Tου Χρήστου Χατζιώτη
Σίγουρα κανένα από τα διαμετρήματα του λειόκαννου που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας δεν μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του πρώτου διαμετρήματος λειόκαννου όπλου, ούτε βέβαια του πρώτου φυσιγγίου για λειόκαννο όπλο. Οι πρόδρομοι των σύγχρονων λειόκαννων πυροβόλων όπλων ήταν τα κανόνια, και τα πρώτα “φυσίγγια” ή τουλάχιστον οι πρώτες “κάψουλες” που περιείχαν τη σταθερή ποσότητα γόμωσης (όχι και το βλήμα) κατασκευάστηκαν για τα όπλα αυτά τον 16ο αιώνα.
Στις μέρες μας γνωρίζει ιδιαίτερη εξάπλωση το διαμέτρημα 12, ενώ επιβιώνουν “αξιοπρεπώς” το 20 και το 36. Έχουν υποβαθμιστεί αισθητά αρκετά διαμετρήματα μικρότερα του 12, όπως το 16, το 28 και το 32, ενώ άλλα διαμετρήματα τείνουν να εκλείψουν τελείως. Τέτοια διαμετρήματα είναι το 10 και το 24, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και άλλα διαμετρήματα όπως το 4, το 8 και το 14 που η παραγωγή τους έχει πρακτικά σταματήσει εδώ και καιρό. Η εξέλιξη αυτή, αν και σταδιακή, προκάλεσε μεγάλο όφελος στους κατασκευαστές των χωρών εκείνων που από χρόνια είχαν επιλέξει το 12 σαν κύριο διαμέτρημα στις οπλοκατασκευές τους. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας χώρας αποτελεί η Μεγάλη Βρετανία. Ωστόσο άλλες χώρες που είχαν δώσει ιδιαίτερο βάρος στο διαμέτρημα 16, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Αυστρία και η Γερμανία δεν είχαν ιδιαίτερη ζημία από την εξάπλωση του δωδεκαριού, γιατί όλα τα χρόνια διάδοσης του 16 σαν κύριου διαμετρήματός τους, το 12 συνέχιζε να επιβιώνει και να κατέχει ένα σημαντικό μέρος της αγοράς. Έτσι υπήρχε και η υλικοτεχνική υποδομή και η ανάλογη “κουλτούρα” παραγωγής και χρήσης.
Μελετώντας κανείς τη βλητική του λειόκαννου από την εποχή του GREENER μέχρι σήμερα και ανακαλύπτοντας τις βασικές αρχές και παραμέτρους της, θα δυσκολευτεί πολύ να εξηγήσει μία τόσο μεγάλης έκτασης “επιβολή” του διαμετρήματος αυτού έναντι των άλλων. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που πολλοί ρομαντικοί του λειόκαννου οδηγούνται στην πεποίθηση ότι σύντομα θα υπάρξει μια απότομη αναβίωση του διαμετρήματος 16 ή μία περαιτέρω εξάπλωση του ήδη δημοφιλούς στις Η.Π.Α. διαμετρήματος 20.
Η εκδοχή της σύμπτωσης, μπορεί με ευκολία να αποκλειστεί, γιατί ένας τομέας όπως το κυνήγι και ειδικότερα τα όπλα κυνηγίου, με την παράδοση αιώνων που διαθέτουν και με τα οικονομικά συμφέροντα των εταιρειών που έχουν δημιουργηθεί γύρω από αυτά, δεν μπορεί να οδηγείται στην επιβολή του ενός ή του άλλου προϊόντος, ανεξάρτητα από τους δύο αυτούς παράγοντες.
