Του Χρήστου Χατζιώτη
Η συντριπτική πλειονότητα των κυνηγών χρησιμοποιεί όπλα μεσαίας κατηγορίας και προσδοκά από αυτά το λογικό και αναμενόμενο: λειτουργικότητα, αποτελεσματικότητα και κυρίως ικανοποίηση την ώρα του κυνηγίου. Παρακάτω αναλύονται διεξοδικά οι προτεραιότητες που πρέπει να θέσει ο κυνηγός πριν αγοράσει ένα καινούργιο όπλο και τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει ώστε να κάνει την καλύτερη δυνατή επιλογή.
Η φιλοσοφία της παρουσίασης πανάκριβων οπλοκατασκευών έχει την έννοια να διαμορφώσει τα σωστά κριτήρια με τα οποία θα μπορέσει να αξιολογήσει και να εκτιμήσει ο καθένας τα χαρακτηριστικά του όπλου που για κείνον είναι προσιτό, είτε το όπλο αυτό βρίσκεται στην ακριβή, είτε στη μεσαία, είτε ακόμα και στην πολύ οικονομική κατηγορία. Θυσιάζοντας κανείς στοιχεία στην εξωτερική εμφάνιση ενός όπλου, μπορεί ακόμα και στην πολύ οικονομική κατηγορία να εντοπίσει ένα πραγματικά στιβαρό και αξιόπιστο όπλο, με ποιότητα μηχανισμού. Θυσιάζοντας την αναζήτηση της τελειότερης δυνατής κατανομής και συμβιβαζόμενος απειροελάχιστα με την ιδέα της ιδανικής τουφεκιάς, μπορεί να αποκτήσει ένα όπλο με την ευκολία που προσφέρουν οι χρωμιομένες κάννες, αλλά και με την ασφάλεια και την αντιοξειδωτική προστασία τους, που κανείς μέχρι σήμερα δεν αμφισβήτησε.
Σημασία έχει η εκτίμηση στο όπλο μας
Ο ακόμα εξυπνότερος μελετητής των καλών όπλων, αλλά με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, μπορεί να αντιστρέψει τις επιδιώξεις του οπλοκατασκευαστή ενός πανάκριβου όπλου και αγοράζοντας ένα όπλο της μεσαίας κατηγορίας να καταφύγει σε έναν έμπειρο οπλουργό, προκειμένου να το φέρει στα μέτρα του, προσαρμόζοντάς το στο σωματομετρικό του τύπο. Τελικά το κλασικό ανέκδοτο του πάμπλουτου που αγόραζε το ίδιο πανάκριβο αυτοκίνητο σε διαφορετικά χρώματα για να είναι ασορτί με τις γραβάτες του και εκείνου που αγόρασε ένα από αυτά τα αυτοκίνητα και φρόντισε όλες οι γραβάτες του να αγοράζονται στο ίδιο χρώμα, βρίσκει συχνά εφαρμογή στο κυνηγετικό όπλο. Αποτέλεσμα; Μα φυσικά την επίτευξη του επιδιωκόμενου σε κάθε επίπεδο, με προσιτό κοστολόγιο. Όλα αυτά όμως για να συμβούν πρέπει κανείς να μπορεί να αξιολογήσει πραγματικά το κάθε χαρακτηριστικό σε ένα λειόκαννο και για να γίνει αυτό πρέπει να έχει μελετήσει τα κορυφαία όπλα της σύγχρονης ιστορίας. Από την άλλη μεριά, έχοντας αναλώσει πολλές σελίδες γύρω από την ιστορία, τα μοντέλα και τα χαρακτηριστικά των όπλων αυτής της κατηγορίας, αισθάνθηκα πολλές φορές το φόβο ότι τα άρθρα αυτά μπορεί να οδηγήσουν κάποιους στην απαξίωση ενός όπλου της μεσαίας ή της οικονομικότερης κατηγορίας. Και δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα για τον κυνηγό, από το να μην εκτιμάει και να μην απολαμβάνει το όπλο με το οποίο κυνηγάει. Για την αποκατάσταση, λοιπόν, των όπλων της μεσαίας κατηγορίας, αποφάσισα να συντάξω αυτό το άρθρο, καθώς και για κάποιες ιδέες που ορισμένοι από τους αναγνώστες μπορεί να τις είχαν πριν από μένα και να τις έχουν ήδη υλοποιήσει, κάποιοι άλλοι όμως ίσως τις βρουν χρήσιμες.
