Ήδη από τα τέλη των ’90s το κοινό είχε αρχίσει να εμπιστεύεται και πάλι το ελληνικό σινεμά, με το είδος της κωμωδίας να κρατά την εμπορική μερίδα του λέοντος, κάτι που δεν άλλαξε δραματικά με το πέρασμα στον εικοστό πρώτο αιώνα, τουλάχιστον όχι κατά την πρώτη δεκαετία. Πέντε-έξι σταθερά αξιόπιστοι σκηνοθέτες του παρελθόντος συνέχισαν να κάνουν το σινεμά τους, ενώ άρχισαν να ξεπηδούν και ενδιαφέροντες νέοι δημιουργοί, πρόθυμοι να ξεφύγουν από την εσωστρέφεια και την αυταρέσκεια του νέου ελληνικού κινηματογράφου και να δοκιμάσουν πράγματα.
Καθώς πλησίαζε η δεύτερη δεκαετία, οι ελληνικές ταινίες άρχισαν να γίνονται περιζήτητες στα σινεμάδιεθνή φεστιβάλ, κέρδισαν βραβεία, έφτασαν μέχρι και τα Όσκαρ, παράλληλα, όμως, έχασαν έδαφος στις προτιμήσεις του εγχώριου σινεφίλ κοινού. Έκοβαν πού και πού εισιτήρια κάποιες κωμωδίες αμφιβόλου ποιότητας, έσπασαν τα ταμεία και μερικές αξιοπρεπείς απόπειρες στο αγνό, στρωτό αφηγηματικό σινεμά, μα οι ταινίες του λεγόμενου «καλλιτεχνικού» κυκλώματος σημείωναν θλιβερές εισπράξεις. Όσο για την επόμενη μέρα της πανδημίας; Εκ των πραγμάτων, άγνωστη.
Στο μεταξύ, με το 1/5 του αιώνα ήδη συμπληρωμένο, δίνεται μια καλή αφορμή για μια ανασκόπηση υπό τη μορφή λίστας. Ο μοναδικός κανόνας που τέθηκε είναι να υπάρχει μία ταινία ανά σκηνοθέτη, μια ρήτρα απαραίτητη ώστε να υπάρξει πολυφωνική εκπροσώπηση και να μην πληρωθούν οι περισσότερες θέσεις από τους συνήθεις υπόπτους, αν και γέννησε ερωτήματα που εξασφάλισαν άγρυπνες νύχτες στον υπογράφοντα – η απόφαση ανάμεσα στην «Αληθινή Ζωή» και τη «Στρέλλα» ελήφθη στο τέλος με γνώμονα την ιστορική σημασία, μα παραλίγο να ληφθεί με το στρίψιμο κέρματος.
Ερωτήματα σαν το παραπάνω μπορούν να προκαλέσουν κρίση πανικού και προσωρινή διπλωπία σε έναν εμμονικό σινεφίλ. Αν συνυπολογίσεις την ευθύνη της κριτικής αποτίμησης και της υπογραφής –στον βαθμό και με τη σοβαρότητα που τις υπολογίζει ο καθένας‒, γίνεται εύκολο να αντιληφθείς ότι η κατάρτιση οποιασδήποτε κινηματογραφικής λίστας δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Από την άλλη, μια λίστα δεν (θα έπρεπε να) είναι τίποτα παραπάνω από ένα παιχνίδι, μια αφορμή για να γράψεις μερικές γραμμές για σινεμά και να συστήσεις τίτλους στον αναγνώστη για τον επόμενο οικιακό σινεμαραθώνιο. Στις ταινίες που ακολουθούν, πέρα από τους προφανείς τίτλους, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να λείπουν για κανέναν αντικειμενικό ή υποκειμενικό λόγο, υπάρχουν και κάποιες αξιόλογες που είτε ξεχάστηκαν είτε δεν έλαβαν τη δέουσα προσοχή όταν βγήκαν στις αίθουσες. Όλες μαζί συνθέτουν μια σφαιρική εικόνα για το ελληνικό σινεμά του εικοστού πρώτου αιώνα.
Ο Μανάβης (2013) του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου