Πεδινή πέρδικα: Τι μπορεί και τι πρέπει να γίνει για τη βελτίωση του πληθυσμού της

Οπου βρίσκεται αντιμέτωπος ένας ζωντανός οργανισμός με το οικονομικό συμφέρον είναι δύσκολο να αντεπεξέλθει, ιδιαίτερα όταν η οικονομική αυτή εκμετάλλευση γίνεται με ανεξέλεγκτο τρόπο και με καθολικές μεθόδους.

Στη χώρα μας, η πεδινή πέρδικα συνυπήρξε από παλιά ειρηνικά με τον άνθρωπο, ευεργετούμενη από τις παραδοσιακές μορφές γεωργίας. Τα μικρά σε έκταση χωράφια με τους φυσικούς φράχτες και τα ακαλλιέργητα σημεία δημιουργούσαν μια ποικιλομορφία στο οικοσύστημα. Εξασφάλιζαν κάλυψη, και φυτική και ζωική τροφή στην πέρδικά, σε όλες τις φάσεις του βιολογικού της κύκλου. Η βασική αιτία μείωσης των πληθυσμών της πεδινής πέρδικας είναι η τρομακτική υποβάθμιση του βιοτόπου, λόγω της στροφής προς την εντατική γεωργία και τις εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες. Επίσης, η αλόγιστη χρήση εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων μείωσαν την εντομοπανίδα, η οποία αποτελούσε απαραίτητη πηγή τροφής των περδικόπουλων.

Αξίζει να επαναλάβουμε ότι, λόγω της εντατικής γεωργίας, δεν έχουν μείνει μεγάλα κομμάτια γης με φυσική βλάστηση, τα οποία χρησιμεύουν κυρίως για προστασία από τους εχθρούς. Αντίθετα, οι λίγοι θάμνοι ή κάποια χέρσα σημεία που απομένουν, χρησιμεύουν κυρίως για προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Για την επίδραση της εντατικοποίησης της γεωργίας στο περιβάλλον θα αναφερθούμε αναλυτικά σε επόμενη ενότητα του φακέλου για την πεδινή πέρδικα.

Όταν, λοιπόν, θέλουμε να βελτιώσουμε την κατάσταση του πληθυσμού ενός θηραματικού είδους, με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων και δράσεων, λαμβάνουμε υπόψη μας ότι στη φύση υπάρχει ένας απαράβατος κανόνας. Ο πληθυσμός ενός είδους αυξάνεται μέχρι το σημείο που του επιτρέπει ο παράγοντας που βρίσκεται στην ελάχιστη τιμή.

Φυσικά καταφύγια

Κατά κανόνα, στις πεδινές περιοχές αυτό που λείπει είναι η κάλυψη και οι τόποι όπου το θήραμα θα μπορέσει να καλυφθεί από τους εχθρούς του και με ηρεμία θα αναπαραχθεί και θα κάνει το βιολογικό του κύκλο.

Αυτός είναι και ο λόγος που για την πεδινή πέρδικα είναι πολύ βασικό -αφού εξασφαλίσουμε να μην καταστραφούν και οι τελευταίοι εναπομείναντες όσον αφορά τις θέσεις κάλυψης, και αυτό γίνεται με την εφαρμογή του μέτρου για την απαγόρευση της καύσης της σιτοκαλαμιάς- να μεριμνήσουμε για τη δημιουργία νέων εκεί όπου υπάρχει ανάγκη αλλά και την αναδημιουργία όσων έχουν καταστραφεί ή υποβαθμισθεί από πυρκαγιά ή άλλους λόγους.

Ένα λοιπόν μέτρο βελτίωσης των πεδινών βιοτόπων είναι οι φυσικοί φράχτες. Οι φράχτες αυτοί μαζί με τα χορταριασμένα κράσπεδα των αγρών συνιστούν το καλύτερο στοιχείο του τοπίου για την αναπαραγωγή του θηράματος και την ανατροφή των νεαρών. Παρέχουν καταφύγιο κατά τη διάρκεια κακοκαιρίας και επιπλέον στεγνώνουν γρηγορότερα από τις γειτονικές καλλιέργειες μετά τη βροχή. Ακόμη προσφέρουν καταφύγιο από τα αρπακτικά.