Διαφορετικά κριτήρια επιλογής
Όταν αναφερόμαστε σε ένα χειροποίητο κατά παραγγελίαν όπλο, υπάρχει ένα στοιχείο που δεσπόζει στην αξιολόγησή του. Υπερκαλύπτει όλα τα άλλα και από μόνο του μπορεί να αποτελέσει κριτήριο αξιολόγησης της συνολικής ποιότητας του όπλου. Αναφέρομαι στη μακροζωία του, ακριβέστερα στις προοπτικές μακροζωίας του όπλου. Και λέω προοπτικές, γιατί η καλή οπλοκατασκευή προσδίδει μακροζωία στο όπλο, με απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση την επιμελή συντήρησή του. Χωρίς αυτή, μη σας φανεί περίεργο ότι ένα χειροποίητο όπλο θα φθαρεί πολύ νωρίτερα από ένα συμβατικό όπλο μαζικής παραγωγής, με χρωμιωμένο το εσωτερικό των καννών του. Ένα χειροποίητο πανάκριβο όπλο το αποκτά κάποιος γιατί φιλοδοξεί να το περάσει στις επόμενες γενιές, στα εγγόνια του ή και στα δισέγγονά του, αλλά παράλληλα και για να κάνει μια σημαντική επένδυση, που σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, θα είναι άμεσα εκποιήσιμη. Φυσικά, αν αναφερόμαστε σε ένα καινούργιο τέτοιο όπλο, αυτό κατασκευάζεται απολύτως στα μέτρα του πελάτη. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους κατόχους μεταχειρισμένων τέτοιων όπλων. Εκείνους, δηλαδή, που αρέσκονται να αγοράζουν και να χρησιμοποιούν πανάκριβα όπλα από «δεύτερο χέρι». Αυτοί θα δυσκολευτούν στο κυνήγι να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τη σκοπευτική τους δεινότητα, πολύ περισσότερο από κάποιον που αγόρασε ένα καινούργιο όπλο μαζικής παραγωγής (και άρα πολύ φτηνότερο), αλλά είχε την τύχη αυτό να βρίσκεται πολύ κοντά στο σωματομετρικό του τύπο. Όμως είπαμε, σε ένα πολύ ακριβό όπλο πρωταρχικός στόχος είναι η μακροζωία και η επενδυτική ικανότητα.
Η ιεράρχηση των προσόντων
Ας δούμε τώρα σε ένα όπλο μαζικής παραγωγής, ένα όπλο της μεσαίας κατηγορίας, τι ιεραρχεί πρώτα ο κυνηγός – καταναλωτής. Και αναφέρομαι στον κυνηγό ως καταναλωτή γιατί η ζήτηση προσδιορίζει, στην παραγωγή των προϊόντων, και την κατεύθυνση του κατασκευαστή.
- Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που αποζητά ο κυνηγός από ένα όπλο της μεσαίας κατηγορίας, είναι να τον βοηθάει να εκμεταλλευτεί τις σκοπευτικές του ικανότητες, να βρίσκεται, μ’ άλλα λόγια, κοντά στο σωματομετρικό του τύπο. Να είναι, όπως λέει ο συγκυνηγός μου ο Μάκης, «σκοτωτικόν!». Ένας κυνηγός με κοντό λαιμό και κοντά χέρια, θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να ευχαριστηθεί μια κυνηγετική μέρα, κρατώντας στα χέρια του ένα όπλο με πολύ χαμηλό και μακρύ κοντάκι, ακόμη και αν αυτό είναι κατασκευασμένο από την ακριβότερη εταιρεία του κόσμου. Το ίδιο θα συμβεί και με έναν ψηλό, ψηλόλαιμο και με μακριά χέρια κυνηγό, που θα του τύχει ένα μικρού μήκους, ψηλωμένο κοντάκι. Αργά ή γρήγορα όλοι προσαρμοζόμαστε στα «κακώς κείμενα» και σταδιακά βελτιώνουμε τις επιδόσεις μας, ποτέ όμως δεν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τις πραγματικές δυνατότητές μας με ένα λάθος κοντάκι.
