Της Γιώτας Παπαγιαννοπούλου
Μπορεί η Άρτεμις να ήταν γένους θηλυκού αλλά το κυνήγι σήμερα είναι μια δραστηριότητα καθαρά ανδροκρατούμενη. Είναι ένα θέμα που ήθελα εδώ και καιρό να θίξω και η αλήθεια είναι ότι πολλά πράγματα δεν τα είχα ούτε εγώ ακόμη ξεκάθαρα μέσα μου.
Το βέβαιο είναι ότι ο τρόπος που με αντιμετώπιζαν οι φίλες μου όταν μάθαιναν ότι άρχισα να ασχολούμαι με το κυνήγι, ήταν εντυπωσιακός και αλλόκοτος. Στην αρχή παραξενεύονταν έντονα γιατί δεν είχαν συνηθίσει, νομίζω πως δεν είχαν ποτέ τους φανταστεί, μια γυναίκα να κρατάει όπλο και να περιφέρεται στους κυνηγότοπους. Στη συνέχεια άρχιζαν οι ερωτήσεις προσπαθώντας να καταλάβουν ποια απογοήτευση με έσπρωξε στο να ασχοληθώ με μια τόσο αντρική δραστηριότητα. Από ‘κει και πέρα οι αντιδράσεις διαχωριζόντουσαν. Εκείνες που ήταν περισσότερο «μη μου άπτου» έδειχναν μεγαλύτερη έκπληξη, απορία και ξεκαθάριζαν πως ότι κι αν τους πω, δεν πρόκειται με τίποτα να καταλάβουν αυτή μου την αδυναμία. Στη συνέχεια ξεκίναγαν την προσπάθεια «επαναφοράς μου στον ίσιο δρόμο», υποστηρίζοντας ότι τα όπλα είναι επικίνδυνα, το κυνήγι δεν είναι ό,τι πιο «in» ως άθλημα και πάνω απ’ όλα ότι είναι μια ασχολία που θα με φέρει μακριά τους και θα με καταδικάσει στο να συμμετέχω μόνιμα σε αντροπαρέες. Όταν έβλεπαν ότι τίποτα από αυτά δεν με πτοούσε κι όταν η δική μου στάση τούς αφαιρούσε το επιχείρημα πως εξαφανίστηκα από την παρέα για χάρη του κυνηγίου, έβαζαν σε εφαρμογή κάπως πιο χοντρά και πιο σκληρά μέσα για να με μεταπείσουν.
Άρχιζαν οι ερωτήσεις, τα υπονοούμενα και οι αιχμηρές μπηχτές, ότι τάχα η επιλογή μου αυτή είχε να κάνει με έναν ιδιόρρυθμο μιμητισμό, ότι ήθελα να συμμετέχω στο κυνήγι για να μπορώ να βρίσκομαι περισσότερες ώρες με τον φίλο μου που κυνηγούσε, ότι αποζητούσα την εύκολη καταξίωση αφού καταλάβαιναν ότι στον αντρικό πληθυσμό μόνο θετικές εντυπώσεις προκαλεί το να ασχολείται μια γυναίκα με το κυνήγι. Με αρκετή συζήτηση καταλάβαιναν ότι τίποτα απ’ αυτά δεν ίσχυε και ότι υπήρχαν πολλά άλλα γεγονότα στη ζωή μου που αποδείκνυαν ότι δεν συμπεριφέρομαι με αυτό τον τρόπο. Έμπαιναν τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση και καταλάβαιναν ότι οι φίλοι μου που ασχολούνται με το κυνήγι ήταν όντως η αφετηρία για να γνωρίσω από κοντά αυτή τη δραστηριότητα, αλλά η απόφασή μου να ασχοληθώ με αυτό ήταν καθαρά δική μου.
Μετά από αυτό, ερχόταν το κόλλημα και η επιμονή στο να περιστρέφονται όλες οι συζητήσεις γύρω από το κυνήγι, για να μου υπενθυμίζουν με κάθε τρόπο πόσο παράξενη τους φάνηκε η επιλογή μου. Πώς πέρασα στο τελευταίο κυνήγι, τι ώρα ξύπνησα το πρωί, πώς τα κατάφερα να ξυπνήσω τόσο νωρίς, πόση ώρα περπάτησα, πόσο κρύο είχε και πώς το άντεξα, πόσα θηράματα συνάντησα και πόσα απ’ αυτά κατάφερα να βάλω στην τσάντα. Συζητήσεις που έχω την αίσθηση ότι γινόντουσαν περισσότερο για να διαιωνίζουμε την κόντρα στην περίεργη επιλογή μου και λιγότερο γιατί πραγματικά τους ενδιέφεραν όλα αυτά. Αυτά για τις φίλες μου που, όπως είπα και στην αρχή, χαρακτηρίζονται στην παρέα ως «μη μου άπτου».
