Ο τεχνίτης της πέρδικας Ανδρέας Λεπίδας
Γράφει ο Νίκος Μακρυποδάκης
Τρίτη 1 Οκτώβρη φθάνουμε, επιτέλους, στο χωριό Οίτη, ύστερα από ένα ανήσυχο ταξίδι με πολλές αναφορές και κουβέντες εάν θα βρούμε τις αρχόντισσες πάνω στο καταφύγιο του Κόρακα στα Βαρδούσια. Θα είναι χαμηλωμένες στα ελατάκια μέσα στα κεδράκια κοντά στο μαντρί, κοντά στο νερό ή πιο ψηλά στις σάρες. Δεν πολύ-κατάλαβα πότε φθάσαμε, πάντως είχε νυχτώσει καλά και μας περίμενε στην πλατεία του χωριού, μπροστά στον καφενέ του, ο Γιώργος Παναγής με σερβιρισμένα 4 τσιπουράκια.
Τσουγκρίσαμε η παρέα, τα αδέρφια Παναγή εγώ και ο Βαγγέλης, είπαμε εβίβα του Γιώργη. Γύρω στις 11.30 κατέφθασε στην πλατεία και το κόκκινο Τζίμνι. Είναι η παρέα του Ανδρέα, του Λεπίδα, απ’ τη Λάρισα. Ο περιβόητος κατά την ομολογία του Μάκη, γνήσιος περδικάς. Πρώτη φορά και πρώτη χρονιά θα κυνηγούσαμε με τον Ανδρέα και την παρέα του. Με το που κατέβηκε απ’ το τζιπάκι, κατάλαβα αμέσως ότι είναι ο δεύτερος απ’ το χαμόγελο που έσκασε στο Βασίλη και τον Μάκη. Βέβαια τον πρόδιδε και το κυνηγητικό περδικίσιο σκαρί. Αθλητικός, ελαφρύς γύρω στα 65-70 κιλά.
Αλληλοσυστηθήκαμε όσοι δεν γνωρίζονταν, κεράσαμε τα παιδιά, τον φίλο του τον Αχιλλέα και έναν ακόμη νεαρό το Θεοχάρη και κάναμε εβίβα όλοι μαζί. Ήμουν περίεργος γιατί τον εξυμνούσα τόσο πολύ τα αδέρφια Παναγή, το συγκεκριμένο κυνηγό, με τόσες αφηγήσεις για το κυνηγητικό του πάθος, με τόσα κυνήγια στην πλάτη τους οι ίδιοι, έβλεπα ότι παρόλο που ήταν ηλικιακά κοντά 40-45 τους έβγαινε χωρίς κανένα κόμπλεξ, ένας σεβασμός και μια εκτίμηση προς το κυνηγητικό του ταμπεραμέντο.
Ξεκινήσανε λοιπόν και τα καλαμπούρια και τα πειράγματα, όπως συνήθως γίνεται, τι θα πάθεις αύριο Ανδρέα; Και τα συναφή όλοι μεταξύ μας.
Τίποτα δεν άφηνε στην τύχη
Παρόλο που το πείραγμα έγερνε προς την μεριά του Λαρισινού, τον έβλεπα ανήσυχο, σαν να ήθελε να ξεκινήσουμε κουβέντα για το τι θα κάνουμε αύριο πάνω στο βουνό. Δεν άργησα να διαψευσθώ και πετάγεται και λέει τι ώρα θα σηκωθούμε αύριο, τελειώνεται πίνεται να συνεννοηθούμε για το αυριανό κυνήγι να πάμε σπίτια μας να μαζευτούμε. Λένε τα παιδιά 5.00 αφύπνιση και τινάζεται όρθιος. Τι 5, 4 όρθιοι και 20’ φύγαμε, θέλουμε και 1 ώρα να φθάσουμε να πάρουμε θέσεις, να χωριστούμε. Τι να χωριστούμε, θα φθάσουμε μια ώρα πριν να φυλάμε σκοπιά στην κορφή, λέει ο Μάκης. ‘Τσιμογελάμε’ λίγο οι υπόλοιποι και τότε ο Ανδρέας ξεσπαθώνει όλο του το είναι σε σχέση με το κυνήγι της πέρδικας. 4.20 το Τζίμνυ αναχωρεί, εσείς ελάτε 9, να πιείτε ελληνικό, να απολαύσετε τη θέα, θα έχει σπάσει και η υγρασία. Κόβονται τα γελάκια. Λοιπόν, φεύγουμε 4.20 τέλος η πλάκα, μην με αγχώνετε. Θα πάμε άνετα και ωραία με την ησυχία μας, να μοιραστούμε, να κάνουμε ‘ακουστήρι’. Θα σας μοιράσω εγώ εκεί που τους βρήκα τον Αύγουστο στα εκπαιδευτικά. Τα έχω μετρημένα και σηκωμένα τα κοπαδάκια. Ξέρω που κρατάνε. Τίποτα δεν άφηνε στην τύχη.
