Του Χ.Χ.
Σε όλους μας, λίγο-πολύ, αρέσει να κατηγορούμε τα κακώς κείμενα και να περιγράφουμε τις ιδανικές καταστάσεις που θα θέλαμε να ισχύουν. Φοβάμαι ότι κάποιες φορές αυτή μας η στάση συμβάλλει ακούσια στη διαιώνιση των προβλημάτων. Συνειδητοποιούμε γρήγορα το ανέφικτο των ευχολογίων μας, εγκαταλείπουμε κάθε επιδίωξη, φορτωνόμαστε απογοήτευση και απαισιοδοξία…
Καμιά φορά σκέφτομαι τους περίφημους «ενδιάμεσους κρίκους» που εικονικά συνδέουν την αρνητική πραγματικότητα του σήμερα με τον ιδανικό αυριανό κόσμο που ονειρευόμαστε για το κυνήγι. Αυτοί οι ενδιάμεσοι κρίκοι δεν είναι παρά το αντικείμενο των «τακτικών στόχων» που θα έπρεπε να έχουμε και που φοβάμαι ότι όλοι μας έχουμε ξεχάσει. Κανένας τελικός «στρατηγικός» στόχος δεν επετεύχθη ποτέ χωρίς προηγούμενες νίκες σε τακτικό επίπεδο. Αυτό τουλάχιστον είναι ιστορικά αποδεδειγμένο και κατοχυρωμένο. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί έχω την αίσθηση ότι παραβλέπουμε ή σνομπάρουμε τις εύκολες «μικρές νίκες» του αύριο στο βωμό της επίτευξης του απόλυτου, στο μακρινό μέλλον.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αγορά των κυνηγετικών ειδών. Κάθε χρόνο, με καρτερικότητα και αγωνία, περιμένουν μαζί με τους κυνηγούς οι εταιρείες και τα καταστήματα κυνηγετικών προϊόντων τις τσίχλες, προκειμένου να διασφαλίσουν βιώσιμους τζίρους για τη χρονιά. Και βέβαια ούτε τις ημερομηνίες των περασμάτων μπορούν να επηρεάσουν, ούτε τις καιρικές συνθήκες που θα διώξουν γρήγορα τα πουλιά για νοτιότερους τόπους ή θα τα κρατήσουν φιλόξενα μέχρι να αρχίσουν τα επιστρόφια. Ευχή όλων μας είναι κάποτε το ενδημικό θήραμα να αναβαθμιστεί στην ελληνική κοινωνία, έναντι του αποδημητικού. Ωστόσο αυτό φαντάζει μακρινό και εξαιρετικά δύσκολο. Δεν είμαι της άποψης ότι πρέπει να εγκαταλειφθούν οι προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα, η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου αξίζει όσες προσπάθειες κι αν χρειαστούν, γιατί είναι ο μόνος στόχος που κατοχυρώνει την επιβίωση του κυνηγίου και τη διαιώνισή του στις επόμενες γενιές. Όμως η κυνηγετική αγορά αποτελούσε ανέκαθεν έναν σημαντικό παράγοντα πίεσης του κράτους και της εκάστοτε κυβέρνησης σε φιλοθηραματικές θέσεις. Ο αποκλεισμός και η συρρίκνωση ενός ζωντανού κυττάρου της ελληνικής οικονομίας με διοικητικά μέτρα, ποτέ δεν συνέφερε κανέναν. Η κυνηγετική αγορά, όμως, για να επιβιώσει δεν μπορεί να περιορίζεται σε ευχολόγια για τα αποδημητικά. Δίπλα, λοιπόν, στις προσπάθειες για τη μη συρρίκνωση της κυνηγετικής περιόδου και των θηρεύσιμων ειδών, θα ήταν ίσως εύκολο να προστεθεί το αίτημα για τη φιλελευθεροποίηση του νομικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των σκοπευτηρίων. Το σύνθημα «κάθε δήμος και σκοπευτήριο» φαντάζει απραγματοποίητο, αλλά στην πράξη ίσως αποδειχθεί πολύ ευκολότερο από άλλα μεγαλόπνοα σχέδια. Οποιοδήποτε καταναλωτικό αγαθό δεν απαιτεί μόνο την οικονομική δυνατότητα από τον καταναλωτή για την απόκτησή του, αλλά και τον κατάλληλο χώρο που θα χρησιμοποιηθεί. Διαφορετικά φαντάζει περιττό και άχρηστο και είναι λογικό ο καταναλωτής να το ιεραρχεί τελευταίο στις ανάγκες του.
