Του Λευτέρη Κακαβούλη
Παραδοσιακός ή ηλεκτρονικός;
Το ηλεκτρονικό “βοήθημα” που μπήκε στη ζωή κυρίως των μπεκατσοκυνηγών, προκάλεσε και ακόμα προκαλεί πολλές συζητήσεις στους κυνηγετικούς κύκλους. Οι εραστές των παραδοσιακών μεθόδων δεν αποχωρίζονται το κλασικό κουδουνάκι, ενώ οι εκσυγχρονιστές θεωρούν απαραίτητο αξεσουάρ το γνωστό πλέον βαρελάκι στο λαιμό του αγαπημένου μας τετράποδου βοηθού.
Πρόκειται, τελικά, για ένα πολύ μεγάλο δίλημμα. Οι δύο πλευρές έχουν σοβαρά επιχειρήματα και τα καταθέτουν με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο. Το σίγουρο είναι ότι το κυνήγι δεν έχει ανάγκη εκσυγχρονισμού. Όμως, το μπίπερ είναι εκσυγχρονισμός;
Οι “παραδοσιακές” μέθοδοι κυνηγιού και τα επιτρεπόμενα μέσα προστατεύουν επαρκώς το θήραμα; Η κυνηγετική μας συνείδηση εγγυάται την απρόσκοπτη συνέχιση του κυνηγιού ή αναζητάμε πάντοτε την αιτία μακριά από μας τους ίδιους;
Ας αποφασίσει ο καθένας μόνος του…
Πώς λειτουργούν
Τι είναι όμως αυτό το περιβόητο μπίπερ και πόσο χρήσιμο μπορεί να φανεί στο κυνήγι της μπεκάτσας; Δεν είναι λίγοι οι υπερβολικοί, που το χρησιμοποιούν ακόμα και στο κυνήγι του ορτυκιού ή της πέρδικας, αλλά από ‘κει και πέρα το θέμα αρχίζει να παίρνει διαστάσεις αστείου ή τουλάχιστον κατάχρησης…
Το μπίπερ, λοιπόν, όπως συνηθίσαμε να το λέμε, δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν ηλεκτρονικό βομβητή που παράγει χαρακτηριστικό ήχο όταν ο σκύλος μας ακινητοποιηθεί (φέρμα). Αυτό σημαίνει αυτομάτως ότι θα πρέπει να είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι ο σκύλος μας θα φερμάρει μπροστά στο θήραμα που έχει εντοπίσει κι εμείς δεν μπορούμε, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, να τον εντοπίσουμε. Ορισμένα από αυτά έχουν τη δυνατότητα να παράγουν διαφορετικό ήχο στην κίνηση του ζώου, για να μας δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθούμε την πορεία του μέσα στο δάσος. Όταν ο σκύλος μένει σε φέρμα, τότε ο ήχος αλλάζει για να καταλάβουμε ότι το σκυλί μας είναι ακίνητο, άρα βρίσκεται μπροστά στο θήραμα.
Το παραδοσιακό κουδουνάκι δεν κάνει διαφορετική δουλειά από το σύγχρονο μπίπερ, αλλά εκεί η λειτουργία έχει άμεση εξάρτηση από τον τρόπο με τον οποίο κινείται ο σκύλος. Έτσι, όταν ο σκύλος βρίσκεται στην αναζήτηση του θηράματος, που σημαίνει ότι καλπάζει, το κουδούνι κτυπά συνεχώς. Όταν βρεθεί κοντά στην αναθυμίαση του θηράματος, ο ρυθμός επιβραδύνεται, κατά συνέπεια και ο ήχος αλλάζει έως ότου ο σκύλος μείνει σε φέρμα, οπότε το κουδούνι σταματά.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν θα πρέπει να διατηρήσουμε τους παραδοσιακούς τρόπους κυνηγίου -άρα κουδούνι-, ή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη σύγχρονη ηλεκτρονική επιστήμη, σε συνδυασμό με τη συνεχώς βελτιούμενη ποιότητα των σκύλων μας.
Οι παραδοσιακοί κυνηγοί και όσοι κυνηγούν με σκύλους κοντινής έρευνας δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτές τις εξελίξεις και δεν είναι λίγοι εκείνοι που ζητούν ακόμη και απαγόρευση της χρήσης μπίπερ. Δεν δέχονται καμία εξέλιξη στις παραδοσιακές μεθόδους που, όπως υποστηρίζουν, αλλάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού και αλλοιώνουν την παράδοση.
