Το αγρίμι που έχει συνδέσει το όνομά του με τους θρύλους της ελληνικής παράδοσης, είναι ξανά στο βουνό.
Μετά από αρκετά χρόνια εντατικής δίωξης και περιπλάνησης, ο λύκος κατάφερε να επιβιώσει και εμφανίζεται ξανά στα βουνά της πατρίδας μας. Οι μαρτυρίες κυνηγών και κτηνοτρόφων κάνουν λόγο για αύξηση του πληθυσμού. Ποια είναι όμως η σχέση του λύκου με τον αγριόχοιρο και το ζαρκάδι και πόσο επηρεάζει το κυνήγι;
Ποιο είναι το μέγεθος των ζημιών που προκαλεί στην κτηνοτροφία;
Αυτά και άλλα ερωτήματα έθεσε μετά από έρευνα το «Κ&Φ» σε ειδικούς επιστήμονες, οικολογικές οργανώσεις, κυνηγούς και κτηνοτρόφους.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στις ορεινές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Οι επιστημονικοί υπεύθυνοι της ΣΤ΄ Κυνηγετικής Ομοσπονδίας, που έχουν άμεση επαφή με το δάσος, τους κυνηγούς και τους κτηνοτρόφους ρωτήθηκαν για το λύκο και οι απαντήσεις τους ήταν αποκαλυπτικές!
Μικρή και σταθερή αύξηση
«Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μικρή αλλά σταθερή αύξηση του πληθυσμού των λύκων στη Δυτική Μακεδονία» αναφέρει ο τεχνολόγος Δασοπονίας Δυτικής Μακεδονίας, κ. Γιάννης Ισαάκ.
Πιο συγκεκριμένα, τονίζει ότι στους νομούς Γρεβενών, Καστοριάς, Κοζάνης και Φλώρινας, σύμφωνα με μαρτυρίες κτηνοτρόφων, κυνηγών, αλλά και από δικές του παρατηρήσεις, φαίνεται ότι έχουν αυξηθεί οι επιθέσεις σε κτηνοτροφικά ζώα, καθώς και οι θεάσεις λύκων από κυνηγούς. Αν και η διαπίστωση αυτή δεν προκύπτει από κάποια επιστημονική μελέτη που καταγράφει τους πληθυσμούς του λύκου, ωστόσο θεωρεί ότι είναι μια πραγματικότητα.
«Προσωπικά αποδίδω αυτό το γεγονός στη θεαματική αύξηση των τελευταίων χρόνων, στον πληθυσμό του ζαρκαδιού και του αγριογούρουνου που είχε ως αποτέλεσμα τα ζώα αυτά να αποτελούν την κύρια τροφή του λύκου. Επίσης, έχουν καταγραφεί 2-3 περιστατικά κατασπάραξης κυνηγετικών σκύλων, αυτό όμως συμβαίνει κάθε χρόνο και μπορεί να οφείλεται σε τυχαία γεγονότα», καταλήγει ο κ. Ισαάκ.
Ευνοϊκή αναπαραγωγή
Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Δασοπόνος Κεντρικής Μακεδονίας, κ. Χρήστος Καλαϊτζής, καθώς μέσω των ερευνών του έχει και ο ίδιος παρατηρήσει τη θεαματική αύξηση του πληθυσμού των λύκων σε περιοχές της αρμοδιότητάς του.
Μάλιστα αναφέρει ότι σε τοπικό επίπεδο ίσως ο λύκος να προκαλεί και πρόβλημα στους πληθυσμούς του αγριογούρουνου. Ειδικότερα στους νομούς Κιλκίς και Σερρών όπου ο ίδιος δραστηριοποιείται, έχει διαπιστώσει ότι η αύξηση του αγριόχοιρου έχει προκαλέσει την αλυσιδωτή αύξηση του αριθμού των λύκων.
Σύμφωνα ακόμα με μαρτυρίες κυνηγών και υλοτόμων που εργάζονται στο δάσος, κατά τους θερινούς μήνες, υπήρχαν πολλά μικρά αγριογούρουνα που όμως δεν θηρεύτηκαν κατά την περίοδο του κυνηγιού. Τι έγιναν όμως αυτά τα ζώα; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο κ. Καλαϊτζής.
«Αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με δικά μου στατιστικά στοιχεία κυνηγετικών εξορμήσεων των τελευταίων χρόνων, έχει παρατηρηθεί ότι το 70% της κάρπωσης στον αγριόχοιρο αφορούσε σε μικρά χρονιάρικα ζώα. Ειδικά κατά τη φετινή κυνηγετική περίοδο το ποσοστό έχει μειωθεί δραματικά, αφού έχουν θηρευτεί πολύ λίγα μικρά αγριογούρουνα. Μέσα στα κοπάδια των θηλυκών που άλλοτε υπήρχαν πολλά μικρά, φέτος, δεν υπήρχε σχεδόν κανένα.