- Το δεύτερο πράγμα που αποζητά κανείς σε ένα όπλο της μεσαίας κατηγορίας είναι να διαθέτει τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα το κάνουν εύχρηστο, καθώς και τα χαρακτηριστικά εκείνα που δεν θα δημιουργούν περιορισμούς στις συνηθισμένες επιλογές του. Για παράδειγμα, ένας κυνηγός που για χρόνια χρησιμοποίησε κάποιο αυτογεμές στις κυνηγετικές του εξορμήσεις, θα προτιμήσει, όταν περάσει σε ένα αλληλεπίθετο δίκαννο, το όπλο αυτό να είναι μονοσκάνδαλο. Διαφορετικά, για αρκετό καιρό θα προσπαθεί να ξανατραβήξει την πρώτη σκανδάλη στη δεύτερη βολή και θα απογοητεύεται από την επιλογή του. Επιπλέον, ένα όπλο με εξαιρετικά καλής ποιότητας κάννες, αλλά με πολύ ελαστικά ατσάλια, ανίσχυρα να δεχθούν πολύ ισχυρές πιέσεις, θα δυσκολέψει έναν κυνηγό υδροβίων που συνηθίζει να χρησιμοποιεί βαριές γομώσεις, κατά κανόνα αυξημένων πιέσεων. Για κάποιον που αρέσκεται να χρησιμοποιεί στο κυνήγι της φάσσας φυσίγγια τύπου magnum, ένα όπλο με θαλάμες 70 χιλιοστών, όσο αρεστό και αν του είναι θα του αφήνει πάντοτε τη δυσάρεστη γεύση του περιορισμού. Και βέβαια το όπλο το αποκτάμε για να μας ανοίξει ορίζοντες και να μας προσφέρει δυνατότητες και όχι για να μας περιορίζει. Ένας κυνηγός πάλι, που όλες του οι εξορμήσεις συνοδεύονται από σκύλο φέρμας -και το 90% των κυνηγίων αφιερώνεται στην πέρδικα και τη μπεκάτσα-, θα δυσαρεστηθεί πολύ αν στα χέρια του τύχει να κρατάει κάποιο βαρύ ή τσοκαρισμένο όπλο, σ’ αντίθεση με έναν καρτεριτζή κυνηγό, που ένα πανάλαφρο κομψοτέχνημα, περιζήτητο από το μπεκατσοκυνηγό, θα τον επιφορτίσει με οδυνηρό λάκτισμα και θα καταντήσει ανυπόφορο και βασανιστικό σε ένα «ζεστό» καρτέρι τσίχλας ή αυγουστιάτικου τρυγονιού.
