Του κυρ Γιάννη
Ξεκαρδίζονται στα γέλια τα παιδιά μου, όταν τους λέω ιστορίες από τα παιδικά μου χρόνια και τους φαίνονται όλα παράξενα και απίστευτα. Όσο καλά και να σου περιγράφει κάποιος ορισμένες καταστάσεις, εάν δεν τις έχεις ζήσει ο ίδιος δεν μπορείς να καταλάβεις…
Όλοι λέμε πώς δέχτηκαν τον πολιτισμό οι Ινδιάνοι. Πουθενά δεν διάβασα πώς δεχτήκαμε τον πολιτισμό εμείς, οι Έλληνες. Και όταν λέω Έλληνες εννοώ όλες εκείνες τις φυλές, Αρβανίτες, Σαρακατσάνους, Βλάχους, Πόντιους, Τσιγγάνους, Πομάκους, Νησιώτες, Μακεδόντες κ.τ.λ. Εμείς τώρα δεν κρατιόμαστε με τίποτα και κρύβουμε την αλήθεια. Κουλτουριάρηδες, διανοούμενοι, υπερήφανοι για τον προπάππου που πολέμησε τους Τούρκους, για τον παππού που πήγε στο Αφιόν Καραχισάρ και γύρισε στη Βάρη με τα πόδια, για τον πατέρα που πολέμησε τους Γερμανούς και για εμάς που με τον Παπαδόπουλο το 95% ήμασταν χουντικοί και τώρα όλοι αντιστασιακοί και δημοκράτες. Μας αδίκησαν, όμως, γιατί δεν μας έδωσαν υπουργείο για τις αντιδικτατορικές μας δραστηριότητες. Μερικοί γύρω μας πολέμησαν και στην Κύπρο. Όλοι κρύβονται, όλα σκεπάζονται, εύκολα ξεχνάμε γι’ αυτό και είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη.
Η γριά η κότα έχει το ζουμί
Εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο ζωής τη δεκαετία του ’50. Έλεγα στα παιδιά μου για τα καζανάκια στις τουαλέτες. Όλοι λένε ότι τα καλύτερα είναι του Νιαγάρα. Λάθος, πολύ μεγάλο λάθος. Ποιος το είπε αυτό; Τα καλύτερα καζανάκια είναι αυτά που είχαμε εμείς, τα ΞΙΤ! Σε μια άκρη της αυλής υπήρχαν ξύλα. Χοντρά για το τζάκι, πιο ψηλά για το φούρνο, κλάρες από ελιές που έτρωγαν και οι κατσίκες, κληματόβεργες για να ψήνουμε κρέας, άλλα για προσάναμμα. Εκεί ήταν και η τουαλέτα. Το θρυλικό μουσταράκι. Ξύλα ριγμένα άτακτα, ύψους μέχρι ένα μέτρο, ίσα ίσα να καλύπτουν τη μέση του ανθρώπου, έφτιαχναν έναν κύκλο διαμέτρου 2 μέτρων. Εκεί πηγαίναμε να αφοδεύσουμε. Πηγαίνοντας, μας έβλεπαν οι κότες οι αλανιάρες κι ερχόντουσαν τρέχοντας πίσω μας. Όλο το κοπάδι. Με το αριστερό χέρι κατεβάζαμε το παντελόνι για να πάρουμε θέση βάλλοντος, και με το δεξί, κουνώντας το πίσω μας, δεξιά και αριστερά, κάναμε ξιτ, ξιτ, ξιτ, διώχνοτας τις κότες. Όταν γινόταν η εξαγωγή χανόταν στον αέρα. Τίποτα δεν έπεφτε κάτω. Όποιος, δε, είχε και καμιά ελιά στον πισινό, έπρεπε ή να μην έχει κότες ή να αφοδεύει νύχτα που τα άγια αυτά πουλιά ήταν στην κούρνια. Με τις αλανιάρες αυτές κότες, ελευθέρας βοσκής, μεγαλώσαμε. Με τις γριές, όμως. Γι’ αυτό λέει ο λαός “η γριά η κότα έχει το ζουμί”. Και μάλιστα με τις άρρωστες. Αυτές που πάθαιναν τη γρίπη των πουλερικών. Ποιος τολμούσε να σφάξει κοτόπουλο που θα γεννούσε αβγά;
Το πρώτο μας αυτοκίνητο