Έτσι οι κυνηγοί στις παγάνες τους έβρισκαν κοπάδια από θηλυκά, χωρίς τα μικρά τους. Επίσης, υπάρχουν πολλές αναφορές σε σχέση με παλαιότερα χρόνια για εξαφανίσεις κυνηγόσκυλων. Αυτά βέβαια μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με το λύκο, αλλά όμως τα καταγράφουμε ως περιστατικά.
Ο αγριόχοιρος (και το ζαρκάδι), είτε μέσα από τις δράσεις των κυνηγών και των κυνηγετικών οργανώσεων, είτε από φυσικούς παράγοντες, έχει ευνοηθεί πολύ. Ειδικότερα, τα τελευταία δύο χρόνια η αναπαραγωγή του ήταν θεαματική κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του. Έτσι παρά την κυνηγετική πίεση, τα βουνά γέμισαν από κοπάδια αγριόχοιρων. Ο λύκος που έχει ως κύρια τροφή το ζαρκάδι και το αγριογούρουνο, ωφελήθηκε από αυτή την αύξηση και με τη σειρά του, είτε λόγω μετακίνησης από τα γειτονικά κράτη (Σκόπια και Βουλγαρία), είτε λόγω ευνοϊκής αναπαραγωγής, έχει αυξηθεί θεαματικά!» σημειώνει στο τέλος ο κ. Καλαϊτζής.
Ακολουθώντας τα χνάρια τους
Ο βιολόγος, Υπ. Δρ. Α.Π.Θ και συνεργάτης ΜΚΟ «Καλλιστώ», κ. Γιώργος Ηλιόπουλος, ακολουθεί τα χνάρια του λύκου για περισσότερα από δέκα χρόνια στα βουνά της πατρίδας μας.
Είτε μέσα στις βροχές, το κρύο και τα χιόνια του χειμώνα, είτε μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού, έχει περπατήσει από τη Θεσσαλία, τη Στερεά και την Ήπειρο μέχρι την κεντρική και την ανατολική Μακεδονία.
Στα 13 αυτά χρόνια, έχει γνωρίσει πάρα πολλούς ανθρώπους με πραγματική αγάπη και πάθος για τη φύση, το δάσος και τα αγρίμια του. Ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου, άλλωστε αυτές οι διακρίσεις δεν έχουν καμία σημασία στο βουνό. Ορεσίβιους υλοτόμους και κτηνοτρόφους σε στάνες πάνω στα οροπέδια της Πίνδου, καθώς και υπεύθυνους σε δασικές υπηρεσίες και υπουργεία.
«Είναι δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά ποιος είναι ο πληθυσμός του λύκου στη χώρα μας, γιατί οι πληθυσμιακές εκτιμήσεις σε τόσο μεγάλες εκτάσεις είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν με ακρίβεια», αναφέρει ο κ. Ηλιόπουλος.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που ο ίδιος μας έδωσε, η τελευταία καταμέτρηση του αριθμού των αγελών λύκου στο σύνολο της χώρας έγινε το 1999-2000 στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE «Λύκος».
Εκτιμήθηκε, ότι το ελάχιστο μέγεθος του πληθυσμού του λύκου στη χώρα μας ανέρχονταν στα 700 άτομα κατά την περίοδο της άνοιξης, η κατανομή του οποίου περιλαμβάνει τις κεντρικές, βόρειες, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, ο λύκος εξαφανίστηκε από την Κασσάνδρα της Χαλκιδικής και την Πελοπόννησο στο τέλος της δεκαετίας του 1940, ενώ μέχρι το 1985 η παρουσία του στη Στερεά Ελλάδα ήταν σχετικά σπάνια. Η σταδιακή αυτή μείωση σχετίζεται με την καταπολέμηση του είδους από την ελληνική πολιτεία που χαρακτήριζε το λύκο ως είδος επιβλαβές μαζί με την αλεπού, το τσακάλι και το κουνάβι.
Με την απαγόρευση της χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων στρυχνίνης για την καταπολέμηση των επιβλαβών, καθώς επίσης και με την εφαρμογή εθνικών και διεθνών διατάξεων σύμφωνα με τις οποίες απαγορεύτηκε η κατοχή και ο φόνος του λύκου, το είδος αρχίζει να ανακάμπτει σταδιακά σε αρκετές περιοχές της κατανομής του.
Ο λύκος λοιπόν, επανεμφανίζεται σταδιακά τα τελευταία 20 χρόνια στη νότια Πίνδο, τα Άγραφα, τα Τζουμέρκα, στο όρος Όθρυς και ακόμη νοτιότερα μέχρι και τα βουνά της Ρούμελης, τη Γκιώνα, τα Βαρδούσια και τον Παρνασσό. Επίσης ο λύκος εμφανίστηκε μετά από απουσία 40 ετών στο όρος Ελικώνας και στην περιοχή του Δίστομου Βοιωτίας.
