Η ζήλια είναι μια ανθρώπινη ασθένεια που δεν μπορεί να κρυφτεί εύκολα. Συνήθως ζηλεύουμε ό,τι καλύτερο συναντούμε στον άλλον. Η ζήλια, ως πάθος, έχει την τάση, αν δεν κυριαρχείται, να κυριαρχεί, αν δεν μειώνεται, να αυξάνει. Έτσι, στην αυξητική της μορφή κατακλύζει τον άνθρωπο, κυριεύει αυτόν που στο εξής άγεται και φέρεται με έναν περίεργο και επιθετικό τρόπο.
Το πρόβλημα της ζήλιας είναι διαρκές και αυξανόμενο και λειτουργεί ως ανωμαλία στην πορεία του ανθρώπου. Η ζήλια δεν μένει μόνη της μα καλεί κοντά της τους πιο στενούς της φίλους: το φθόνο και την κατηγορία. Όταν, λοιπόν, συγκατοικήσουν στην καρδιά του ανθρώπου αρχίζουν αμέσως το έργο τους, σαν σαράκια να την κατατρώγουν. Είναι γνωστή η συμπεριφορά του ζηλόφθονου ατόμου.
Κάποτε συνάντησα έναν συνάδελφο ο οποίος μου μίλησε χωρίς καν να τον ρωτήσω: “Αυτός είναι ο σκύλος του Γ… Σιγά, και τι έχει! Τον είδα εγώ μια μέρα στο κυνήγι. Α, έτσι έτρεχε εδώ κι εκεί και οφείλω να ομολογήσω ότι δεν μου άρεσε καθόλου”.
Ο συγκεκριμένος σκύλος είχε πολλές διακρίσεις, τόσο σε κυνηγετικούς αγώνες όσο και στο πρακτικό κυνήγι και ήταν πράγματι ένας αξιόλογος σκύλος. Η δική του σκύλα, πολύ περιορισμένης έρευνας, αν και έβρισκε κι αυτή θηράματα, όμως ήταν εντελώς ανισοδύναμη η σύγκριση. Μη θέλοντας να αποδεχτεί την τεράστια διαφορά, κατηγορούσε τον έναν σκύλο, παίνευε τη δική του σκύλα, δηλαδή υποβίβαζε τον έναν και ανύψωνε τον άλλο, με σκοπό να αποδείξει ότι και η δική του σκύλα είναι όχι μόνο ισάξια μα και καλύτερη.
Όσον αφορά στις διακρίσεις, αν θα είχε πάει ο ίδιος, ασφαλώς θα είχε φέρει περισσότερα κύπελλα και μετάλλια, συνεπώς ο αναγνωρισμένος σκύλος είναι κατά πολύ υποδεέστερος της δικής του (άγνωστης) σκύλας.
Η ζήλια τροφοδοτείται και μεγαλώνει από τον εγωισμό του ατόμου. Όσο ο εγωισμός βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα τόσο η ζήλια τον ακολουθεί. Το πρόβλημα όμως εστιάζεται όταν θα πρέπει να αποδεχτεί ή όχι την αξία του άλλου σκύλου, του όπλου, του αυτοκινήτου, της ικανότητας κ.λπ., ως μεγαλύτερης της δικής του. Ο εγωιστής, ερμητικά κλειστός στον εαυτό του, αναγνωρίζει μόνο ό,τι του ανήκει ως το αποκλειστικά “καλύτερο”. Ό,τι υπάρχει στους άλλους μπορεί μεν να είναι καλό, μα είναι ασύγκριτο με το δικό του! Αν τύχει και συμπέσει σε μια συζήτηση μη ζηλόφθονων προσώπων, τα οποία αναγνωρίζουν την αξία και επαινούν, για παράδειγμα, το σκύλο κάποιου φίλου τους, το βέβαιο είναι η αρνητική του αντίδραση με “λογικά” επιχειρήματα που θα βρίσκει ή θα εφευρίσκει.
Ο λόγος του ζηλόφθονου ατόμου είναι πάντα κατηγορηματικός. Η κατηγορία βρίσκεται συνεχώς εντός των χειλέων του. Η ζήλια και ο φθόνος υποδαυλίζουν αυτόν να κατηγορεί οτιδήποτε ξένο και να κάνει εύκολα εχθρούς όσους δεν συντάσσονται με το μέρος του.
Η φύση συμβάλλει τα μέγιστα στην ελευθερία έκφρασης του χαρακτήρα μας. Δεν είναι δύσκολο να γνωρίσουμε τη ζηλοφθονία μας, αρκεί να διαπιστώσουμε την κατηγόρια μας. Αν αναπαυόμαστε με την κατηγόρια των πάντων στους άλλους, τότε είναι μεγάλος ο βαθμός της ζηλοφθονίας μας και μέγας ο εγωισμός μας. Πρέπει να ελαχιστοποιήσουμε τούτη την ασθένεια γιατί νοσούμε ολόκληροι, μη μπορώντας να γευτούμε την αρμονία τόσο του εαυτού μας όσο και της φύσης. Η ομορφιά της, αν δεν αντανακλά στην καρδιά μας, τότε ουδέποτε θα νιώσουμε την ηρεμία και τη γλυκύτητά της.
Ο εγωισμός που είναι η ρίζα πάντων των παθών, η ζήλια, ο φθόνος, η κατηγόρια, είναι ασθένειες που δεν αφήνουν τον άνθρωπο να νιώσει την ηρεμία, την απλότητα, την πραότητα, την ταπεινοφροσύνη, την υγεία και την ομορφιά του εαυτού του. Είναι μεσότοιχοι, εμπόδια που τα τοποθετούμε θεληματικώς ή καλύτερα εγωιστικώς, ώστε να μην επιθυμούμε την αρμονική σχέση με τον εαυτό μας και το περιβάλλον. Η όσο το δυνατόν άρση των εμποδίων τούτων θα κάνει την κυνηγετική ζωή μας (και όχι μόνο) ακόμη πιο όμορφη και πιο αρμονική. Δεν κρύβεται η δυσαρμονία των ζηλόφθονων κυνηγών, όπως και δεν κρύβεται η αρμονία των αληθινών κυνηγών!