Αφού θα έχει γίνει το ακουστήρι και αρχίζει και χαράζει, θα ρίχνουμε μια ματιά προς την μεριά που τις ακούμε, αν μπορέσουμε και αντιληφθούμε οπτικά εάν σήκωσαν φτερό προς τα κάτω και προς ποια μεριά πήραν. Συνειδητοποιώ ότι εδώ αύριο δεν πάμε, για εάν θα τις βρούμε, εάν θα τις πετύχουμε, έχει γίνει ολόκληρη διαδικασία απ’ το καλοκαίρι, πάμε για νούμερο. Έχει γίνει μισή δουλειά σχεδόν. Το υπόλοιπο κομμάτι είναι οι σκύλοι μας και τα ντουφέκια μας. Έχω, όμως, να σας αφηγηθώ και άλλο κομμάτι προετοιμασίας, που δεν μου πέρναγαν απ’ το μυαλό, συνεχίζει και λέει εξασφαλίζοντας λοιπόν κάποια δεδομένα, μπαίνουμε βουνό με το που χαράζει, χωριζόμαστε και λύνουμε σκυλιά. Μην μας μπουν τίποτα λαγάδες μπροστά και πάνε και μας τις βρογκίξουνε, τελειώσαμε μετά, θα μας τις στείλουν στον πάτο.
Παρατήρησα δεξιά – αριστερά του τραπεζιού ότι τον κοιτάγαμε όλοι με πόση δόση αλήθειας είχε αυτά που μας παρουσίαζε και με τι ένταση. Μας μετέδιδε μια σπίντα κυνηγητική, μας εξίταρε με την οργάνωση που είχε κυνηγητικά χωρίς καμιά αρχηγική διάθεση. Απλά μας έκανε ενέσεις.
Ότι έλεγε ήταν μελετημένο, με πέντε κουβέντες, σε έβαζε βουνό χωρίς να το καταλάβεις. Θυμάμαι πως περιέγραψε τις φέρμες της ‘έλντας’ στα εκπαιδευτικά. Και συνδύαζε τα εκπαιδευτικά με το αυριανό κυνήγι μας. Θα τις βρούμε σε αυτή τη λάκα που γυρνάει την κορφή, θα έχετε ανοικτά τους ασυρμάτους να συνεννοούμαστε, όταν τις βρούμε, θα τις πλακώσουμε στις ντουφεκιές, να σπάσουν τα πουλιά και μετά άσε τα σκυλιά μία-μία να πάμε να τις τρυγήσουμε με εύκολες ντουφεκιές.
Όλο το παιχνίδι είναι να τις βρούμε νωρίς, για να αποδώσουν πιο δυνατά και τα σκυλιά. Να τα ντομπάρουμε με δάγκωμα πέρδικας απ’ το πρωί. Τέλος. Ότι μας περιέγραψε, μας τα έδειξε με εικόνα και ήχο στο κινητό του, με μέρες, ώρες και ημερομηνίες των εκπαιδευτικών του. Η ομάδα είχε διδαχθεί ένα πλήρες σεμινάριο, έβλεπες έναν άνδρα, εθισμένο οργανωμένο και παράλληλα σίγουρο και έτοιμο για επιτυχημένο κυνήγι. Πήγαινε για αναμέτρηση, υπολόγιζε πολύ στις δυνάμεις του, στην πείρα του και στην ποϊντερίνα του.
Μια σκύλα, ποϊντερ που δεν πίστευα στα μάτια μου, ήταν 10 χρονών. Έτρωγε βουνό σαν έφηβη, ακούραστη άνυδρη γεννημένη για να βρίσκει πέρδικες σε όποια κορφή και αν ήταν. Δεν γινόταν να πιστέψω εάν δεν το έβλεπα εγώ, ότι υπάρχει σκυλί που με τόση ευκολία μπορεί να πιάσει τόσες κορφές, κα να τσεκάρει τόσα τόπια και αφού τις βρει να περιμένει υπομονετικά, ήρεμα, ήσυχα τον Ανδρέα να ανέβει χωρίς να τις ανησυχήσει καθόλου για να ντουφεκίσει το αφεντικό της.
