Οι συγκεκριμένοι τένοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία στροφής και έκτασης του μέλους και κατά συνέπεια στην επώμιση του όπλου για τον σκοπευτή – κυνηγό, για αυτό άλλωστε ονομάζονται και στροφείς του ώμου.
χειρούργου ορθοπεδικού τραυματολόγου, Επ. Β’ Ε.Σ.Υ.
Πρόκειται για μια συνηθισμένη αλλά επώδυνη ανατομική βλάβη η οποία ταλαιπωρεί ιδιαίτερα κυνηγούς και σκοπευτές. Παρακάτω αναλύουμε πώς προκαλείται και πώς μπορεί να θεραπευθεί.
Είναι αλήθεια ότι σε προηγούμενα άρθρα έχουμε αναφερθεί στην άρθρωση του ώμου και τις επιπτώσεις που έχει η αρθραλγία της υποκείμενης άρθρωσης στην επώμιση του κυνηγού ή του σκοπευτή. Όμως το αυξημένο ενδιαφέρον των κυνηγών αλλά και των σκοπευτών, μέσω επιστολών, οι οποίοι αναφερόντουσαν στο άλγος το οποίο ένιωθαν, καθώς παράλληλα και στην αδυναμία ανύψωσης του άνω άκρου κατά την επώμιση, με έκανε να αναφερθώ συγκεκριμένα σε αυτή την ανατομική βλάβη.
Οι τένοντες της επώμισης
Προσπαθώντας όσο πιο απλά γίνεται να επεξηγήσουμε τη διαδικασία, θα αναφερθούμε κατά αρχάς στο ότι το μυοτενοντώδες πέταλο είναι ένας κοινός καταφυτικός τένοντας, δηλαδή η ένωση τεσσάρων τενόντων κατά την κατάληξη τους στο οστό, όπου ο ένας από αυτούς τους τένοντες ενοχοποιείται αλλά έχει και τον μεγαλύτερο ρόλο στη διαδικασία (τένοντας του υπερακανθίου μυός).
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτοί οι τένοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία στροφής και έκτασης του μέλους και κατά συνέπεια στην επώμιση του όπλου για τον σκοπευτή – κυνηγό, για αυτό άλλωστε ονομάζονται και στροφείς του ώμου.
Οι ρήξεις του μυοτενοντίου πετάλου συμβαίνουν συνήθως σε άτομα ηλικίας 40 ετών, ύστερα από απότομη κίνηση του άκρου, όπως γίνεται κατά την επώμιση, ή σήκωμα βάρους (όπλο), ή κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης κίνησης (συχνές επωμίσεις), ιδιαίτερα απαγωγής ή πρόσθιας ανύψωσης του άκρου.
Αιτιολογία
Το συχνότερο αίτιο της ρήξης, η οποία συμβαίνει κοντά στην πρόσφυση του μυοτενοντίου πετάλου, είναι ο τραυματισμός, η εκφύλιση, η ισχαιμία και η υπακρωμιακή προστριβή (impingement syndrome).
Από διάφορες ερευνητικές εργασίες που έγιναν (Godman 1934), ο τένοντας του υπερακανθίου μυός (στροφέας) που ενοχοποιείται για το μέρος της βλάβης, βρέθηκε ότι κατά την κατάφυσή του στο οστό, στην κεφαλή του βραχιονίου δηλαδή (μείζων βραχιόνιο όγκωμα), παρουσιάζει μια ευαίσθητη ισχαιμική ζώνη, περίπου επτά χιλιοστών, πίσω από τη μακρά κεφαλή του δικέφαλου μυός,
Η ζώνη αυτή ονομάζεται «περιοχή του Godman» ή αλλιώς «ζώνη εν κινδύνω» (critical zone) και λόγω της πτωχής αιμάτωσης αποτελεί τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία του, καταλήγοντας έτσι –σε συνδυασμό πάντα και με τον τραυματισμό (υπακρωμιακής προστριβής 95%, Neer 1993)– σε ρήξεις του τένοντα (εικ.1)
Εξέλιξη και κατάληξη του φαινομένου
Η χρονική ακολουθία σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του φαινόμενου αλλά και την τελική κατάληξή του, δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Δεν έχει δηλαδή διευκρινιστεί εάν και πότε η προστριβή και ο τραυματισμός τού τένοντα στο ακρώμιο οστό θα επιφέρει τη μερική ή την καθολική ρήξη.
