Αγαρικά ή Πρόβεια ή Λιβαδίσια ή Βλάχοι ή Ασπρομανίταρα ή Κουκουβάκια…
Όχι δεν πρόκειται για κακοποιούς με πολλά ψευδώνυμα. Οι πολλές λαϊκές ονομασίες των ειδών του γένους Αγαρικό / Agaricus, υποδηλώνουν απλώς ότι τα μανιτάρια αυτά είναι πολύ γνωστά και περιζήτητα σε όλη την Ελλάδα.
Πρόκειται για ένα γένος με δεκάδες είδη -περίπου 100- που τα συναντάμε συνήθως σε χορτώδεις θέσεις, αλλά και σε κοπρισμένες ή αμμώδεις θέσεις και σε δάση. Τα περισσότερα Αγαρικά, είναι φαγώσιμα και μάλιστα πολύ νόστιμα. Μερικά όμως είναι τοξικά. Αν καταναλωθούν -ιδιαίτερα ανεπαρκώς μαγειρεμένα ή ωμά- μπορεί να προκαλέσουν γαστρεντερική δηλητηρίαση σε κάποιους από αυτούς που θα τα καταναλώσουν.
Υπολογίζεται στατιστικά, ότι ένας στους εφτά περίπου παρουσιάζει συμπτώματα γαστρεντερικής δηλητηρίασης αν καταναλώσει τοξικά Αγαρικά. Ωστόσο, για το γένος αυτό, υπάρχει ένας κανόνας διάκρισης των εδώδιμων από τα τοξικά: Τα Αγαρικά που έχουν ευχάριστη μυρωδιά (την κλασική του μανιταριού, φουντουκιού, γλυκάνισου ή πικραμύγδαλου), είναι φαγώσιμα. Τα Αγαρικά που έχουν δυσάρεστη μυρωδιά (φαινόλης, ιωδίου, μελανιού ή φαρμακείου), είναι τοξικά. Τα τοξικά Αγαρικά μάλιστα διακρίνονται και από το έντονο κιτρίνισμα της περιμέτρου του καπέλου και της βάσης του ποδιού στο ξύσιμο. Παρουσιάζουμε παρακάτω το πιο κοινό φαγώσιμο και το πιο κοινό τοξικό Αγαρικό στην Ελλάδα:
Agaricus campestris var. campestris L.- Αγαρικό το πεδινό ποικ. το πεδινό
Οικολογία: Καρποφορεί σχεδόν όλο το χρόνο, κοπαδιαστά, σε λιβάδια και βοσκότοπους. Κοινό είδος σε όλη την Ελλάδα.
Μορφολογία: Το καπέλο, με διάμ. 4-9 (12) εκ., είναι αρχικά ημισφαιρικό, κυρτό αργότερα, σχεδόν επίπεδο τελικά, λευκό, λευκωπό ή λευκογκριζωπό, λείο και μεταξένιο αρχικά, ενώ στην ωριμότητα εμφανίζει μερικές φορές ίνες ή λέπια, με γκριζωπούς, γκριζοκαφετί ή ωχροκαφετί τόνους. Στο άγγιγμα κιτρινίζει ελάχιστα ή καθόλου. Η περίμετρος είναι κυρτή για αρκετό διάστημα, και σε νεαρή ηλικία κρέμονται από αυτή λευκά, μεμβρανώδη υπολείμματα του πέπλου. Η σάρκα είναι λευκή, παχιά στο κέντρο του καπέλου, με ευχάριστη μυρωδιά μανιταριού ή φουντουκιού και ευχάριστη γεύση φουντουκιού. Αν κοπεί, ροδίζει ελαφρώς ή καθόλου. Τα ελάσματα είναι σαρκορόδινα στην αρχή, καφετιά αργότερα και τελικά πορφυρομαυριδερά, πυκνά και ελεύθερα από το πόδι. Το πόδι, με διαστάσεις 4-6 (10) x 1-1,5 (2,5) εκ., είναι σχεδόν κυλινδρικό, συνήθως με λεπτότερη, συχνά οξύληκτη βάση, συμπαγές, σκληρό και εύθραυστο, κατά μήκος ινώδες ή λείο, μερικές φορές με ινώδεις ζώνες, λευκό, με καφετιές αποχρώσεις στην ωριμότητα. Το δαχτυλίδι είναι μεμβρανώδες, υπανάπτυκτο, ινώδες και πρόσκαιρο.
