Του Παντελή Κουτρούμπα
Επιτυχημένες κυνηγετικές εξορμήσεις είναι αυτές που σε γεμίζουν, σου ικανοποιούν το πάθος και σου καταλαγιάζουν το αρχέγονο ένστικτο του κυνηγίου, είτε σημαδεύεις φτερωτά θηράματα είτε στήνεις παγάνες για αγριογούρουνα. Όποιες κι αν είναι οι επιλογές του κάθε κυνηγού, αυτό που μένει πάντα στο τέλος είναι οι δυνατές αναμνήσεις.
Πολλοί λένε ότι το κυνήγι μπορεί να αποτελεί αρχέγονο ένστικτο, αλλά οι επιλογές του κάθε κυνηγού είναι εξατομικευμένες και ιδιαίτερες. Διαμορφώνονται κατά τη γνώμη μου από την κυνηγετική παιδεία που έχει μεταφερθεί σ’ αυτόν από προηγούμενες γενιές, από τη μέριμνα των κυνηγετικών οργανώσεων και από την “περιρρέουσα κυνηγετική κουλτούρα” που ενστερνίζεται, αναπαράγει και εμπλουτίζει η κυνηγετική οικογένεια κάθε χώρας. Μοιραία, η κουλτούρα αυτή κουβαλάει έντονα τα εθνικά χαρακτηριστικά, τις λαϊκές παραδόσεις αλλά και την αντανάκλαση των δυνατοτήτων που έχει ο βιότοπος της χώρας που ζει ο κυνηγός. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κυνήγι σημαίνει αποκομιδή τροφής από το περιβάλλον. Έτσι θήραμα που δεν μπαίνει ποτέ στο σακίδιο δεν μπορεί να ασκήσει έλξη στον κυνηγό.
Ένας λάτρης φτερωτών θηραμάτων αναπολεί…
Πρέπει να ομολογήσω ότι όλα τα χρόνια που κυνηγώ, δεν απέφυγα να ασχοληθώ με κανένα θήραμα. Φυσικά η πέρδικα και η μπεκάτσα ήταν πάντα στην πρώτη θέση των επιλογών και της καρδιάς μου. Όμως, η καταγωγή μου από το Μεσολόγγι Αιτωλοακαρνανίας, με έφερε πολύ νωρίς σε επαφή με το υδρόβιο θήραμα που και εκείνο ομολογώ ότι μου ‘χει χαρίσει μοναδικές συγκινήσεις. Τα ορτύκια, η τσίχλα και η φάσσα, αλλά και το αυγουστιάτικο τρυγόνι, όπως και το απριλιάτικο τα παλιότερα χρόνια, δεν με άφησαν ποτέ αδιάφορο. Προτιμούσα τα κυνήγια που γίνονται με σκύλο, αλλά ποτέ δεν ήμουν από τους ανθρώπους που θα χάλαγαν την παρέα αν αποφάσιζε την επόμενη μέρα να πάμε για φάσσα ή για τσίχλα.
Με την πέρδικα ασχολήθηκα πολλά χρόνια, κυρίως στους τόπους της Μακεδονίας, την εποχή που πήγαινε κανείς για πέρδικες και αν είχε καλά σκυλιά και γερά πνευμόνια ήξερε ότι θα φέρει στο σπίτι θήραμα. Στις μέρες μας που έχει καταντήσει ένα κυνήγι φαντασμάτων, εξακολουθώ να ασχολούμαι μαζί της, αλλά θεωρώ ότι βρίσκεται πιο κοντά στην ουτοπία παρά σ’ αυτό που λέμε παραδοσιακό κυνήγι. Την περίοδο 1983–1989 ασχολήθηκα περιστασιακά με τον αγριόχοιρο με μια παρέα στην ανατολική Μακεδονία. Δεν έχω παράπονο από κείνα τα χρόνια, ούτε από τον πλούτο των μακεδονικών βιοτόπων σε αγριόχοιρους. Όμως ήταν ένα κυνήγι που ποτέ δεν με συγκλόνισε και ποτέ δεν έγινε εκείνα τα χρόνια πάθος για μένα. Λίγο η στρατιωτική πειθαρχία, λίγο οι ατέλειωτες ώρες ακινησίας στο καρτέρι, που σου στερούσαν κάθε δυνατότητα δράσης, λίγο η στέρηση του καπνού που στο περπάτημα είναι θεμιτή αλλά στο καρτέρι καταντάει βάσανο και πάνω απ’ όλα οι διαφορετικοί χαρακτήρες των κυνηγών που σε ένα τέτοιο κυνήγι εκδηλώνονται με τον πιο ακραίο τρόπο, με έκαναν γρήγορα να εγκαταλείψω αυτού του είδους το κυνήγι.