Η επαναλαμβανόμενη και υπέρμετρη καταπόνηση του τένοντα του υπερακανθίου οδηγεί σε αλλοίωση των ινών του που επιβαρύνονται από την εκφύλισή του λόγω προόδου της ηλικίας.
Η φυσική ρήξη του τένοντα ξεκινάει δίκην κεφαλής καρφίτσας, ενώ στη συνέχεια μεταπίπτει με τον καιρό σε βλάβη μηνοειδούς σχήματος.
Ταξινόμηση
Οι ρήξεις του μυοτενοντίου πετάλου διακρίνονται ανάλογα με τον τρόπο εισβολής και εγκατάστασης σε:
1) Οξείες.
Είναι εκείνες που συμβαίνουν αιφνίδια ως αποτέλεσμα συγκεκριμένης κάκωσης και αποτελούν περίπου το 8% των ρήξεων.
2) Χρόνιες.
Συμβαίνουν προοδευτικά σε μεγάλο χρονικό διάστημα και οφείλονται σε εκφύλιση του τένοντα.
Επίσης, ανάλογα με το παθολογοανατομικό υπόβαθρο σε:
1) Ολικού πάχους (full thickness): πάνω από 5mm μήκος.
2) Μερικού πάχους (partial thikness): από 1 έως 3 mm μήκος (εικ. 2)
Κλινική εικόνα
Η κλινική εικόνα του ασθενούς (σκοπευτής – κυνηγός) αναφέρεται με πόνο στην περιοχή του ώμου και δυσκολία ή αδυναμία στην κάμψη ή στην απαγωγή του μέλους, με παρουσία κριγμού κατά την κίνηση (εικ.3).
Υπάρχει ελάττωση της ικανότητας εκτέλεσης εξωτερικής στροφής του μέλους υπό αντίσταση.
Η ρήξη, σε ένα μεγάλο ποσοστό, είναι δυνατό να διαγνωσθεί από το ιστορικό του και την κλινική του εικόνα και να συμπληρωθεί από τον παρακλινικό έλεγχο.
Η θεραπεία της ρήξης μπορεί να είναι συντηρητική αλλά κυρίως χειρουργική.
Συντηρητική αγωγή
Θα πρέπει να ανακουφίζει τον ασθενή από τον πόνο με ανάρτηση του μέλους, με αναλγητικά, με φαρμακευτική αγωγή και τοπικές εκχύσεις. Επίσης, συνίσταται στην προοδευτική αποκατάσταση της κινητικότητας του ώμου, ιδιαίτερα της εξωτερικής στροφής και απαγωγής, με ελεγχόμενες ασκήσεις και στην πρόληψη της επέκτασης της ρήξης.
Χειρουργική αγωγή
Αποτελεί την κατεξοχήν μέθοδο θεραπείας. Η αποκατάσταση του μυοτενόντιου πετάλου που υπέστη ρήξη είναι το ζητούμενο. Η καλή πρόγνωση μετά τη χειρουργική αποκατάσταση και την αποθεραπεία είναι αναμφισβήτητα πολύ σημαντικό θέμα.
Μετεγχειρητικά, το μέλος ακινητοποιείται σε απαγωγή για 3-4 εβδομάδες ώστε ο τένοντας που συρράφτηκε να μη βρίσκεται υπό τάση. (The journal of bone and surgery)
Ο εκσυγχρονισμός, με σύνεση και αίσθημα ευθύνης, της ορθοπαιδικής επιστήμης θα συνεχίσει όσο ο άνθρωπος, με την όρθια στάση του, θα δημιουργεί συνθήκες αυξημένων μυικών απαιτήσεων για την καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής του και πάντα ο ιατρός θα είναι ταγμένος σε αυτόν τον ιερό σκοπό.