Ένα άλλο παράδειγμα αυτού που στην αρχή ανέφερα είναι η περιβόητη προσπάθεια νομιμοποίησης των ραβδωτών όπλων. Η πιθανή πιλοτική εφαρμογή της (πιλοτική με την έννοια των πολλών περιορισμών και προϋποθέσεων, σε πρώτη φάση, για την απόκτηση ραβδωτού όπλου, που θα το κάνει καταρχήν προνόμιο για λίγους) οδηγεί πολλούς στην κοντόφθαλμη και εύκολη διαπίστωση ότι κάποιος που θα υποστεί όλη την ταλαιπωρία έκδοσης Αδείας Κατοχής ραβδωτού κυνηγετικού όπλου, θα είναι και διατεθειμένος να επενδύσει ένα σημαντικό ποσό για την αγορά ενός πραγματικά καλού και ακριβού όπλου. Η αντίληψη αυτή πιθανόν να βρεθεί μπροστά μας σε λίγα χρόνια που ελπίζω ότι τα ραβδωτά θα εξισωθούν με τα λειόκαννα, ως προς τη δυνατότητα απόκτησής τους. Εκεί μια τεράστια δυνατότητα ανάπτυξης της αγοράς θα έχει ακούσια υπονομευτεί από λάθος εκτιμήσεις. Αναφέρομαι φυσικά στο δημοφιλέστερο και πλέον «οικείο» στους κατόχους λειόκαννων όπλων, ραβδωτό διαμέτρημα: στο 22άρι! Ίσως η νομιμοποίηση των ραβδωτών να απαιτεί ακόμη αρκετή προσπάθεια και να έχει μπροστά της αρκετό δρόμο.
Ίσως το επιχείρημα ότι ακόμα και τα πλέον αυταρχικά ολοκληρωτικά καθεστώτα του τρίτου κόσμου, δεν απαγορεύουν την κατοχή και χρήση κυνηγετικών ραβδωτών όπλων, να μην αρκεί σε κάποιους «υπεύθυνους» της διεύθυνσης θήρας. Ίσως ακόμη και κάποιοι από εμάς να διατηρούμε βάσιμους ή μη φόβους στο ενδεχόμενο αλόγιστης και ταχείας εξάπλωσης των ραβδωτών στην ελληνική αγορά. Όμως, η εξίσωση του 22αριού με το λειόκαννο, είναι σίγουρα και ως στόχος ευκολότερος (υπάρχει ήδη παρελθόν του 22αριού στην ελληνική πραγματικότητα) και σε επίπεδο τόνωσης της αγοράς θα είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Παράλληλα, το 22άρι αποτελεί το ασφαλέστερο και μεγαλύτερο ίσως σχολείο του ραβδωτού. Το αίτημα για νομική εξίσωσή του με το λειόκαννο είναι και ρεαλιστικό και επίκαιρο.
Αν ιεραρχήσουμε σωστά τις διεκδικήσεις μας, εγκαταλείποντας την παθητικότητα και τις μεγάλες ελπίδες των απότομων και συνολικών αλλαγών, ίσως σιγουρέψουμε μία σημαντική και μεγάλη νίκη.
Άλλωστε, ανέκαθεν, η σωστή επιλογή τακτικών στόχων έκανε το στρατηγικό στόχο πιο ορατό, πιο απτό και πιο σίγουρο.