Ο αναγνώστης που περιμένει από το άρθρο αυτό την αιτιολόγηση της ουσιαστικής υπεροχής του διαμετρήματος 12 έναντι των άλλων, φοβάμαι ότι θα απογοητευθεί. Η όλη ιστορία του λειόκαννου τα τελευταία 120 χρόνια, που ουσιαστικά το σύγχρονο λειόκαννο δεν έχει υποστεί ουσιαστικές μεταβολές και “βελτιώσεις”, μπορεί να καταδείξει ότι η επιβολή του διαμετρήματος 12 δεν είναι παρά το αποτέλεσμα του συνδυασμού, της βιομηχανοποίησης της παραγωγής των όπλων και των φυσιγγίων, της πολιτικής όλων ανεξαιρέτως των βιομηχανιών του κλάδου ανά τον πλανήτη και του κρατικού παρεμβατισμού, που στις περισσότερες ευρωπαϊκές και αμερικάνικες χώρες βοήθησε (συνειδητά ή εξ αντικειμένου) τις εταιρείες αυτές στους στόχους τους, με ανάλογες θεσμοθετήσεις και νόμους.
Η ΠΡΙΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΜΕΤΡΗΜΑΤΟΣ 12 ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Μελετώντας κανείς τον τρόπο λειτουργίας των οικοτεχνιών και βιοτεχνιών του 19ου αιώνα, αλλά και των πρώτων χρόνων του 20ού αιώνα, διαπιστώνει ότι ένα στοιχείο που βοήθησε στη σημαντική και ταχεία βελτίωση των προϊόντων, ήταν ένας ιδιότυπος “καταμερισμός εργασιών” της περιόδου εκείνης. Για παράδειγμα, οι πρώτες ύλες, οι κάννες στην ακατέργαστη μορφή τους, οι μπάσκουλες και η επιφανειακή τελική χάραξη της μπάσκουλας (σκάλισμα) στις περισσότερες περιπτώσεις γίνονταν από διαφορετικούς επαγγελματίες. Ο κατασκευαστής ασχολούνταν κυρίως με την τελική κατεργασία των τμημάτων του όπλου, με τη θεσμοθέτηση των ποιοτικών στάνταρ προς τους προμηθευτές του και με τον ιδανικό συνδυασμό των κατεργασμένων πλέον κομματιών, προκειμένου να κατασκευάσει τα κομψοτεχνήματα της οπλοβιοτεχνίας του περασμένου αιώνα που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας. Αυτή ήταν η “υγιής” εκδοχή του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα. Την “κακή” εκδοχή αυτής της πραγματικότητας την ξανασυναντάει εντεταγμένη πια στα πλαίσια της βιομηχανοποίησης ο οπλόφιλος και οπλογνώστης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ακόμη εντονότερα τη δεκαετία 1970 – 80, όταν πολλοί στην πλειοψηφία τους τυχάρπαστοι μικροβιομήχανοι, δημιούργησαν βιομηχανίες όπλων που σαν μοναδική τους δουλειά είχαν τη συναρμολόγηση έτοιμων (κατεργασμένων πλήρως) τμημάτων κυνηγετικών όπλων. Η μόδα αυτή έπληξε πολλές από τις παμπάλαιες μητροπόλεις των οπλοκατασκευών, αφού τέτοιοι κατασκευαστές, προκειμένου να διατηρήσουν το δικαίωμα χρήσης μιας φημισμένης “ονομασίας προέλευσης” βρήκαν καταφύγιο στο ισπανικό ΕΙΒΑR, λιγότερο στο γαλλικό SAINT ETIENNE, αλλά πολύ περισσότερο στην ιταλική BRESCIA. Τα όπλα τους δεν έφεραν κάποιο γνωστό τίτλο με ιστορία, δεν άφησαν (ούτε και θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο) εποχή, ήταν όμως φτηνά και εντυπωσιακά για τους μη γνώστες. Το ανυποψίαστο καταναλωτικό κοινό σε ένα μέρος του (όσοι δεν διέθεταν την ανάλογη παράδοση και κυνηγετική παιδεία) έγιναν φορείς μίας νέας τεχνοτροπίας που εισήγαγαν οι κατασκευές αυτές. Το διαπιστώνει κανείς εύκολα ακόμη και από τις μικρές αγγελίες όπλων μιας συγκεκριμένης περιόδου, όπου η χρυσή σκανδάλη και τα φτηνά μηχανοποίητα σκαλίσματα, ακόμα και κάποια αμφίβολης ποιότητας χρυσά ένθετα, αποτελούν το κύριο στοιχείο ποιοτικής αξιολόγησης του λειόκαννου. Ας επανέλθουμε όμως στα όσα διημείφθησαν στο μεσοδιάστημα ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο σημαντικές περιόδους του “καλού” και του “κακού” καταμερισμού εργασίας στις οπλοκατασκευές.
Στο μεσοδιάστημα αυτό, πολλές μεγάλες εταιρείες κατασκευής των όπλων, στην πλειοψηφία τους ποιοτικές και επώνυμες, προχώρησαν στη βιομηχανοποίηση της παραγωγής τους. Η βιομηχανοποίηση αυτή επέβαλε σαν κοινό συμφέρον τους τη διάδοση και τελικά την επιβίωση όσο λιγότερων διαμετρημάτων ήταν εφικτό. Η διαφήμιση δεν θα ήταν αρκετή για τη διάδοση ενός και μόνο διαμετρήματος, πολύ περισσότερο δεν θα μπορούσε να βρεθεί ο τρόπος της ισόποσης συμβολής όλων των ενδιαφερομένων σε μία τέτοια “καμπάνια”. Υπήρχαν δρόμοι πολύ πιο ουσιαστικοί που συνδύαζαν και το άμεσο συμφέρον του καταναλωτή. Την περίοδο αυτή διαπιστώνουμε ότι κάποια διαμετρήματα γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλή στο καταναλωτικό κοινό όχι σαν προϊόν διαφήμισης αλλά κυρίως μέσω της σημαντικής αύξησης και “επέκτασης” των δυνατοτήτων τους. Έτσι, το διαμέτρημα 12, αποκτώντας μια μεγάλη γκάμα γομώσεων και αργότερα την έκδοση Magnum, καλύπτει επαρκώς τα διαμετρήματα 16 και 10. Αντίστοιχα το διαμέτρημα 20 καλύπτει το διαμέτρημα 16 (που πλέον βάλλεται και από το 12) και μικρότερα διαμετρήματα όπως το 24 και το 28. Το μοναδικό πλεονέκτημα που διατηρούσαν τα διαμετρήματα τα μικρότερα του 20, εκείνο του μικρότερου βάρους και της ευκολότερης χρήσης, εξαλείφεται από την ανάγκη της παραγωγής που υπαγορεύει την ομαδοποίηση των διαμετρημάτων σε κοινές μπάσκουλες. Για να εξηγηθεί καλύτερα αυτό το τελευταίο, πρέπει να τονιστεί ότι πολλές βιομηχανίες όπλων θεωρούν στις μέρες μας αυτονόητη την “ιεροσυλία άλλων εποχών” να τοποθετούν κάννες διαμετρήματος 28 σε μπάσκουλες διαμετρήματος 20, μία πληγή που συχνά καταδικάζει και το διαμέτρημα 36 όταν οι εταιρείες αυτές κατασκευάσουν μπάσκουλα διαμετρήματος 28. Όσο για το διαμέτρημα 32 που ειδικά στις μεσογειακές χώρες γνώρισε μεγάλη διάδοση τα παλιά χρόνια, δεν είχε πρακτικά λόγο ύπαρξης στις μέρες μας, αφού το διαμέτρημα 36 στις ισχυρές και συχνά υπερβολικές Magnum εκδοχές του, φτάνει να καλύπτει από τα 9 έως 10 γραμμάρια που ξεκινά η νορμάλ γόμωσή του, μέχρι τα 19 και συχνά τα 20 και 21 γραμμάρια γόμωσης σε σκάγια.
ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
Μέσα από τη διαμόρφωση του κλίματος που περιέγραψα στις οπλοκατασκευές, μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει τα συμφέροντα του ίδιου του καταναλωτή από τη στροφή του στο διαμέτρημα 12. Η μείωση των διαδεδομένων διαμετρημάτων, οδήγησε και τους κατασκευαστές φυσιγγίων σε μία αντίστοιχη δυνατότητα παραγωγής μιας μεγάλης γκάμας πυρομαχικών. Πυρομαχικών που μπορούσαν να καλύψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις ιδιαιτερότητες, τα γούστα και τις επιλογές του πελάτη. Έτσι εξηγούνται πολλές από τις απορίες των νέων κυνηγών που δεν μπορούν να εξηγήσουν πώς υπάρχουν εκδόσεις Magnum μόνο για τα διαμετρήματα 12, 20 και 36, ή πώς γίνεται να μην μπορεί να βρει κανείς στην αγορά φυσίγγια διασποράς για διαμετρήματα μικρότερα του 12. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ζήτηση στράφηκε πλέον σχεδόν αποκλειστικά στο διαμέτρημα 12, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο για τα υπόλοιπα διαμετρήματα, που έχοντας πλέον εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση, θεωρήθηκαν μειοψηφική επιλογή και τα πυρομαχικά τους ακρίβυναν σημαντικά, στερώντας τους άλλο ένα βασικό πλεονέκτημα των παλαιότερων χρόνων που ήταν η φτηνή απόκτηση αναλώσιμων γι’ αυτά. Στο σημείο αυτό πρέπει να ομολογήσω ότι το διαμέτρημα 12 ανέκαθεν υπήρξε δημοφιλές και, αν εξηγούμε σήμερα κάτι, δεν είναι τη συμπάθεια του καταναλωτικού κοινού προς αυτό, αλλά τη σχεδόν απόλυτη επιβολή του που το έκανε, από ένα δημοφιλές διαμέτρημα, τον κύριο και απόλυτο κυρίαρχο της αγοράς.
Παρ’ όλα αυτά, το διαμέτρημα 20 και το διαμέτρημα 36 στη Magnum εκδοχή του (410) διατηρήθηκαν σε παραγωγή και από ένα σημείο και έπειτα γνώρισαν και μια κάποια άνοδο στις πωλήσεις τους, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες χωρών και αντίστοιχων καταναλωτικών κοινών, που αποζητούσαν σε ποσότητες όπλα για χρήση από το ασθενές (;) φύλο και για το ξεκίνημα των παιδιών στην κυνηγετική πρακτική και στη σκοπευτική εκπαίδευση από μικρή ηλικία. Έτσι εξηγείται η διάδοση που γνωρίζουν τα διαμετρήματα αυτά σε χώρες σαν τις Η.Π.Α.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ
Μέχρι στιγμής εξηγήθηκε η επιβολή του 12 και μερικώς του 20 και του 36 έναντι των υπόλοιπων διαμετρημάτων. Αναφερθήκαμε όμως μόνο σε διαμετρήματα μικρότερα του 12. Ωστόσο στους οπαδούς τους κυνηγίου των υδροβίων, γνώρισαν σε παλιότερες εποχές ιδιαίτερη άνθηση διαμετρήματα μεγαλύτερα του 12 όπως το 10, το 8, το 4 και ακόμη μεγαλύτερα που χρησιμοποιούνταν στις περίφημες σπιγκάρντες ή καναρντιέρες (μικρά, μη επωμιζόμενα, συνήθως αυτοσχέδια κανονάκια για βολές σε κοπάδι υδροβίων, κυρίως σε σαρσέλες). Εδώ η νομοθεσία ήρθε να καλύψει τις ανάγκες της παραγωγής, επικαλούμενη συχνά μέτρα ασφάλειας στη χρήση των κυνηγετικών όπλων ή μέτρα οικολογικής “ευαισθησίας”. Έτσι απαγορεύθηκαν στις περισσότερες χώρες με κυνηγετική παράδοση τα όπλα με διαμέτρημα μεγαλύτερο του 12 ή σε κάποιες περιπτώσεις τα όπλα με διαμέτρημα μεγαλύτερο του 10, πρακτικά με το ίδιο αποτέλεσμα, αφού στο μυαλό του μέσου καταναλωτή το διαμέτρημα 10 πριν τη super Magnum έκδοσή του υπερκαλύπτεται από τις εκδόσεις super Magnum του διαμετρήματος 12. Στην πράξη βέβαια η επιχειρηματολογία που προανέφερα δεν είναι ιδιαίτερα πειστική, αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν χώρες που επιτρέπουν τη χρήση ραβδωτού, αλλά όχι και τη χρήση λειόκαννου διαμετρήματος 10, για λόγους ασφαλείας, ή αν σκεφτεί κανείς ότι η υποτιθέμενη οικολογική ευαισθησία δεν έχει καμία θέση στην απαγόρευση των πολύ μεγάλων διαμετρημάτων (σπιγκάρντων), αφού αυτές αποτελούσαν κατά κύριο λόγο χομπίστικα κατασκευάσματα συγκεκριμένων μερακλήδων, παρά τις εξαιρετικά μειωμένες δυνατότητες κυνηγετικής κάρπωσης που παρουσίαζαν στη διάρκεια του έτους, λόγω του ότι δεν ήταν εύκολα μεταφερόμενες και σε καμία περίπτωση επωμιζόμενες. Για να γίνει αυτό κατανοητό, πρέπει κανείς να προσπαθήσει να κατανοήσει την κουλτούρα των ανθρώπων εκείνων που κατασκεύαζαν και χρησιμοποιούσαν τέτοια όπλα. Τα όπλα αυτά στήνονταν σε μία συγκεκριμένη περιοχή, με την ελπίδα ότι το κοπάδι των υδρόβιων θηραμάτων, θα περάσει κάποια στιγμή από το σημείο στο οποίο έχει στηθεί το συγκεκριμένο όπλο και ότι οι πολύπλοκοι υπολογισμοί που θα έχουν προηγηθεί όσον αφορά την προσθιοσκόπευση και τις συνθήκες βολής, θα στεφθούν με επιτυχία. Είναι αυτονόητο ότι, όσο μεγάλο αριθμό θηραμάτων και αν μπορεί να θηρεύσει μία βολή ενός τέτοιου πανίσχυρου όπλου, οι συνολικές δυνατότητες κυνηγετικής κάρπωσης στη διάρκεια του έτους είναι σαφώς μικρότερες από την κάρπωση που θα είχε κάποιος με ένα ελαφρύ επωμιζόμενο δωδεκάρι στο κυνήγι. Παρ’ όλα αυτά, αυτό αποτελεί υποκειμενική δική μου άποψη που μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά αν συνυπολογίσουμε τη χρήση τέτοιων όπλων από πλωτά μέσα, πράγμα το οποίο στις μέρες μας, ούτως ή άλλως, απαγορεύεται στην Ελλάδα.