Τι αποκαλύπτουν αδημοσίευτες έρευνες
Σύμφωνα με τα δεδομένα κατασπαράξεων κτηνοτροφικού κεφαλαίου από λύκους του ΕΛΓΑ, της τελευταίας δεκαετίας, η μεγαλύτερη αύξηση των περιστατικών εμφανίζεται στην Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα, ενώ στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ο αριθμός τους παραμένει σχετικά σταθερός ή παρουσιάζει ακόμα και μείωση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, οι δηλωθείσες ζημιές από λύκο στον ΕΛΓΑ το 1999 στο νομό Δράμας ήταν 187 ενώ το 2005 μόλις 41.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και σύμφωνα με αδημοσίευτες παρατηρήσεις πεδίου, φαίνεται να έχουν αυξηθεί επίσης οι πληθυσμοί του αγριογούρουνου σε αρκετές περιοχές επανεμφάνισης του λύκου στη Στερεά Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, επειδή δεν έχουν γίνει τροφικές αναλύσεις των περιττωμάτων του λύκου σε ποικιλία περιοχών της κατανομής του όπως θα έπρεπε, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος του αγριόχοιρου ως πηγή τροφής για το λύκο. Από τροφική ανάλυση περιττωμάτων λύκου σε περιοχή με ικανοποιητικές πυκνότητες αγριόχοιρου που ήδη πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Στερεά Ελλάδα, ο λύκος φαίνεται να τρέφεται ακόμη συστηματικά από κτηνοτροφικά ζώα, μιας και τα ποσοστά ανεύρεσης υπολειμμάτων αγριόχοιρου στα περιττώματα ήταν χαμηλά.
Δορυφορική παρακολούθηση του πληθυσμού
«Ο λύκος είναι ένα ζώο που έχει μάθει να επιβιώνει, προσαρμόζοντας τις ανάγκες του με μεγάλη ευελιξία. Έτσι, έχει την ικανότητα να τραφεί με μεγάλα ελάφια, ταράνδους και βίσωνες, μέχρι και κτηνοτροφικά ζώα ή ακόμη και σκουπίδια.
Ανάλογα με τη διαθεσιμότητα και τις πυκνότητες των θηραμάτων, επιλέγει την κύρια πηγή τροφής του. Σε περιοχές όπου υπάρχουν άγρια οπληφόρα και σε ικανοποιητικές πυκνότητες, ο λύκος θα τραφεί από τα είδη αυτά, ακόμα και αν υπάρχουν στην περιοχή κτηνοτροφικά ζώα, εφόσον φυσικά, τα τελευταία φυλάσσονται αποτελεσματικά από τους κτηνοτρόφους. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούν πάντα πιο εύκολη λεία από έναν αγριόχοιρο ή ένα ζαρκάδι!
Δεν είναι όμως τα πράγματα στο δάσος πάντα τόσο απλά.
Υπάρχουν στιγμές που παρακολουθώντας τους λύκους με τη μέθοδο της τηλεμετρίας, έχουμε γίνει μάρτυρες του μεγάλου αγώνα που δίνουν καθημερινά οι λύκοι για να κρατηθούν στη ζωή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι υπολογίσαμε την απόσταση μετακίνησης μιας ραδιοσημασμένης λύκαινας μέσα σε ένα βράδυ, να είναι ίση με 48 χλμ, αλλά το μόνο που κατόρθωσε να βρει, να σκοτώσει και να φάει κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής της αυτής, ήταν μια αλεπού!
Η λύκαινα αυτή, ήταν ένας από τους τέσσερις λύκους που έχουμε συνολικά παρακολουθήσει με δορυφορικά κολάρα στο νομό Γρεβενών, στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος παρακολούθησης των επιπτώσεων από την κατασκευή της Εγνατίας οδού στις μετακινήσεις των μεγάλων θηλαστικών (Αρκούδα, λύκος, οπληφόρα).
Τα ζώα συλλαμβάνονται με ειδικές παγίδες, ναρκώνονται και τοποθετείται σε αυτά για ένα περίπου χρόνο, δορυφορικό κολάρο που μας δίνει τη θέση του ζώου κάθε 1-2 περίπου ώρες».
Χαρτογράφηση περιοχών
Η ικανότητα αυτή του λύκου να διασχίζει τόσο μεγάλες αποστάσεις και κυρίως τόσο γρήγορα προς αναζήτηση της τροφής του, πολλές φορές οδηγεί σε μερικές περιπτώσεις στη λανθασμένη εντύπωση, ότι τα βουνά γέμισαν από λύκους, αφού οι αγέλες αφήνουν δυσανάλογο αριθμό ιχνών στο χιόνι ή τη λάσπη σε σχέση με τον πραγματικό αριθμό τους.
