Σε σημαντική μείωση του πληθυσμού των λύκων θα προχωρήσει η κυβέρνηση της Σουηδίας, θανατώνοντας, εντός του έτους, τα μισά από τα τετρακόσια ζώα που ζουν στη χώρα, παρότι κάτι τέτοιο παραβαίνει τις οδηγίες της Ε.Ε.
Η υπουργός Γεωργίας Αννα Κάρεν Σάδερμπεργκ, μιλώντας στην κρατική τηλεόραση, τόνισε ότι ο αριθμός των λύκων αυξάνεται ετησίως και με τη θανάτωση κάποιων ζώων θα επιτευχθεί ο στόχος που έθεσε το Κοινοβούλιο, υπενθυμίζοντας ότι η κυβέρνηση έχει ήδη συμβουλευθεί την κρατική υπηρεσία προστασίας του περιβάλλοντος σχετικά με το ιδανικό μέγεθος του πληθυσμού.
Παλιότερα, η υπηρεσία εκτιμούσε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν στη Σουηδία λιγότεροι από 300 λύκοι, καθώς και ότι ο πληθυσμός τους πρέπει διαρκώς να εμπλουτίζεται με νέες αφίξεις ώστε να παραμείνει βιώσιμος και να μην αποδυναμωθεί από την ενδογαμία. Η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, ωστόσο, έχει ταχθεί υπέρ της θανάτωσης των λύκων ώστε να μην ξεπερνούν τα 170 ζώα, που είναι το κατώτατο όριο που έχει θεσπίσει η Ε.Ε. στην οδηγία για τη διατήρηση ειδών και βιοτόπων.
Στόχος, ο περιορισμός του πληθυσμού των 400 ζώων που ζουν σήμερα στη χώρα – Διαφωνίες για τον αριθμό.
Περιβαλλοντικές οργανώσεις, αντιθέτως, εκτιμούν ότι ο πληθυσμός των λύκων δεν πρέπει να πέσει κάτω από τα 300 ζώα, καθώς ο σουηδικός βιότοπος μπορεί να αντέξει ακόμα και χίλιους λύκους. Μάλιστα, καταγγέλλουν την κυβέρνηση της Στοκχόλμης ότι ενέδωσε στο ισχυρό λόμπι των κυνηγών που ισχυρίζονται ότι οι λύκοι τρώνε τις άλκες και ότι συνιστούν κίνδυνο για τα σκυλιά τους.
Στην ίδια γραμμή και ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Ταμείου για τη Φύση (WWF) Μπένι Γκάλφερτ, ειδικός στους θηρευτές, ο οποίος εξέφρασε την αντίθεσή του επισημαίνοντας ότι οι αριθμοί που προκρίνει η σουηδική κυβέρνηση στερούνται επιστημονικής βάσης.
«Η εξέλιξη στη Φύση είναι τελείως απρόβλεπτη και ο αριθμός 170 είναι υπερβολικά χαμηλός. Μας προβληματίζουν θέματα γενετικής που θα επιδεινωθούν όταν τα ζώα μειωθούν».
Η υπουργός Γεωργίας, πάντως, εξέφρασε την υποστήριξή της προς τους συμπατριώτες της που «ζουν κοντά στους λύκους και έχουν αγωνία για το μέλλον, και στους κτηνοτρόφους που επηρεάζονται από την παρούσα κατάσταση».