- Το τρίτο στοιχείο που αξιολογεί κανείς σε όπλα μαζικής παραγωγής είναι η απροβλημάτιστη λειτουργία του. Ένα όπλο με συχνές θραύσεις εξαρτημάτων, ομοβροντίες στο τράβηγμα της πρώτης σκανδάλης ή άρνηση λειτουργίας από το μονοσκάνδαλο σύστημα αδρανείας στη δεύτερη βολή, αποτελεί πραγματική δοκιμασία και όχι συστατικό της κυνηγετικής απόλαυσης. Εδώ χρειάζεται σύνεση και ωριμότητα για να επιλέξει κανείς σωστά. Δεν μπορεί σε ένα οικονομικό όπλο να απαιτεί κανείς και εξωτερική εμφάνιση και αντοχή και ζύγισμα και μικρό βάρος και μειωμένο λάκτισμα και… όλα τα καλά του κόσμου. Αυτά δεν τα επιτυγχάνει κανείς συνδυασμένα ούτε στις ακριβότερες οπλοκατασκευές. Ιεραρχώντας, λοιπόν, σωστά τις απαιτήσεις μας, έχουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε ένα όπλο πολύ κοντά στο υποκειμενικό «ιδανικό» μας, χωρίς να παρασυρόμαστε από δευτερεύοντα στοιχεία που συχνά «κλέβουν» ένα κομμάτι επένδυσης από τις πρωταρχικές ανάγκες μας. Γι’ αυτό το λόγο, έχω πολλές φορές αναφέρει ότι ο χειρότερος τρόπος για να επιλέξουμε καινούργιο όπλο, είναι να επισκεφτούμε τη βιτρίνα ή το εσωτερικό ενός οπλοπωλείου, χωρίς προηγουμένως να έχουμε στο μυαλό μας τι ακριβώς ζητάμε.
- Η κατασκευάστρια εταιρεία παίζει σημαντικό ρόλο στην εγγύηση ποιότητας του όπλου. Δεν είναι τυχαίο ότι όπλα της μεσαίας κατηγορίας κατασκευάζουν αμέτρητες εταιρείες, αλλά διαδεδομένα, γνωστά και καταξιωμένα, είναι μόνο τα όπλα λίγων και γνωστών εταιρειών. Αυτό δεν είναι προϊόν διαφήμισης, γιατί τα προβλήματα ενός μοντέλου διαδίδονται γρήγορα στον κυνηγετικό κόσμο και αποτελούν ισχυρότερο αντίβαρο από κάθε είδους διαφήμιση. Πολλοί, κινούμενοι σε λάθος μήκος κύματος, επιλέγουν ένα φτηνό όπλο (φτηνό και στην ποιότητα κατασκευής του) στην πιο λουσάτη, «φορτωμένη» και εξεζητημένη έκδοσή του. Η σωστή επιλογή ίσως θα ήταν να πάνε στη «βασική έκδοση» ενός όπλου, σαφώς ψηλότερης ποιότητας και ίδιας τιμής. Αυτός ο κανόνας βέβαια έχει πολλές εξαιρέσεις, γιατί για παράδειγμα είναι προτιμότερο ένα πολύ καλό box lock (όπλο με μισές φωτιές) από ένα εξεζητημένα φτηνό side lock (με ολόκληρες φωτιές), στην ίδια τιμή.
- Ένα άλλο στοιχείο, που αναμφίβολα πρέπει να αξιολογήσει κανείς, αλλά στη σωστή σειρά και ιεράρχηση, είναι η εξωτερική εμφάνιση του όπλου. Ποιος από μας δεν συγκινείται στη θέα ενός λιτού αλλά καλαίσθητου σκαλίσματος στη μπάσκουλα του όπλου του, από τα εντυπωσιακά νερά ή τα μουαρέ ενός καλού κοντακιού, από τη στιλπνή βαφή λινελαίου, αντί του γυαλιστερού αποκρουστικού λούστρου, στο όπλο του; Και βέβαια πρέπει το όπλο μας, πριν και πάνω απ’ όλα, να μας αρέσει, γιατί αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, είναι αδύνατο να το περιβάλλουμε με την αγάπη και με την εμπιστοσύνη που χρειάζεται για να το ευχαριστηθούμε στο κυνήγι. Αρκεί να είμαστε προσγειωμένοι και να συνδυάζουμε τα γούστα μας με τις δυνατότητές μας. Διαφορετικά παραμονεύει ο κίνδυνος να αγοράσουμε μόνο εξωτερική εμφάνιση και να απογοητευτούμε σε άλλους, πολύ πρακτικούς και πιο ουσιώδεις τομείς.
(συνεχίζεται)