόοδο στην προβλεπτική ακρίβεια και στη δυνατότητα για αναδρομικές κλιματικές προβλέψεις. Το ίδιο επιδιώκουμε να πετύχουμε και στη βιολογία, μόνο που οι προβλέψεις αυτές θα αφορούν εκατομμύρια είδη».
Διλήμματα εγείρονται, ωστόσο, σχετικά με την επιλογή των ειδών για τα οποία θα γίνουν προβλέψεις μέσω υπηρεσιών όπως η C3S. Έως τώρα, τα είδη που απασχολούσαν την υπηρεσία της C3S για τη βιοποικιλότητα προέκυπταν από τα ερευνητικά ενδιαφέροντα της αντίστοιχης επιστημονικής κοινότητας. Ο δρ Έρμπαν υποστηρίζει ότι, ενώ οφείλουμε να στρέφουμε την προσοχή μας στα είδη που αναμένεται να καταστούν απειλούμενα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και όσα είδη ενδέχεται να κινδυνεύσουν μελλοντικά. «Τώρα που γνωρίζουμε περισσότερα πράγματα για την κλιματική αλλαγή, πρέπει να αντιληφθούμε τις πραγματικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα και να βρούμε πώς θα τις μετριάσουμε», λέει ο δρ Έρμπαν. «Αναπόφευκτα, οδηγούμαστε στο θέμα των διαθέσιμων πόρων. Προσπαθούμε να επιστήσουμε την προσοχή του κόσμου στη σοβαρότητα του ζητήματος. Θα ήταν μεγάλο κρίμα να χαθούν τόσα είδη εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, καθότι ο ρόλος τους είναι ουσιαστικός για την υγεία, την οικονομία αλλά και τον πολιτισμό μας».