Και ποιος πάει κύριοι συνάδελφοι μου εκεί που φέρμαρε η ‘έλντα’;
Πιστεύω, λίγοι από εμάς, το σκυλί είναι στην κορφή, εκεί που έπεσε το αεροπλάνο, στα Βαρδούσια. Όποιοι έχουν κυνηγήσει, καταλαβαίνουν τι λέω.
Η περιγραφή απλή η πραγματικότητα εντυπωσιακή
Το μπίμπερ ακούγεται αμυδρά, ίσα-ίσα. Αυτομάτως βλέπω ένα άνθρωπο-πόϊντερ, να ξεχύνεται προς την κορφή Αέρινα. Φωνάζοντας φέρμα. Πάταγε βουνό, λες και έκανε τζόγκινγκ γρήγορο σε γκαζόν. Τώρα κατάλαβα ότι όλη αυτή την εκρηκτικότητά του την προκάλεσε το μπίμπερ, σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Δεν σκέφτηκε πως θα πάει κορφή, που θα φτάσει εκεί πάνω, απλά ξεκίνησε με γρήγορα τέμπο, έχοντας δυνατά πνευμόνια και είναι αυτό που λέμε, είναι περδικάς, είναι ποδαράς φθάνοντας γρήγορα πάνω στην σκύλα και ντουφεκόντας κρατώντας δύο πέρδικες χωρίς να καταλάβουμε, τι έγινε.
Μόνο, ο Ανδρέας ο Λεπίδας μπορεί να κυνηγήσει αυτή την πόϊντερ, και μόνο αυτή η πόϊντερ μπορεί να πάει για κυνήγι με έναν περδικοκυνηγό σαν τον Ανδρέα, χωρίς πολλά λόγια. Κατείχε και τους δύο μια μανία. Τώρα κατάλαβα γιατί τον εξυμνούσαν έτσι οι άλλοι συνκυνηγοί του. Είναι μεγάλη εμπειρία και δεν σας κρύβω, μεγάλη τύχη, να κυνηγάς με περδικάδες τέτοιου είδους με τόσες γνώσεις.
Δεν είναι απλά περδικάδες αλλά είναι κυνηγαρέοι άνδρες με πολύ μούρλια. Δίνει στον εαυτό σου και στο κυνήγι σου ένα έντονο ύφος σε κάνει να προσπαθήσει με το 100% που έχεις, σε κάνει ο ίδιος ο Ανδρέας και εν συνεχεία η παρέα να ανεβάσεις ντεσιμπέλ. Νοιώθεις ότι παίζεις Champion League. Προσωπικά, εμένα, με έκανε να αναθεωρήσω και να ρουφήξω και να κλέψω με την καλή έννοια, εικόνες για το τι είναι πραγματικό κυνήγι, σε σχέση με την βόλτα στον κυνηγότοπο.
Επίσης, με παρέσυρε ο Ανδρέας, ο Κυνηγός με Κ να κάτσω να γράψω και να κάνω αναφορά στο πρόσωπό του αδικώντας την υπόλοιπη παρέα το τι βαρέσανε τι βρήκαν τα υπέροχα εκτός της πόϊντερ, σέττερ εκτροφής του κυρίου Γ. Αποστολοπούλου – Κυνολαμία, που δούλεψαν ασταμάτητα. Ας με συγχωρήσουν οι φίλοι μου, με μαγνήτισε αυτός που θαύμαζαν.
Επιστροφή χωριό, να σχολιάσουμε τις φέρμες τις ντουφεκιές, το λαγό που βγήκε στα πόδια του Αχιλλέα και πήγε και τον φίλησε σταυρωτά ο Ανδρέας μόλις το εκτέλεσε δείχνοντας το ήθος του με πόση εκτίμηση επιβράβευσε το ζευγάρι του. Καλά μας πήγε η πρώτη μέρα να δούμε το Σαββατοκύριακο τι θα ακολουθήσει.
Πάντως για έναρξη, 6 πέρδικες, ένα λαγό και ένα τέτοιο σεμινάριο στα 2.050 μέτρα μόνο γεμάτος μπορεί να νοιώθεις. Το Σαββατοκύριακο έληξε με έναν ακόμη λαγό του Μάκη και ένα όμορφο λεβέντη κότσο.