Του κυρ Γιάννη
Σχεδόν δύο μήνες το συνεργείο του ΟΤΕ, το καλοκαίρι του 1956, τοποθετούσε κολόνες για να φέρει το πρώτο τηλέφωνο στο χωριό μου, τη Βάρη. Κανείς δεν ήξερε τι πράγμα είναι αυτό. Όλοι όμως έλεγαν τη γνώμη τους.
Οι σοφοί έλεγαν με σοβαρό ύφος, ότι τώρα θα μιλάμε με τη Γερμανία, την Αμερική και τις άλλες χώρες. Άλλοι τούς αντέκρουαν με λογικά επιχειρήματα. Αφού κανείς Βαριώτης δεν είναι στο εξωτερικό. Το πολύ-πολύ να πάμε μέχρι το Κορωπί ή τη Γλυφάδα. Με ποιον θα μιλάμε στην Αμερική και τη Γερμανία; Άλλοι έλεγαν ότι θα σωθούμε. Άλλοι ότι δεν χρειάζεται. Άλλοι ότι τώρα θα… καβαληθούνε όλες οι γυναίκες, γιατί θα συνεννοούνται με αυτό το ρημάδι με τους γκόμενους και άντε να τις μαζέψουμε. Αν και όλοι ήταν κυνηγοί, κανείς δεν είπε τα κυνηγετικά οφέλη από το τηλέφωνο.
12 κι ούτ’ ένα τηλεφώνημα…
Ήλθε επιτέλους και η πολυσυζητημένη ημέρα που τοποθετούσαν το πρώτο τηλέφωνο στο χωριό, στο μπακάλικο του μπάρμπα-Γιώργη, του Πάσχου. Το βράδυ αυτό που έκανε φοβερή ζέστη, όλο το χωριό μαζεύτηκε έξω από το μπακάλικο. Στις λίγες καρέκλες κάθονταν οι γεροντότεροι και όλοι οι άλλοι σε καρέκλες που έφεραν από τα σπίτια τους ή κάθονταν κάτω, καταγής, οκλαδόν. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου και η θείτσα Σοφούλα, που ήταν οι καλαμπουρτζήδες του χωριού, είχαν αναλάβει την ψυχαγωγία με τα διάφορα καλαμπούρια. Ήταν ένα υπαίθριο θέατρο. Εμείς οι πιτσιρικάδες, ξυπόλυτοι, παίζαμε κρυφτό, κυνηγητό, και κάθε τόσο πηγαίναμε και ρωτάγαμε: «Τι έγινε; Τι έγινε; Χτύπησε το τηλέφωνο;». Όλοι μαζί μας έδιωχναν: «Φύγετε, ρε! Φύγετε! Είσαστε μικρά, δεν πρέπει να είσαστε εδώ όταν θα χτυπήσει». Η θείτσα Σοφούλα, μάλιστα, έκανε και μία σοβαρή πρόταση. Να πάμε λίγο πιο μακριά, μήπως την ώρα που χτυπήσει κάνει κανένα μπαμ και μας βγάλει κανένα μάτι. Αρκετοί τσίμπησαν και απομακρύνθηκαν. Πήγε 11 με 12 το βράδυ, και το τηλέφωνο δεν χτύπησε. Ποιος να μας πάρει αφού τον αριθμό δεν το ήξερε κανείς. Έπρεπε κάποιος συγγενής από το Κορωπί να μάθει τον αριθμό και να μας καλέσει. Έτσι φύγαμε όλοι με σκυμμένο το κεφάλι και πολύ μεγάλη στεναχώρια. Φύγαμε όλοι με μεγάλο παράπονο. Δεν το ακούσαμε να χτυπάει. Δεν μίλησε κάποιος. Δεν καταλάβαμε τα οφέλη του.
Να τι χρειάζεται το τηλέφωνο!