Οι εκσυγχρονιστές, από την άλλη (ή όσοι από αυτούς κυνηγούν με ανοικτής έρευνας σκύλο), πιστεύουν ότι τίποτε δεν αλλάζει με τη χρήση του μπίπερ, δεδομένου ότι πάντοτε κυρίαρχος είναι ο σκύλος κι από εκείνον εξαρτάται αν θα βρει και θα φερμάρει την μπεκάτσα. Συνεπώς, δεν πρόκειται για εκσυγχρονισμό, αλλά για βελτίωση του τρόπου παρακολούθησης του σκύλου. Οι πωλήσεις, βέβαια, των μπίπερ δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα παραμένει πιστή στο παραδοσιακό κουδουνάκι και αντιστέκεται στον ηλεκτρονικό ήχο.
Ποια είναι, όμως, τα επιχειρήματα των φίλων του κουδουνιού και ποια εκείνα που αντιπαρατάσσουν οι μοντέρνοι μπεκατσάδες;
ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙ
Οι παραδοσιακοί πιστεύουν ότι τα ηλεκτρονικά μέσα εκθέτουν τον κυνηγετικό κόσμο ακόμη περισσότερο στα μάτια της κοινής γνώμης και καλό θα ήταν να αποφύγουμε καθετί που θα μπορούσε να παρουσιάσει το κυνήγι ως έναν εύκολο τρόπο προσέγγισης του θηράματος.
Θεωρούν ότι δεν εξυπηρετούν τίποτε περισσότερο από την ακαταμάχητη επιθυμία ορισμένων να επιταχύνουν τη διαδικασία, για να μπορέσουν να βρουν περισσότερα θηράματα. Αυτή, λοιπόν, η κατανάλωση του θηράματος αποπροσανατολίζει τον παραδοσιακό κυνηγό από τον τελικό στόχο, που είναι η ποιότητα και όχι η ποσότητα.
Άλλοι πάλι δεν δέχονται τον ηλεκτρονικό ήχο που “σχίζει” την ησυχία του δάσους και διαπερνά τα αφτιά του ανθρώπου, ο οποίος στο τέλος εγκαταλείπει την πόλη για να απομακρυνθεί από αυτούς τους ήχους. “Αν το δάσος ηχεί όπως η πόλη, τότε δεν υπάρχει νόημα να βρισκόμαστε στο δάσος”, λένε.
Η δυνατότητα του σκύλου να πλησιάσει αθόρυβα το θήραμα κάνει το κυνήγι με μπίπερ αντιαθλητικό και ύπουλο, χαρακτηριστικά που δεν ταιριάζουν στους λάτρεις του παραδοσιακού κυνηγιού.
Χάνεται η συνεργασία
Είναι γεγονός ότι πάρα πολλές μπεκάτσες, στο άκουσμα του σκύλου με κουδούνι, φεύγουν κρυφά από μεγάλη απόσταση, χωρίς να δώσουν τη δυνατότητα στο σκύλο να τις πλησιάσει και να τις μπλοκάρει. Θα πρέπει πάντοτε να αφήνουμε τη δυνατότητα στο θήραμα να φύγει.
Αυτό, άλλωστε, είναι που κάνει το κυνήγι της μπεκάτσας τόσο συναρπαστικό: η απρόβλεπτη συμπεριφορά της. Αν γνωρίζαμε πάντοτε τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσει, δε θα υπήρχε νόημα να την κυνηγάμε.
Ο εντοπισμός του σκύλου μ’ αυτή τη συσκευή είναι ευκολότερος. Κατά συνέπεια, περιορίζεται η ανάγκη εκπαίδευσης και συνεργασίας, καθώς το μόνο που μένει είναι να ακούσουμε το μπίπερ εκεί που φερμάρει ο σκύλος για να τον εντοπίσουμε, χωρίς να χρειάζεται, παρά σπάνια, να μας βρει εκείνος. Δημιουργούμε έτσι ζώα που κυνηγούν για τον εαυτό τους, χωρίς να δίνουν σημασία στο πού βρίσκεται και πού κατευθύνεται το αφεντικό τους.
Ενάντια στην κυνηγετική φιλοσοφία
Το κυνήγι για τους παραδοσιακούς κυνηγούς δεν είναι τίποτα περισσότερο από επιστροφή στη φύση. Οι ηλεκτρονικοί ήχοι δεν έχουν καμία θέση εδώ. Άλλωστε, η επικοινωνία και η συνεργασία του κυνηγού με το σκύλο δεν ανταλλάσσονται με κανένα ηλεκτρονικό μέσο.