Η ιδανική κυνηγοπαρέα
Εδώ και δύο χρόνια το έφερε η τύχη να ξανασμίξω με μια άλλη κυνηγετική παρέα γουρουνάδων. Περισσότερο για να δρέψω για άλλη μια φορά την εμπειρία και λιγότερο γιατί πίστευα ότι θα με συγκινούσε ένα τέτοιο κυνήγι, ακολούθησα τη νέα φιλόξενη κυνηγετική συντροφιά μου και ξαφνικά ήρθα σε επαφή με μια νέα πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που με έκανε να προσκολληθώ φανατικά σε αυτό το είδος κυνηγίου και στη συγκεκριμένη παρέα. Γιατί πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι ο χαρακτήρας των ανθρώπων που αποτελούν την κυνηγετική παρέα παίζει τεράστιο ρόλο σε ένα κυνήγι τόσο συλλογικό και τόσο ιδιαίτερο όσο εκείνο του αγριόχοιρου. Πολλές πετυχημένες εξορμήσεις έκανα με την παρέα αυτή τα τελευταία τρία χρόνια και άλλες τόσες αποτυχημένες. Η επιτυχία τελικά στο κυνήγι δεν βρίσκεται στο αν θα φορτώσεις το πολυπόθητο θήραμα στο αυτοκίνητο το μεσημέρι, αλλά στο αν θα χωρίσεις την Κυριακή το βράδυ με την κυνηγοπαρέα έχοντας περάσει ένα υπέροχο διήμερο και αν τα γεγονότα του διημέρου αυτού θα έχουν “γεμίσει τις μπαταρίες σου” για άλλη μια δύσκολη βδομάδα στο “κλεινόν άστυ”. Με αυτή την έννοια, όλες οι εξορμήσεις είχαν στεφθεί από απόλυτη επιτυχία.
Η εξόρμηση που θα σας διηγηθώ σήμερα φέρνει στην επιφάνεια ιδιόρρυθμες συμπεριφορές των αγριόχοιρων που εγώ προσωπικά πρέπει να ομολογήσω ότι τις είχα βιώσει μέχρι τώρα μόνο μέσα από βιντεοταινίες. Παρακάτω θα γίνει κατανοητό τι θέλω να πω.
Η πολυπόθητη στιγμή της συνάντησης
Παρασκευή 19 Νοεμβρίου της περσινής χρονιάς και βραδάκι φτάνω στο γνώριμο χωριό της Αρκαδίας, για να συναντήσω τους φίλους μου, τον Γιώργο και τον Βασίλη που αποτελούν την καρδιά της κυνηγετικής μας συντροφιάς. Το σκηνικό γνώριμο αλλά πάντα εξίσου ελκυστικό, το περιμένεις από Δευτέρα ως Παρασκευή με απίστευτη ανυπομονησία… Συνάντηση στην ταβέρνα του χωριού δυνατά χοληστερινούχα γεύματα στα κάρβουνα, καλό κρασί και ατελείωτες κυνηγετικές ιστορίες. Την Παρασκευή εκείνη τα μηνύματα ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξα. Από την Τετάρτη οι νεότεροι της παρέας είχαν “κόψει” μια περιοχή και είχαν βρει ίχνη αγριόχοιρων χωρίς έξοδο. Η επιλογή του τόπου επομένως ήταν δεδομένη.