Οι φυσικοί φράχτες μπορεί να είναι στις παρυφές των αγροτικών καλλιεργειών, δεξιά και αριστερά από αγροτικούς δρόμους, σε πρανή τάφρων, ρεμάτων, τσιμενταβλάκων κ.λπ. Εδώ είναι εμφανές ότι αναφερόμαστε σε κομμάτια γης τα οποία δεν έχουν σημαντική οικονομική αξία, έχουν όμως τεράστια σημασία για τα θηράματα.

Στις προηγούμενες περιπτώσεις, οι επεμβάσεις πραγματοποιούνται σε περιοχές όπου υπάρχει κάποιο έντονο ανάγλυφο και το έδαφος από μόνο του δημιουργεί κάποια φυσικά όρια στα χωράφια. Υπάρχουν όμως και περιοχές, όπως είναι οι μεγάλοι κάμποι της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, όπου πρέπει να εφαρμοστούν άλλου είδους επεμβάσεις όπως οι λωρίδες και οι μικρές και μεγάλες νησίδες. Αυτού του τύπου οι επεμβάσεις εφαρμόζονται κυρίως σε περιοχές όπου υπάρχουν εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες, όπως π.χ. το βαμβάκι.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι όπου βρίσκεται αντιμέτωπος ένας ζωντανός οργανισμός με το οικονομικό συμφέρον είναι δύσκολο να αντεπεξέλθει, ιδιαίτερα όταν η οικονομική αυτή εκμετάλλευση γίνεται με ανεξέλεγκτο τρόπο και με καθολικές μεθόδους.

Γεωγραφική εξάπλωση

Η πεδινή πέρδικα απαντάται στη Νότια και Κεντρική Ευρώπη (μέχρι τον 65ο παράλληλο) και στη δυτική Ασία. Στη χώρα μας ζει στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα.

Ζει σε πεδινές περιοχές με γεωργικές καλλιέργειες, καθώς και σε λιβάδια με θαμνώδη βλάστηση. Το χειμώνα μετακινείται σε θαμνότοπους ή αραιά δάση. Αποφεύγει κατά κανόνα τα αμμώδη και πηλώδη εδάφη. Σπάνια ξεπερνά το υψόμετρο των 1000 μέτρων.

Τροφή

Είναι είδος παμφάγο. Η τροφή της αποτελείται κυρίως από είδη φυτικής προελεύσεως και δευτερευόντως από είδη ζωικής προελεύσεως. Τρέφεται με σπόρους αγροστωδών, καρπούς θάμνων, γράστεις, δημητριακά, έντομα, σαλιγκάρια, σκουλήκια κ.λπ. Οι νεοσσοί τρέφονται κυρίως με μυρμήγκια.

Είναι είδος κοινωνικό. Ζει σε μικρές οικογενειακές ομάδες των 10–15 ατόμων. Αυτές αποτελούνται από τους γονείς και τα μικρά του τελευταίου έτους και διαλύονται με την έναρξη της επομένης αναπαραγωγικής περιόδου. Παραμένει προσκολλημένη στην περιοχή που γεννήθηκε και δεν απομακρύνεται σε μεγάλη απόσταση από αυτή. Είναι είδος εδαφόβιο. Κουρνιάζει στο έδαφος. Λόγω της κατασκευής των φτερούγων της, που είναι μικρές και στρογγυλές, δεν πετά καλά ούτε μακριά. Μπορεί όμως να πετάξει και σε απόσταση 800–1000 μ. Αντίθετα, το βάδισμά της είναι πολύ γρήγορο. Αρέσκεται όπως όλα τα ορνιθοειδή, στα αμμόλουτρα, με τα οποία απαλλάσσεται από τα εξωπαράσιτα.