Είναι λίγοι εκείνοι που θα επέτρεπαν στον εαυτό τους να περιορίσει αυτή την επικοινωνία και να αποχωριστεί το συναίσθημα της αγωνίας όταν αναζητά, στην ησυχία του δάσους, τον ακινητοποιημένο σκύλο και το μόνο που ακούει είναι ο ήχος από τα πεσμένα φύλλα που πατά και η καρδιά του που κτυπά γοργά στο στήθος.
Τέλος, κάθε εξέλιξη στα παραδοσιακά κυνήγια αναιρεί την ίδια την ιδέα του κυνηγίου.
ΤΟ ΜΠΙΠΕΡ
Στον αντίποδα αυτών των επιχειρημάτων, οι φίλοι του μπίπερ έχουν να αντιπαρατάξουν το δικό τους σκεπτικό, τεκμηριώνοντας τις απόψεις τους με τα δικά τους επιχειρήματα.
Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι το βασικό πλεονέκτημα της συσκευής αυτής είναι ότι δεν κάνει θόρυβο. Φανταστείτε ένα παραδοσιακό κουδούνι που κτυπά συνεχώς, χωρίς λόγο πολλές φορές, πόσο ταράζει την ησυχία του δάσους. Ο σκύλος, τις περισσότερες φορές, δεν μπορεί να ακούσει ούτε εμάς αλλά ούτε και την μπεκάτσα που περπατά στα πεσμένα φύλλα, διότι έχει δίπλα στα αφτιά του το κουδούνι που κτυπά δαιμονισμένα. Πολλοί κυνηγοί ρυθμίζουν το μπίπερ να κτυπά μόνο στη φέρμα, για να έχουν καλύτερη επαφή με το σκύλο.
Δεν βρίσκει το μπίπερ τις μπεκάτσες αλλά ο σκύλος, ανεξάρτητα από το τι φορά στο λαιμό. Αν κυνηγά κάποιος με σκυλί μεγάλης έρευνας, όπως τα Πόιντερ και τα Σέττερ, είναι αδύνατο να τα παρακολουθήσει μ’ ένα απλό κουδούνι.
Οι συσκευές αυτές είναι χρήσιμες στους μεγαλύτερους σε ηλικία κυνηγούς, που έχουν μειωμένη οξύτητα ακοής. Η σιωπηρή προσέγγιση της μπεκάτσας, υποστηρίζουν, είναι μύθος διότι αντίθετα από το κουδούνι η μπεκάτσα έχει έναν διαπεραστικό ήχο μπροστά της, που ακούγεται συνεχώς και γνωρίζει έτσι πού ακριβώς βρίσκεται ο σκύλος.
Με το μπίπερ μπορείς να διαπιστώσεις στο κάτω-κάτω τι αξίζει ο σκύλος σου. Εκείνο που μετρά είναι η συμπεριφορά του κυνηγού και όχι τα βοηθήματα που χρησιμοποιεί.
Όχι στις απαγορεύσεις
Η πρόταση απαγόρευσης της χρήσης του ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο, τη στιγμή που επιτρέπεται κάθε μορφή λειόκαννου όπλου, κάθε γόμωση φυσιγγίων, φυσίγγια διασποράς, φυσίγγια με πεπλατυσμένα σκάγια, όπλα με κοντές και ανοικτές κάννες.
Πού είναι η ιδέα του αθλητικού κυνηγίου, όταν πέντε ή έξι άνθρωποι περιτριγυρίζουν έναν σκύλο που φερμάρει την μπεκάτσα, αποκλείοντας ουσιαστικά κάθε δίοδο; Αν σεβαστούμε τους γραπτούς και άγραφους νόμους του κυνηγίου, τότε δεν πρόκειται κανένα μπίπερ να αποβεί σε βάρος του.
Κυνηγετική παιδεία χρειαζόμαστε και τήρηση της δεοντολογίας, κι όχι ανούσιες και ανώφελες απαγορεύσεις. Ας αφήσουμε τον κυνηγό να αποφασίσει μόνος του για τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει, παροτρύνοντάς τον πάντοτε να σέβεται το θήραμα, τη φύση και τους συνανθρώπους του.
“Δεν είναι, λένε οι φίλοι του μπίπερ, οι ηλεκτρονικοί βομβητές που καταστρέφουν το θήραμα, αλλά οι άνθρωποι που δεν το σέβονται. Αν απαγορευτεί το μπίπερ, θα πρέπει να απαγορευτεί και το κουδούνι. Ούτε σε μας αρέσει ο ηλεκτρονικός ήχος, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά”.