Ειδικά μάλιστα κατά την περίοδο του ζευγαρώματος όπου οι αγέλες εμφανίζονται πιο συνεκτικές, κάποιοι βιάζονται να συμπεράνουν ότι οι λύκοι έχουν πολλαπλασιαστεί υπέρμετρα, γεγονός που δεν ισχύει. Ο πληθυσμός του λύκου μπορεί να παρουσιάζει σημαντικές αλλά τοπικές αυξομειώσεις που εξαρτώνται κυρίως από την τοπική αναπαραγωγική επιτυχία.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι υπολογισμού του πληθυσμού ενός αγριμιού. Ανάλογα με το μέγεθος της έκτασης που καλύπτει η έρευνα, τη βιολογία του ζώου και άλλους παράγοντες, επιλέγεται ο κατάλληλος. Για το λύκο, γίνεται χαρτογράφηση των περιοχών όπου έχουν αναφερθεί γέννες, ακρόαση ουρλιαχτών κατά τη διάρκεια της νύχτας, συνεντεύξεις με κτηνοτρόφους, κυνηγούς και γενικά με ανθρώπους που εργάζονται ή δραστηριοποιούνται στη φύση.
Σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη
«Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω δεδομένων και πληροφοριών και η επεξεργασία τους με την εφαρμογή γεωγραφικών συστημάτων ανάλυσης και απεικόνισης, δίνει μια πολύ καλή εικόνα του πληθυσμού του λύκου, της κατανομής, των θέσεων αναπαραγωγής και του μέσου μεγέθους των αγελών. Φυσικά υπάρχει και ένα ποσοστό λάθους, που μειώνεται όσο μικρότερη είναι η έκταση της περιοχής που μελετάται.
Ο συνήθης τρόπος έκφρασης του πληθυσμιακού μεγέθους των λύκων σε μια περιοχή ή μια χώρα είναι, σε αριθμό ατόμων/ 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Στη χώρα μας, υπολογίζεται σε δύο άτομα ανά 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα κάτι που την κατατάσσει στο μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης, με τη βόρεια Ιταλία και Ισπανία να κατέχουν τις πρώτες θέσεις με 4 άτομα ανά 100 τετρ. χλμ.
Στις χώρες αυτές παρατηρείται εκτός από τις μεγαλύτερες πυκνότητες λύκου, πολύ μεγάλη πυκνότητα ζαρκαδιού και αγριογούρουνου. Προσωπικά, έχω ταξιδέψει σε περιοχές της βόρειας Ιταλίας και της Ισπανίας και πραγματικά αυτό που συνάντησα και είδα ήταν πολύ πέρα από τα ελληνικά δεδομένα. Κοπάδια από ζαρκάδια να βόσκουν στα ξέφωτα του δάσους και να περνούν από μπροστά μας σε μεγάλους αριθμούς χωρίς μάλιστα να δείχνουν ιδιαίτερη όχληση από την παρουσία μας.
Μάλιστα, σε αυτές τις περιοχές όπου οι λύκοι είναι αρκετοί, οι επιθέσεις σε κτηνοτροφικά ζώα είναι χαμηλότερες, αν συγκριθούν με αντίστοιχες περιοχές στην Ελλάδα. Αυτό εξηγείται από τους μεγάλους πληθυσμούς σε άγρια οπληφόρα ζώα που αποτελούν και την κύρια τροφή του λύκου. Στη χώρα μας που οι αντίστοιχοι πληθυσμοί ζαρκαδιού και αγριογούρουνου, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι ακόμη σε χαμηλά επίπεδα (Σφουγγάρης και Γιαννακόπουλος, 2004), ο λύκος τρέφεται κατά κύριο λόγο με κτηνοτροφικά ζώα», καταλήγει ο κ. Ηλιόπουλος.
Λειτουργία της φύσης
Παρ’ όλο που οι λύκοι μπορεί να επιβραδύνουν τους ρυθμούς αύξησης των θηραμάτων τους, αυτό δε σημαίνει ότι οι αριθμοί των θηραμάτων αυτών είναι και απαραίτητα χαμηλοί σε περιοχές με λύκους. Η περιοριστική επίδραση που οι λύκοι έχουν στα θηράματά τους μειώνεται όταν αυτά βρίσκονται σε υψηλές πυκνότητες (Eberhardt et al, 2002) και θηρεύονται από τον άνθρωπο με συνετό τρόπο, που εξασφαλίζει τόσο την ικανοποίηση των κυνηγών όσο και τη λειτουργία της φύσης.
(Η συνέχεια στο δεύτερο μέρος)