Το πρόβλημα είναι σοβαρό και χρόνιο: η θηραματική μας ένδεια είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα, αρκούμαστε σε θεωρητικολογίες και ευχολόγια. Επειδή, όμως, τα πολλά λόγια είναι φτώχια, ήρθε η ώρα να κάνουμε συγκεκριμένα πράγματα και να δώσουμε απτές λύσεις, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί. Ιδού πώς…
Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου, MSc στη Διαχείριση Άγριας Πανίδας
Θα μπω κατευθείαν στο θέμα, χωρίς να αναλύσω τους λόγους της θηραματικής μας φτώχιας, πράγμα που έχουμε κάνει εκτενώς σε προηγούμενα άρθρα. Η πραγματικότητα είναι μία και αδιαμφισβήτητη: μικροί πληθυσμοί ενδημικών, άστατοι πληθυσμοί αποδημητικών, μεγάλη κυνηγετική πίεση ανομοιόμορφα κατανεμημένη, λαθροθηρία κατά τόπους αυξημένη, διαρκής υποβάθμιση των βιοτόπων, συρρίκνωση των κυνηγοτόπων, υπερπληθυσμός αλεπούς και κουναβιού και παντελής έλλειψη θηραματικής πολιτικής από τις υπηρεσίες του Ελληνικού κράτους. Μόνο οι Κυνηγετικές Οργανώσεις προσπαθούνε, με ιδίους πόρους και με τα λιγοστά μέσα που διαθέτουν, να αναστρέψουν την κατάσταση, όμως ο αυθορμητισμός και η καλή τους διάθεση πολλές φορές κάμπτεται από τη νομολαγνεία των δασικών υπηρεσιών. Όπως και να έχει, με ή χωρίς εμπόδια, ο καρκίνος δεν μπορεί να θεραπευτεί με ασπιρίνες. Θα μου πείτε ότι κι εγώ γκρινιάζω, όπως όλοι οι άλλοι, χωρίς να προτείνω συγκεκριμένες λύσεις. Όχι, αυτή τη φορά θα τολμήσω να προτείνω συγκεκριμένη λύση που ενδεχομένως να μας ταρακουνήσει σαν ισχυρό τσουνάμι, γιατί πάντα εμείς οι κυνηγοί κινδυνολογούμε χωρίς να κάνουμε σχεδόν ποτέ αυτοκριτική.
Εσείς, πόσες αλεπούδες σκοτώσατε;
Η λύση είναι μία και μοναδική: να αφήσουμε τα λόγια και να αρχίσουμε τα έργα, να σπείρουμε επιτέλους για να έχουμε τη δυνατότητα να θερίσουμε καρπούς. Οι ρομαντικές εποχές τελείωσαν, τώρα όσο κι αν περιμένουμε με το στόμα ανοιχτό κοιτάζοντας τον ουρανό, το μάννα δε θα πέσει για να μας χορτάσει κυνηγετικά.
Θα ξεκινήσω με ένα απλό παράδειγμα: διαμαρτυρόμαστε ότι μας τρώνε τους λαγούς και τις πέρδικες οι αλεπούδες και τα κουνάβια… Μάλιστα, σωστό. Εσύ φίλε Γιώργο και εσύ φίλε Θανάση και εσύ φίλε Μιχάλη και εσύ και εσύ… πόσες αλεπούδες και πόσα κουνάβια σκότωσες φέτος; Ομόφωνη απάντηση: ΚΑΜΙΑ! Και αμέσως η δικαιολογία, “μα εγώ δεν κυνηγάω αλεπούδες και αν πάω να κυνηγήσω, θα χαλάσω τα σκυλιά μου και θα χάσω τη μέρα μου”.