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΜΕΤΡΗΜΑΤΟΣ 12
Είναι βέβαιο ότι ακόμη και αν δεν είχαν συμβεί όλα όσα προαναφέρονται στο άρθρο αυτό, ακόμα και αν όλα τα διαμετρήματα διατηρούσαν την ίδια ποικιλία πυρομαχικών και την ποιότητα κατασκευής με το διαμέτρημα 12 (όταν αναφέρομαι σε ποιότητα κατασκευής, εννοώ πάντα οι μπάσκουλες να έχουν μια αντιστοιχία βάρους με το διαμέτρημα των καννών), πολλοί θα ήταν εκείνοι που θα επέλεγαν και πάλι το διαμέτρημα 12 στις μέρες μας. Είναι γεγονός ότι είναι ένα διαμέτρημα που ανταποκρίνεται άριστα στα περισσότερα είδη κυνηγίου που γίνονται στις μέρες μας. Mε εξαίρεση το κυνήγι των τριχωτών θηραμάτων, στα φτερωτά θηράματα το 12 διατηρεί ένα σημαντικό προβάδισμα, έναντι των άλλων διαμετρημάτων, αφού το ιδανικό βάρος γόμωσης που διαθέτει, ανταποκρίνεται άριστα στις απαιτήσεις ενός τέτοιου κυνηγίου. Οι νορμάλ γομώσεις του διαμετρήματος 12, από τα 28 έως τα 36 γραμμάρια σε σκάγια, καλύπτουν απόλυτα τις απαιτήσεις του κυνηγού για κάθε θήραμα από την τσίχλα μέχρι το μεγάλο υδρόβιο. Παράλληλα, το μέσο βάρος ενός τέτοιου όπλου που κυμαίνεται από τα 3 ως τα 3,25 κιλά, έχει σαν ιδανικό βάρος βολής (υπολογίζοντας με βάση τον κανόνα ιδανικής σχέσης βάρους γόμωσης και βάρους όπλου 1 προς 96) τα 32 ως 34 γραμμάρια σε σκάγια που είναι και τα περισσότερα φυσίγγια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας, διασφαλίζοντας έτσι μια εξαιρετική “αρμονία” στο κυνήγι. Επιπλέον, το διαμέτρημα 12 παρέχει τη δυνατότητα μίας αρκετά ευρείας βάσης στην κολώνα των σκαγιών, πράγμα που προάγει τις υψηλές αρχικές ταχύτητες με συγκρατημένες πιέσεις, αφού είναι γνωστό ότι, για να έχουμε το ίδιο βάρος γόμωσης με την ίδια αρχική ταχύτητα σε δύο όμορα διαμετρήματα, πρέπει να αυξηθούν κατά πολύ οι αναπτυσσόμενες πιέσεις στο μικρότερο διαμέτρημα.
Τέλος, συγκρίνοντας το διαμέτρημα 12 ως προς τα μεγαλύτερα από αυτό διαμετρήματα, διαπιστώνουμε ότι απαιτείται για την υπέρβαση του 12 προς το διαμέτρημα 10 και πολύ περισσότερο προς το διαμέτρημα 8, μια μεγάλη θυσία όσον αφορά το συνολικό βάρος του όπλου, που ξεφεύγοντας από τα 3.800 ως 4 κιλά σε πολύ ψηλότερα επίπεδα, καταντάει δύσχρηστο και κοπιαστικό. Επιπλέον, η χρήση κραμάτων αλουμινίου στην κατασκευή της μπάσκουλας των όπλων, παρέχει τη δυνατότητα στον φανατικό κυνηγό με σκύλο φέρμας που ρίχνει λίγα φυσίγγια, και αδιαφορεί για το κάπως αυξημένο λάκτισμα, να χρησιμοποιήσει όπλα διαμετρήματος 12 με βάρος εικοσαριού, διατηρώντας το αυξημένο λάκτισμα, σε ανεκτά επίπεδα ως προς ένα αντίστοιχο εικοσάρι που θα έβαλε το ίδιο βάρος σκαγιών. Πάνω απ’ όλα, όμως, η επιλογή του δωδεκαριού γίνεται συχνά στις μέρες μας μονόδρομος για τον μέσο κυνηγό, λόγω της τεράστιας γκάμας ποιοτήτων σε πυρομαχικά και των πολλών επιλογών που μπορεί να έχει σε κάθε επίπεδο χρησιμοποιώντας ένα τέτοιο όπλο.