Ξημερώματα Σαββάτου 20 του Νοέμβρη βρεθήκαμε μία ώρα δρόμο με το αυτοκίνητο από το χωριό που διανυκτερεύσαμε. Η παρέα αποτελείτο από οκτώ άτομα. Οι δύο Γιώργηδες, οι δύο Βασίληδες, ο Στάθης, ο Ηλίας, ο Δημήτρης και ο γράφων. Η αναφορά στην παρέα δεν θα είχε νόημα χωρίς τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της. Επτά έμπειρα γουρουνόσκυλα συμπλήρωναν την παρέα της εξόρμησης, ο Κόμπρα, μπαράκι, ο Έκτορας, δυνατός γκέκας, ο Μπάσιος, διασταύρωση σεγκούτσιο με γκέκα, ο Λίγκος, ο Τζόνι και ο Γκέκας, ημίαιμα γουρουνόσκυλα και η αγαπημένη μου Αράπω, ένα Σλοβάκιαν Κόροβ, που χωρίς υπερβολή μου έχει χαρίσει τις δυνατότερες κυνηγετικές συγκινήσεις.
Και η περιπέτεια αρχίζει!
Κόψαμε εκ νέου τα ίχνη κρατώντας την αγέλη και ορίσαμε τα καρτέρια. Ο Βασίλης και ο Γιώργος, αφού τοποθετηθήκαμε στα καρτέρια, ξεκίνησαν με τα επτά σκυλιά μας την παγάνα. Για 20 λεπτά επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Η ρεματιά πυκνή και η οπτική δυνατότητα περιορισμένη, παρόλο που από ψηλά στα καρτέρια είχαμε αμφιθεατρική θέα. Μετά από ένα εικοσάλεπτο ακούστηκε το πρώτο κλαφούνισμα. Στον τόπο που κυνηγάμε, ακριβώς επειδή τα μέρη είναι πυκνά, παγανιστές και καρτεριτζήδες έχουν την ίδια περίπου πιθανότητα να χτυπήσουν το θήραμα. Τρία λεπτά μετά το πρώτο κλαφούνισμα εμφανίστηκε ξαφνικά μέσα από το πυκνό και σε απόσταση εκτός βολής από το καρτέρι μου μία γουρούνα με έξι μικρά των 20 κιλών περίπου το καθένα. Τα γουρουνόπουλα σκόρπισαν και τα σκυλιά μας καταδίωξαν κάποια από αυτά. Ένα από αυτά χτυπήθηκε στη φάση της διαφυγής, ενώ τα υπόλοιπα έγιναν αιτία να χάσουμε για λίγη ώρα τα 5 από τα 7 σκυλιά της παρέας. Η παγάνα κατάφερε να ρίξει μία εύστοχη βολή στη γουρούνα που τραυματίστηκε, αλλά κατάφερε να διαφύγει. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, η οπτική επαφή με τη σκρόφα ήταν αδύνατη και το μόνο που ακούγαμε ήταν τα σκυλιά, τα δύο σκυλιά που απέμειναν κοντά της, τον Κόμπρα και τον Μπάσιο, που την καταδίωκαν και κάθε φορά που εκείνη ξαπόστανε τραυματισμένη, την κράταγαν σε στάμπα. Η γουρούνα διέθετε ακόμα μεγάλη ζωτικότητα και τα σκυλιά την καταδίωκαν προς τη γειτονική λίμνη. Ζορισμένη από τα ατρόμητα γουρουνόσκυλα έφτασε στην άκρη της λίμνης και εκεί τραυμάτισε το ένα από τα δύο σκυλιά που συνέχισε να την κρατάει σε στάμπα. Και τότε συνέβη κάτι που ποτέ δεν είχα δει στην πραγματικότητα.
