Tου Δημήτρη Δραχτίδη
Το καφενείο είναι ο χώρος συναντήσεως των μεγάλης ηλικίας ανθρώπων και κυρίως των συνταξιούχων. Η ώρα του καφέ είναι “ιερή”, μα για να είναι πλήρης η απόλαυσή του, χρειάζεται και θέμα συζήτησης. Έτσι όλα τα προβλήματα, κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά, οικονομικά, κυνηγετικά κ.ά. τίθενται πάνω στο τραπέζι και ανατέμνονται. Οι προτάσεις του καθενός ισοδυναμούν με λύσεις, γι’ αυτό και δεν πρέπει να αμφισβητούνται από τους άλλους. Όμως και οι “άλλοι” έχουν τις δικές τους προτάσεις και διεκδικούν την εγκυρότητά τους, γι’ αυτό και τα αίματα ανάβουν. Έτσι, τις περισσότερες φορές υπερισχύει ο πιο βροντόφωνος! Εμείς, όμως, εδώ θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με τον κυνηγό του καφενείου μας.
Άνθρωπος σεβαστός, λιγομίλητος, με πλούσιο εμπειρικά κυνηγετικό παρελθόν, διηγείται τις εμπειρίες του -όταν ερωτάται- αναπολώντας τις παλιές δόξες του, των θηραμάτων, των όπλων, όσο και των σκύλων που πέρασαν από τα χέρια του. Επανερχόμενες οι θύμησες του καιρού εκείνου, μιλάει με έναν βαθύτατο αναστεναγμό για την αφθονία των θηραμάτων. Τα τρυγόνια, τις μπεκάτσες, τους λαγούς, που με ελάχιστο κόπο η φύση τού τα έδινε απλόχερα. Για παράδειγμα, το κυνήγι της μπεκάτσας δεν γινόταν με σκυλιά (κυρίως ζαγάρια) για να μην τις προγκάνε, αλλά με τρία άτομα, ένας μέσα στη ρεματιά και οι άλλοι δύο αριστερά και δεξιά. Έτσι, όσες μπεκάτσες ξεσηκώνονταν, θα έπεφταν επάνω σε κάποιον.
Το κυνήγι όμως, για τον περήφανο κυνηγό του καφενείου μας, φαίνεται να σταμάτησε πολλά χρόνια πριν. Λιγοστεύοντας τα θηράματα, λιγόστεψαν και οι έξοδοί του και τώρα, μια και η ικανότητα παρέδωσε τη θέση της στην ανημποριά, οι κυνηγετικές του εξορμήσεις μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών. Όση, λοιπόν, γοητεία τού προσφέρουν οι αφηγήσεις των αναμνήσεων, τόση απογοήτευση λαμβάνει από τις τωρινές του λίγες και σύντομες εξόδους. Τα χαμένα νιάτα του, σε συνδυασμό με τη δυσκολία εύρεσης των θηραμάτων, κάνουν αυτόν περήφανο κυνηγό του καφενείου. Στερεότυπες πλέον οι εκφράσεις του, “εγώ όταν πήγαινα…”, ή “τότε που πήγαινα…”, ή “κάθε φορά που πήγαινα, πάντα έφερνα θηράματα”, μαρτυρούν τη νοσταλγία του παλιού καιρού μα και την απογοήτευση του παρόντος. Ο μη αναστρέψιμος όμως χαρακτήρας του χρόνου διαπερνά μυστηριωδώς όλα τα όντα, κάθε ύπαρξη. Ανήμπορος πλέον να πετύχει ό,τι πετύχαινε στα νιάτα του, παρηγοριά του είναι ο καφές και οι θύμησες!
Πολλές φορές προσπαθεί να αποτρέψει και τους νέους κυνηγούς: “πού πάτε, αφού δεν έχει τίποτα, τζάμπα κόπο κάνετε!”. Ενδόμυχα, όμως, ποθεί όσο τίποτα άλλο να μπορούσε και ο ίδιος να γυρίσει τα βουνά και τα λαγκάδια, τις ραχούλες και τις ρεματιές και ας μη βρει τίποτα. Το κυνήγι όμως συνεχίζει να υφίσταται, γινόμενο βεβαίως πολύ πιο δύσκολο σε σχέση με τον παλιό καιρό. Εάν τότε έλειπαν τα μέσα, όπλα, καλά σκυλιά, αυτοκίνητα κ.λπ. υπήρχαν όμως άφθονα θηράματα τα οποία τα καρπώνονταν οι κυνηγοί με λίγο κόπο. Σήμερα αντιστράφηκαν τα πράγματα: τα μέσα έγιναν πολλά και τα θηράματα λίγα, όπως και ο κόπος αρκετός.
Αναφέρω ένα παράδειγμα. Ένας συνάδελφος, παλιός κυνηγός, κυνηγάει κι αυτός μπεκάτσα. Ασχολούμενος με ολίγα αγροτικά όλον το χειμώνα, ήταν ελεύθερος. Η χρονιά του αρχίζει με ενθουσιασμό και παρά τις πολλές εξόδους του, τα αποτελέσματα πενιχρά. Έτυχε εκείνον τον καιρό να μένω στο χωριό και κάθε φορά που πηγαίναμε για μπεκάτσες με τον φίλο μου, τον Νίκο, να γυρνάμε πότε με δύο, πότε με τρεις, μέχρι έξι είχαμε φτάσει. Ο εν λόγω συνάδελφος δεν μπορούσε να το χωνέψει, “πώς είναι δυνατό δύο παιδαρέλια, έλεγε, να βρίσκουν, κι εγώ που γνωρίζω όλα τα μέρη να μην μπορώ να βρω”! Αφού πήγε και ξαναπήγε και δεν έβλεπε βελτίωση, έπαψε πλέον να ασχολείται με την μπεκάτσα κι έγινε κυνηγός του καφενείου. Το σφάλμα ήταν ότι τις έψαχνε εκεί που τις έβρισκε κάποτε, και με σκύλο περιορισμένης ευθύνης, και όχι εκεί που ήταν τώρα, δηλαδή μέσα στα πυκνά.
Περήφανος ο κυνηγός του καφενείου μας, λάμπουν τα μάτια του από ευτυχία όταν αφηγείται το (νοσταλγικό) εμπειρικό παρελθόν του, μα σκοτεινιάζουν πολύ γρήγορα όταν πρόκειται να μιλήσει για το σήμερα. Η διαχρονικότητα όμως του κυνηγίου αναδεικνύει σε κάθε εποχή τους δικούς της κυνηγούς, αλλά ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το καφενείο μάς περιμένει!
Το κυνήγι στηρίζεται στα θηράματά του, αν ποτέ πάψουν να υπάρχουν τότε ίσως σταματήσει και αυτό, όσο υπάρχουν υπάρχει!