Κλείνοντας, πρέπει να ομολογήσω ότι έχω συναντήσει πολλούς μερακλήδες κυνηγούς που κάνουν στροφή προς το διαμέτρημα 20, αντιμετωπίζοντας την ανάγκη τους να κάνουν ένα κυνήγι περισσότερο αθλητικό και φυσικά περισσότερο δύσκολο. Ένα κυνήγι με απαιτήσεις ως προς τις σκοπευτικές ικανότητες του κυνηγού σαφώς υψηλότερες. Δεν έχω συναντήσει όμως ποτέ κάποιον που να επιμένει στη χρήση ενός διαμετρήματος μικρότερου του 12 επικαλούμενος τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητά του στο κυνήγι.
ΕΝΑ ΠΙΘΑΝΟ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΛΗΓΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΑΜΕΤΡΗΜΑ 12
Μία απορία που διατυπώνεται συχνά είναι αν η επιτυχημένη πορεία του διαμετρήματος 12 αντιμετωπίζει κινδύνους για το μέλλον. Με άλλα λόγια, αν υπάρχει περίπτωση κάποια άλλα διαμετρήματα να αναδυθούν από την περιορισμένη ζήτηση και τον συρρικνωμένο ρόλο τους στον κυνηγετικό κόσμο και να γνωρίσουν εκ νέου μεγάλη αύξηση στη ζήτησή τους. Δεν είμαι σε θέση να στοιχηματίσω για κάτι τέτοιο, μπορώ όμως να αναφέρω κάποια σαφή σημάδια που διαφαίνονται ήδη στον ξένο κυνηγετικό Τύπο. Δεν πιστεύω ότι το διαμέτρημα 12 θα περάσει ποτέ σε δεύτερη μοίρα. Πιστεύω όμως ότι κάποια άλλα διαμετρήματα θα γνωρίσουν στα επόμενα χρόνια σημαντική ζήτηση διεκδικώντας ένα κομμάτι από την πίτα της αγοράς του δωδεκαριού. Αυτό το διαπιστώνει κανείς παρακολουθώντας τις συχνές διαμάχες ανάμεσα σε οπλοκατασκευαστές, κατασκευαστές φυσιγγίων, οπλόφιλους και απλούς κυνηγούς μέσα από τις στήλες των ξένων (κυρίως αγγλικών) περιοδικών. Εκεί υπάρχει εδώ και δύο χρόνια μια σημαντική διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους πολέμιους του διαμετρήματος 28. Μια διαμάχη που ξεφεύγει από τα πλαίσια της υπεράσπισης ενός μικρού διαμετρήματος, ως μέσου ενός πιο δύσκολου και πιο αθλητικού κυνηγίου. Μία διαμάχη που υπερασπίζεται ένα μικρό διαμέτρημα (το 28 και κάποιες φορές το 20) σαν ένα διαμέτρημα με δυνατότητες λίγο διαφορετικές από εκείνες του 12, αλλά με πολλά πλεονεκτήματα όσον αφορά το βάρος του όπλου, των πυρομαχικών κ.λπ. Σε καμία περίπτωση δεν είμαι θιασώτης μίας τέτοιας άποψης αλλά πρέπει να αναφέρω ότι οι πολέμιοι αυτών των απόψεων στις διαμάχες που προανέφερα, επιχειρηματολογούν πάντα συμπεριλαμβάνοντας στις απόψεις τους και ένα επιχείρημα διόλου ευκαταφρόνητο. Λένε λοιπόν ότι δεν είναι τυχαία η στροφή κάποιων προς το διαμέτρημα 28 σε μια περίοδο που πανευρωπαϊκά οι κυνηγοί και η αγορά των όπλων περνάει σημαντική κρίση. Μία λύση λοιπόν για τις εταιρείες κατασκευής όπλων θα ήταν αναμφίβολα η ανανέωση του “οπλοστασίου” κάθε φανατικού κυνηγού και η ώθησή του στην απόκτηση ενός καινούριου όπλου μέσα από τη μόδα ενός νέου διαμετρήματος. Δεν μπορώ να γνωρίζω την αλήθεια ή όχι ενός τέτοιου ισχυρισμού, οφείλω όμως να το αναφέρω και ο νοών νοείτω!