Ήλθε η γκαζιέρα του πετρελαίου και μας έσωσε. Με 10 τρομπαρισιές φτιάχναμε το φαΐ. Γλυτώσαμε από τα ξύλα. Δεν προλάβαμε να την απολαύσουμε και ήρθε το πετρογκάζ. Εκεί το πανηγυρίσαμε. Φοβερή εφεύρεση! Σωθήκαμε στην κυριολεξία. Ήρθε και το αυτοκίνητο, το 1968. Ο παππούς, ο Τάσος, αγόρασε στο δέκατο γιο του, τον Βενιαμίν, ένα OPEL Κάραβαν 1700, μεταχειρισμένο, από αυτά της Γερμανίας. Ε, ρε, χαρά, ευτυχία, γέλια, ευχές. Του κρεμάσαμε εικόνες, του ρίξαμε αγιασμό, όλο χαρά που θα κάναμε κυνήγια μακρινά και θα γυρίζαμε την Ελλάδα. Ήλθε και ο βρομόψυχος γείτονας. Έκανε έναν κύκλο γύρω του, κάνοντας γκριμάτσες σα μαϊμού, κλότσησε το λάστιχο και αντί να μας πει καλορίζικο μας λέει: “είναι σαν τη νεκροφόρα που είδαμε στο έργο με τη Βασιλειάδου και τον Αυλωνίτη, στο σινεμά της Ευανθίας”. Να ήταν τρόπος να τον σκίζαμε κομμάτια…
“Μαλλιά κουβάρια”
Παραμονή της έναρξης, ξεκινάμε μόλις νύχτωσε για να είμαστε το πρωί σε χωριά της Αριδαίας για τρυγόνια. Ο Βενιαμίν στο τιμόνι, ο πατέρας μου δίπλα και πίσω ο θείος ο Στουλής, ο Φες κι εγώ. Είχαμε κάνει συμφωνία ότι θα κάνουμε στάσεις για τσιγάρο και για να… αερίζεται ο Βενιαμίν που ήταν μεγάλο ταλέντο στην εξαγωγή αερίων. Έπαιζε μάλιστα και… βαλς. Μόλις περνάμε τα Καμένα Βούρλα, λέει ο πατέρας μου “φωτιά ρε, καιγόμαστε”. Βρόμα, φοβερή βρόμα. Σταματάμε, πηδάμε κάτω, κοιτάζουμε, ήταν όλα εντάξει. Λέει ο Φες “ο Βενιαμίν έκανε τη ζημιά που είχε φάει και αβγά”. Αγριεύει ο Βενιαμίν και τα βάζει με τον Στουλή. Αγριεύει και αυτός. Ο ένας κατηγορούσε τον άλλον, γίναμε μαλλιά κουβάρια. Ο πατέρας μου λέει “θα το έκανε ο Φες που έχει πάθει αμνησία από τον πόλεμο και το ξέχασε“. Αγριεύει και αυτός ο άγιος άνθρωπος που δεν θα το έκανε ποτέ. Φτάσαμε μέχρι την Αριδαία και τρωγόμασταν σαν τα σκυλιά. Ήμασταν όλοι κατηγορούμενοι. Κάποιος δεν ήταν ειλικρινής και δεν είχε θέση στην ομάδα.
Ήμασταν όλοι αθώοι!
Αυτό ήταν το πρώτο μας και το χειρότερο ταξίδι. Δύο μέρες γκρίνια, πολύ μεγάλη γκρίνια. Κυνηγετικά περάσαμε τα 120 τρυγόνια το διήμερο. Είχαμε πάει πολύ καλά. Αλλά η φαγωμάρα μάς το έβγαλε ξινό. Εγώ που ήμουν ο μικρός της παρέας, δύο φορές θα έβαζα τα κλάματα. Πέσανε οι άλλοι να με φάνε. Πήραμε απόφαση να γυρίσουμε ημέρα για να δούμε και τα μέρη και να τα απολαύσουμε. Κατεβήκαμε και ανάψαμε κεριά στα Τέμπη. Το απόγευμα πλησιάζοντας τα Καμένα Βούρλα, βλέπουμε κάτι να αχνίζει. “Τι είναι ρε, τι είναι, να δούμε…”. Σταματήσαμε και… ε, ρε, βρόμα, ε, ρε, μυρωδιά”. Εκείνη την ώρα καταλάβαμε τι είχαμε πάθει. Ήταν οι ιαματικές πηγές και μύριζε άσχημα το νερό. Δεν έφταιγε κανείς. Ήμασταν όλοι αθώοι!
Πάντα γελαστοί
Μπαίνουμε στο OPEL και πιάνουμε το τραγούδι με όλη τη δύναμη της ψυχής μας. Το αυτοκίνητο δεν είχε ραδιόφωνο. Γυρίσαμε στη Βάρη ευτυχισμένοι, με κλεισμένους του λαιμούς από το δυνατό τραγούδι. Σε ένα σημείο της διαδρομής λέει ο πατέρας μου “εμείς φταίμε οι αμόρφωτοι. Δεν πήραμε έναν χάρτη…”. Πεθάναμε στα γέλια. Λες και ο χάρτης θα έλεγε “προσοχή μπόχα”. Ο πατέρας μου, ο Στουλής, ο Φες βλέπουν τα ραδίκια ανάποδα. Εγώ και ο Βενιαμίν τα βλέπουμε από το πλάι. Κοντεύουμε να τα δούμε ανάποδα. Πάντα γελαστοί παιδιά. Ό,τι κι αν βρομάει, γελάστε, μη τρωγόσαστε άδικα. Θα αποδειχθεί ότι είσαστε αθώοι.