Όταν επιτρέπονταν τα δολώματα και οι αλεπούδες ήταν επικηρυγμένες, το Υπουργείο Γεωργίας απέδιδε την επικήρυξη στους κυνηγούς, μέσω των Δασαρχείων, για 300–500 χιλιάδες αλεπούδες το χρόνο. Τώρα αν καθένας από τους 250.000 κυνηγούς το χρόνο, θηρεύσει την κυνηγετική περίοδο μία (1) αλεπού, αμέσως φτάνουμε στις 250.000 σκοτωμένες αλεπούδες και αν ο κάθε Κυνηγετικός Σύλλογος δημιουργούσε αποσπάσματα παρουσία των δασικών αρχών και σκότωναν αλεπούδες εντός καταφυγίου κατά την αναπαραγωγική περίοδο, όπως ο νόμος επιτρέπει, τότε τα αποτελέσματα θα ήταν εντυπωσιακά και επιτέλους θα υπάρξει η στοιχειώδης ρύθμιση του υπερπληθυσμού της. Όμως αυτό προϋποθέτει να χάσουμε ορισμένες κυνηγετικές ημέρες και να σπαταλήσουμε και λίγα φυσίγγια, αλλιώς θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας και θα λέμε μονάχα στο καφενείο ότι “μας φάγαν οι αλπές”.
Είμαστε όλοι υπεύθυνοι
Έχω να αναφέρω πλήθη παραδειγμάτων σαν το παραπάνω. Ποιοι από μας μετέφεραν στην τσέπη τους μια χούφτα με σπόρους στον κυνηγότοπο για να την πετάξουν και να φυτρώσει έστω και ένας σπόρος την άνοιξη; Κανένας. Πόσοι από μας πήραν την τσάπα και τον κασμά να καθαρίσουν την πηγούλα που έκλεισε το χειμώνα από πέτρες και λάσπη; Πόσοι από μας φύτεψαν την άνοιξη στο δάσος μια γκορτσιά (αγριοαχλαδιά) ή μια αγριοκορομηλιά; Πόσοι από μας σηκώθηκαν μια Κυριακή, εκτός κυνηγετικής περιόδου και πιάσαν τον πρόεδρο του Κυνηγετικού Συλλόγου της περιοχής τους και του είπαν, “πρόεδρε έχεις καμιά δουλειά να κάνουμε; Θέλεις βοήθεια;”. Και αν ο πρόεδρος δεν είχε δουλειές, να τον πιάσουν από το αφτί και να του ανοίξουν δουλειές και όχι μόνο να τον κριτικάρουν ότι δεν κάνει τίποτα για το Σύλλογο. Πόσοι από μας γνωστοποίησαν στον Κυνηγετικό Σύλλογο ότι παραχωρούν δωρεάν τα εγκαταλελειμμένα χωράφια τους για να γίνουν σπορές για τα θηράματα; Πόσοι από μας σηκώσαμε το κινητό μας για να καταγγείλουμε λαθροθήρα που εντοπίσαμε; Πόσοι από μας δε θα κυνηγούσαμε μέχρι και την τελευταία πέρδικα από το κοπάδι για να παινευτούμε ότι κάναμε “κηδεία” στην τάδε βουνοκορφή; Πόσοι από μας θα αφήσουμε τη γουρούνα να περάσει χωρίς να την πυροβολήσουμε και θα χτυπήσουμε ένα–δύο από τα χρονιάρικα αγριογούρουνα που την ακολουθούν, γιατί διαβάσαμε και μας είπαν επανειλημμένως ότι έτσι πρέπει να κάνουμε; Πόσοι από μας θα σεβαστούμε τα θηράματα και δε θα πάμε για “εκπαιδευτικά” την αναπαραγωγική περίοδο; Η απάντηση σε όλα είναι ΚΑΝΕΝΑΣ και εγώ που γράφω αυτές τις κουβέντες συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου στη λέξη ΚΑΝΕΝΑΣ.
Διαχειριστές θηραμάτων
Αφού, λοιπόν, ολοκληρώσαμε τη σύντομη αυτοκριτική μας, η λύση είναι μία: να κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε απλά κυνηγοί, αλλά διαχειριστές των θηραμάτων και ότι ο διαχειριστικός μας ρόλος δεν τελειώνει πληρώνοντας στο κράτος και στις κυνηγετικές οργανώσεις μερικά δεκάευρα. Με απλές, έξυπνες και οικονομικές λύσεις θα πρέπει να εργαστούμε στο πλευρό των Κυνηγετικών Συλλόγων, να τους ενεργοποιήσουμε 365 μέρες το χρόνο, με αγάπη και μεράκι για το θήραμα. Συνάδελφοι κυνηγοί, οι εποχές που η φύση μάς τα έδινε όλα απλόχερα τελείωσαν. Τώρα αν δεν σπείρουμε δε θα θερίσουμε.