Κινηματογραφικές σκηνές καταδίωξης
Έχω παρακολουθήσει σε ξένες ταινίες και σε ταινίες της σειράς “Επιτέλους Κυνήγι”, κατ’ επανάληψη, αγριόχοιρους να διασχίζουν λίμνες ή εκτεταμένους βάλτους, κολυμπώντας, προκειμένου να διαφύγουν. Όμως ελάχιστες φορές έτυχε να κυνηγήσω αγριόχοιρους κοντά σε λίμνη και καμία από αυτές τις φορές δεν είδα αγριόχοιρο να προσπαθεί να διαφύγει κολυμπώντας. Έμελλε στις 20 του Νοέμβρη, εκείνο το πρωινό να ζήσω αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία. Η σκρόφα τραυματισμένη, αλλά με πολλές δυνάμεις ακόμη, ρίχτηκε στο νερό της λίμνης και άρχισε να κολυμπάει προς την απέναντι όχθη. Εμείς παρακολουθώντας την εκτός βολής, ζήσαμε το μοναδικό θέαμα των δύο γουρουνόσκυλων της παρέας μας να προσπαθούν να την κρατήσουν στάμπα μέσα στο νερό και να κολυμπάνε συνεχώς δίπλα της γαβγίζοντας. Κάθε τόσο το ένα από αυτά (το άλλο είχε τραυματιστεί, γιατί η γουρούνα λίγο πριν μπει στη λίμνη το δάγκωσε άσχημα στο πίσω πόδι), όρμαγε στη γουρούνα και για κάποια δευτερόλεπτα γουρούνα και γουρουνόσκυλο χανόντουσαν κάτω από την επιφάνεια του νερού, για να ξαναβγούν και πάλι και να συνεχίσει η υδάτινη καταδίωξη. Αυτό ήταν κάτι που πραγματικά δεν το είχα δει ούτε σε ταινία! Για αρκετή ώρα γίναμε μάρτυρες αυτής της μοναδικής εμπειρίας που μόνο τώρα, που ξέρουμε ότι τα σκυλιά μας είναι υγιή, μπορούμε να τη συλλάβουμε σε όλο της το μεγαλείο και να την απολαύσουμε ως ανάμνηση. Γιατί τότε, τη στιγμή εκείνη, η αγωνία για τα σκυλιά μας ήταν τέτοια που μόνο ως ευχάριστη εμπειρία δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το όλο θέαμα. Τελικά, η γουρούνα βγήκε στην απέναντι όχθη και εκεί σωριάστηκε καταβεβλημένη από το τραύμα και την υπερβολική προσπάθεια, ενώ το ένα από τα δύο σκυλιά μας εξακολουθούσε να την κρατάει στάμπα. Το άλλο, τραυματισμένο, μόλις ένιωσε τις δυνάμεις του να το εγκαταλείπουν, γύρισε κολυμπώντας και επέστρεψε από τα μέσα περίπου της διαδρομής στην ξηρά.
Οι δύσκολες ώρες της αποκομιδής…
Εκεί άρχισαν και τα μεγαλύτερα προβλήματα. Πώς θα μπορούσαμε να προσπελάσουμε την απέναντι όχθη; Πλεούμενα δεν διαθέταμε και η περιοχή που η γουρούνα είχε επιλέξει για τελικό προορισμό της ήταν ιδιαίτερα δύσβατη και απομακρυσμένη. Χρειάστηκε μία ολόκληρη ώρα μέσα από την πυκνή βλάστηση για να διανύσουμε την απόσταση που μας χώριζε από το σκυλί και τη σκρόφα. Όταν φτάσαμε εκεί, δώσαμε στο καταβεβλημένο ζώο τη χαριστική βολή και ξεκίνησε το δύσκολο έργο της αποκομιδής του. Η μεταφορά σε τέτοιους τόπους είναι συνήθως ιδιαίτερα κοπιαστική και δύσκολη.
…και οι όμορφες ώρες του απολογισμού
Όμως η ικανοποίηση της επιτυχίας του όλου εγχειρήματος σε γεμίζει, τέτοιες στιγμές, με μοναδικές δυνάμεις και η κούραση συνειδητοποιείται μόνο όταν όλα πια έχουν τελειώσει και βρίσκεσαι και πάλι στην ταβέρνα του χωριού για τον απολογισμό και το σχολιασμό της κυνηγετικής μέρας.
Δεν ξέρω πόσοι από σας που διαβάζετε αυτό το άρθρο μπορείτε να κατανοήσετε πως ένας άνθρωπος που αφιέρωσε όλη του την κυνηγετική διαδρομή στα σκυλιά φέρμας και στο φτερωτό θήραμα, εγκατέλειψε ξαφνικά τα πάντα χάριν ενός κυνηγίου που παλιότερα είχε ξαναδοκιμάσει και είχε απορρίψει. Συμβαίνει όπως και στα περισσότερα πράγματα που σχετίζονται με το πάθος του κυνηγίου, να είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανείς τις επιλογές του σε όποιον δεν τις έχει βιώσει και δεν τις έχει αισθανθεί στην πράξη. Είναι και αυτή, άλλωστε, άλλη μια απόδειξη ότι το πάθος του κυνηγίου σχετίζεται πολύ περισσότερο με αρχέγονα ανθρώπινα ένστικτα παρά με την ξύλινη και ορθολογιστική γλώσσα της λογικής.