Την άλλη μέρα το πρωί, ο Χρήστος ο Γερούκος, περνάει με τη γαϊδούρα από τη Λαθούριζα και βλέπει τα σύρματα του τηλεφώνου γεμάτα με διπλούς κεφαλάδες. Έρχεται στο σπίτι, βουτάει το τουφέκι και με μισοριξιές που όλοι γεμίζαμε αυτήν την εποχή (γιατί κυνηγούσαμε και τα μικρά πουλιά), γέμισε μια τσάντα διπλούς κεφαλάδες. Να τι χρειάζεται το τηλέφωνο! Θα κάθονται στα σύρματα οι κεφαλάδες. Όλο το χωριό στα σύρματα από κάτω να ντουφεκάει όχι μόνο κεφαλάδες, αλλά και τρυγόνια, μελισσουργούς, χρυσοκαρακάξες και άλλα πουλιά. Όλα τα πουλιά καθιστά, στη σειρά, σε μια ευθεία. Όλοι έμειναν σύμφωνοι για τη χρησιμότητα του τηλεφώνου.
Το τηλέφωνο όμως στο μπακάλικο του μπάρμπα-Γιώργη δεν χτύπησε για πολλούς μήνες. Με τις τουφεκιές είχαμε καταστρέψει τελείως τις γραμμές. Χρειάστηκε να έλθουν από τον ΟΤΕ, να μας κάνουν μάθημα, ότι δεν τουφεκάμε στα σύρματα και μετά άλλαξαν όλες τις γραμμές. Εμείς οι πιτσιρικάδες, βέβαια, δεν στρώναμε, και κάθε τόσο την κάναμε τη ζημιά. Όλοι είχαμε επικοινωνία δια ζώσης. Δεν μας χρειαζόταν ακόμα η ενσύρματη επικοινωνία. Θέλαμε όμως τα καλώδια για το κυνήγι.
Τι να το κάνεις το ασύρματο…
Σήμερα, πολλά χρόνια μετά, όλοι, μικροί-μεγάλοι, έχουμε ένα κινητό τηλέφωνο στην τσέπη. Μιλάμε με όλο τον κόσμο. Οι γυναίκες συνεννοούνται με τους φίλους τους. Ελάχιστα κάνουν μπαμ, σκάνε. Είναι όμως ασύρματα και δεν υπάρχει το σύρμα να κάτσουν επάνω οι κεφαλάδες. Το έχει ο κυνηγός επάνω του για να ζητήσει βοήθεια αν χρειαστεί. Το έχει και ο χωριάτης κυνηγός για να καλέσει τον φίλο του της πόλης να έλθει να κυνηγήσει στο χωριό. «Έλα φίλε μου, γέμισε ο κόσμος με μπεκάτσες. Πολλά πουλιά. Έλα μέχρι την Κυριακή που παντρεύω το παιδί. Φέρε μας και μια ηλεκτρική κουζίνα δώρο γιατί δεν του έχω αγοράσει του παιδιού». Το τηλέφωνο σήμερα είναι πυξίδα, ρολόι, θερμόμετρο, ραδιόφωνο, ημερολόγιο, φακός, φωτογραφική μηχανή. Όλα αυτά τα λέγαμε μέχρι που ήμασταν παλικαράκια και κοροϊδεύαμε, γελάγαμε. Να που όλα έγιναν, μόνο πουλιά δεν φέρνει. Όπου και να πάμε, τα πουλιά ήταν μέχρι εχθές. Όλοι το ίδιο ακούμε: «Μωρέ, θε να ‘σουνες εψές εδώ… Θε να ‘κανες 70, 100 μπεκάτσες!». Τώρα βάλε το χέρι στην τσέπη και πλήρωνε. Πλήρωνε και βλέπουμε. Θε να ‘ρθουνε πουλιά σε 3-4 μέρες, θα γεμίσει ο τόπος. Τώρα προς το παρόν πλήρωσε και βλέπουμε. Θανάρθουνε πουλιά…