Κλειδί αναγνώρισης: Η καρποφορία του σε λιβάδια και βοσκότοπους, το αρχικά λευκό καπέλο (4-9 (12) εκ.) που εμφανίζει αργότερα, γκριζοκαφετιές ίνες ή ωχροκαφετιά λέπια, το πρόσκαιρο δαχτυλίδι και η μυρωδιά μανιταριού ή φουντουκιού.
Παρατηρήσεις: Το τοξικό Agaricus xanthοdermus, διακρίνεται από την κίτρινη απόχρωση που αποκτά η επιδερμίδα αν ξυθεί, ιδιαίτερα στην περίμετρο του καπέλου και στη βάση του ποδιού, το διπλό και πλήρως ανεπτυγμένο δαχτυλίδι, τη σάρκα που κιτρινίζει αν κοπεί -εντονότερα στη βάση του ποδιού- και τη μυρωδιά που θυμίζει φαινόλη ή μελάνι.
Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο, εξαιρετικά νόστιμο.
Agaricus xanthοdermus Genev.- Αγαρικό το ξανθόδερμο
Οικολογία: Καρποφορεί από τον Απρίλιο έως το Νοέμβριο, συνήθως κατά ομάδες, ανάμεσα σε γρασίδι, σε λιβάδια, βοσκοτόπια, πάρκα, κήπους, κοπρισμένα γρέκια, θαμνότοπους, ξέφωτα και άκρες δασών. Συνηθισμένο στην Ελλάδα.
Μορφολογία: Το καπέλο, με διάμ. 6-12 (15) εκ., είναι αρχικά κυλινδρικό-τραπεζοειδές, κυρτό με επίπεδο κέντρο ή σχεδόν επίπεδο αργότερα, λείο, ελαφρώς ινώδες ή λεπιδωτό στην ωριμότητα, λευκό, μερικές φορές με γκριζωπό κέντρο. Στο άγγιγμα, αποκτά κίτρινη του χρωμίου απόχρωση, ιδιαίτερα στην περίμετρο. Η σάρκα είναι λευκή, παχιά, με μυρωδιά που θυμίζει φαινόλη, μελάνι ή ιώδιο (γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στο μαγείρεμα) και απαλή αλλά αποκρουστική γεύση. Αν κοπεί, κιτρινίζει και περισσότερο στη βάση του ποδιού. Τα ελάσματα είναι αρχικά λευκωπά, γκριζορόδινα αργότερα και τελικά καστανοπόρφυρα, στενά, πυκνά, ελεύθερα από το πόδι, με λείες κόψεις. Το πόδι, με διαστάσεις 8-10 (15) x 1-2 (2,5) εκ., είναι κυλινδρικό με βολβώδη και μερικές φορές χειλοφόρα βάση, συμπαγές αρχικά, κούφιο αργότερα, εύθραυστο, λείο και λευκωπό ή σαρκορόδινο στο τμήμα πάνω από το δαχτυλίδι, λευκό, ελαφρώς ινώδες κατά μήκος στο υπόλοιπο. Στο άγγιγμα κιτρινίζει, περισσότερο ιδιαίτερα στη βάση του ποδιού. Το δαχτυλίδι είναι μεμβρανώδες, πολύ πλατύ, παχύ, εύθραυστο αλλά επίμονο, λευκό, με γκριζοκαφετιά, ινώδη και ανάγλυφη-τραχιά την κάτω όψη. Η περίμετρος του δακτυλιδιού συνήθως κιτρινίζει εντονότερα.
Κλειδί αναγνώρισης: Η καρποφορία του συνήθως κατά ομάδες ανάμεσα σε γρασίδι, το αρχικά κυλινδρικό-τραπεζοειδές καπέλο (διάμ. 6-12 (15) εκ.), η δυσάρεστη μυρωδιά που θυμίζει φαινόλη, μελάνι ή ιώδιο και το έντονο κιτρίνισμα, κυρίως στη βάση του ποδιού και στην περίμετρο του καπέλου.
Εδωδιμότητα: Τοξικό. Προκαλεί σε ορισμένα άτομα γαστρεντερική δηλητηρίαση