Οι υπόλοιπες αντιμετώπισαν την επιλογή μου να ασχοληθώ με το κυνήγι με ανάμεικτες αντιδράσεις και συναισθήματα. Από τη μια το ουσιαστικό ενδιαφέρον και η περιέργεια για το πώς είναι το κυνήγι, από την άλλη η κάπως επιφανειακή και ελαφριά προσέγγιση του πρωινού ξυπνήματος και της ταλαιπωρίας της κυνηγετικής διαδρομής, που τους φαινόταν υπέροχο ως ακραία συμπεριφορά και ως ακίνδυνη «τρέλα» και από την άλλη το ενδιαφέρον για τα όπλα, την επικινδυνότητά τους, την ευκολία ή τη δυσκολία να δοκιμάσουν κι εκείνες. Δεν είναι τυχαίο ότι μια ερώτηση που γινόταν πάντα με φόβο στα μάτια τους, ήταν πόσο κλοτσάει το όπλο όταν ρίχνεις, αν υπάρχει φόβος να σου σπάσει τον ώμο, το μάγουλο κι αν θα μπορούσαν κάποια στιγμή να έρθουν μαζί μου για να δοκιμάσουν κι εκείνες.
Ξεκαθάριζαν ότι δεν πρόκειται να ρίξουν σε ζωντανό στόχο, γιατί αν μη τι άλλο το θεωρούν βαρβαρότητα, αλλά σε ένα οποιοδήποτε άψυχο αντικείμενο, έστω και σε ένα κουκουνάρι, λες και ένιωθαν την ανάγκη να αποκτήσουν την εμπειρία μιας τουφεκιάς. Μια από αυτές, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να κανονίσει να έρθει κυνήγι μαζί μου (φυσικά χωρίς όπλο) και τελικά αφού όλα οργανώθηκαν έτσι που να τη βολεύει, να ξεκινήσουμε μεσημέρι για να μην έχει πρωινό ξύπνημα, να πάμε κάπου κοντά ώστε να είναι εύκολη η επιστροφή, αν τελικά δεν της αρέσει κ.λπ., κατέληξε να εμφανιστεί ο αδερφός της στο ραντεβού και να έρθει μαζί μας στο κυνήγι, δείχνοντας μεγάλη διάθεση να γνωρίσει από κοντά αυτή την εμπειρία.
Από ενδιαφέρον, λοιπόν, μέχρι συγκρατημένη ζήλια μπορώ να πω ότι αντιμετώπισα από εκείνες τις φίλες μου που δεν έδειχναν απέχθεια και φόβο απέναντι σε οτιδήποτε καινούργιο. Και επειδή η τύχη και οι επιλογές μου το ‘χαν φέρει να είναι η πλειονότητα οι φίλες μου της δεύτερης κατηγορίας και όχι οι «μη μου άπτου», άρχισα να αναρωτιέμαι πώς έτυχε και τόσες φίλες, σύζυγοι, κόρες ή αδελφές γνωστών μου κυνηγών δεν δοκίμασαν ποτέ το κυνήγι.
Άρχισα να υποψιάζομαι, με κίνδυνο να χαρακτηριστώ και πάλι ως φεμινίστρια, ότι ο αντρικός πληθυσμός στην κυνηγετική οικογένεια, ο οποίος είναι και η συντριπτική πλειονότητα, έχει κάποιες ευθύνες για το ότι ορισμένες γυναίκες θα ήθελαν αλλά δεν δοκίμασαν ποτέ να κυνηγήσουν. Αναλογιζόμενη τις αντιδράσεις διαφορετικών φίλων και συγκυνηγών, άρχισα να ανακαλύπτω τον τάδε φίλο μας που ξεκίνησε την ενασχόλησή του με το κυνήγι για να γλιτώνει από τα οικογενειακά βάρη, τη γκρίνια των παιδιών και της γυναίκας του, έστω και κάποιες λίγες ώρες την εβδομάδα, τον δείνα φίλο μας που έχει αποκτήσει τρία όπλα τον τελευταίο χρόνο, αλλά κανένα από αυτά δεν το έμαθε η γυναίκα του και φυσικά αν τον ακολουθούσε στο κυνήγι θα έπρεπε να τα παρουσιάσει, τον παραπέρα φίλο μας που μου δήλωσε ξεκάθαρα ότι η μεγαλύτερη απόλαυση γι’ αυτόν στο κυνήγι είναι ότι μπορεί να μεταμορφώνεται και να λειτουργεί πολύ πιο ελεύθερα στην παρέα, χωρίς να αισθάνεται το φόβο της οικογενειακής κριτικής.
Οι υποθέσεις μου, θέλοντας και μη, θα μετατραπούν σε στατιστική, έστω και με περιορισμένο δείγμα μετά από λίγα χρόνια. Μοιραία τότε θα ξέρω πόσες από τις φίλες μου που θέλησαν να με ακολουθήσουν στο κυνήγι έγιναν τελικά «ομόλοξες» και κατάφεραν να βιώσουν εκείνα τα συναισθήματα που βιώνω εγώ στον κυνηγότοπο. Μέχρι τότε, όμως, μπορώ για άλλη μια φορά να υποψιάζομαι το αντρικό φύλο για την απώλεια της κυνηγετικής οικογένειας σε γυναίκες κυνηγούς, μια απώλεια που αν μη τι άλλο αποτελεί απαξίωση προς τη θεά του κυνηγίου και το γένος της. Και μέχρι τότε, για να μη λέμε μόνο τα στραβά, μπορώ παράλληλα να νιώθω, όσο αμφιθυμικό κι αν ακούγεται, ευγνωμοσύνη στο αντρικό “είδος”, αφού σ’ αυτό ανήκαν εκείνοι που με μυήσαν στο κυνήγι και μου γνώρισαν αυτό που αγαπώ και σταδιακά γνωρίζω όλο και περισσότερο, κάθε Σαββατοκύριακο, έξι μήνες το χρόνο.