Αναπαραγωγή

Είναι είδος μονογαμικό. Η περίοδος της αναπαραγωγής αρχίζει το Φεβρουάριο, οπότε σχηματίζονται τα ζευγάρια. Για την απόκτηση ενός θηλυκού, όπως συμβαίνει με όλα τα μονογαμικά είδη, τα αρσενικά μάχονται μεταξύ τους. Τα ζευγάρια, μετά το σχηματισμό τους, εγκαθίστανται σε χωριστές περιοχές ενδημίας όπου στο τέλος της άνοιξης φτιάχνουν τη φωλιά τους. Φωλιάζει σε κοιλότητες του εδάφους, συνήθως σε γεωργικές καλλιέργειες, κυρίως τριφυλλιού ή άλλων πρώιμων καλλιεργειών, π.χ. κριθάρι, ή ελλείψει αυτών σε πυκνή φυσική βλάστηση από πόες και γράστεις. Η φωλιά τους είναι μια απλή κοιλότητα του εδάφους στρωμένη με λίγα ξηρά φύλλα και χόρτα. Η ωοτοκία αρχίζει στο τέλος Απριλίου με αρχές Μαΐου. Κατά την επώαση, το αρσενικό παραμένει πάντα κοντά στο θηλυκό. Το θηλυκό γεννά 12–15 αβγά. Οι νεοσσοί είναι αμέσως βαδιστικοί και σεξουαλικά ωριμάζουν την επόμενη άνοιξη. Το μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητάς τους παρατηρείται κατά τον Ιούνιο – Ιούλιο επειδή τα μικρά δεν είναι ακόμα σε θέση, τόσο από πλευράς σωματικής αντοχής όσο και εκπαίδευσης, να αποφεύγουν τους κινδύνους.

Οι επιπτώσεις της αγροτικής εκμετάλλευσης

Η παραπάνω αναφορά στη βιολογία της πέρδικας έγινε με σκοπό να τονιστεί η σύνδεση της πεδινής πέρδικας με τις αγροτικές καλλιέργειες και με τις πεδινές εκτάσεις της χώρας μας. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να πάρουμε μια ιδέα για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η αγροτική εκμετάλλευση στα θηραματικά είδη και ιδιαίτερα στην πεδινή πέρδικα, και να συνειδητοποιήσουμε πως μερικές μικρές στα μάτια μας επεμβάσεις μπορεί να έχουν τραγικές συνέπειες σε όντα τα οποία είναι στενά προσκολλημένα σε έναν βιότοπο.

Τα άγρια ζώα είναι προϊόντα της γης. Αυξάνονται ή μειώνονται ανάλογα με τις χρήσεις γης (με το τι εμείς κάνουμε στον βιότοπό τους). Είναι φυσικό να θεωρούμε δεδομένο ότι η παρουσία ειδών της άγριας πανίδας και η αφθονία τους είναι κάτι που απλά συμβαίνει και θα συνεχίσει έτσι, ανεξάρτητα από τις επιδράσεις που δέχεται ο βιότοπός τους. Δυστυχώς, μόνο όταν ελαττωθούν πολύ ή εξαφανισθούν, τότε μόνο εκτιμούμε την αξία τους.

Βιολογικά χαρακτηριστικά

Η πεδινή πέρδικα έχει μήκος 29–31 εκ., άνοιγμα φτερούγων 45–48 εκ., ουρά 7–8 εκ., μήκος φτερούγας 14–16 εκ. και βάρος 400–500 γρ.

Έχει κοντές κυκλικές φτερούγες, κοντή ουρά και ράμφος μικρό, κωνικό και καμπύλο.

 

Γράφει ο Λεονάρδος Στεφάνου, Τεχνολόγος Δασοπονίας

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Παπαγεωργίου Κ.Ν. «ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ» Pbl. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1990
Θωμαΐδης Χ., Καραμπατζάκης Θ., Λογοθέτης Γ., Χριστοφορίδου Γ. «ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΒΙΟΤΟΠΩΝ» Στ’ ΚΟΜΑΘ, Δράμα 1996.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top