Οι μελετητές των όπλων έχουν πολλές φορές αναφερθεί αναλυτικά στο θέμα του ζυγίσματος των κυνηγετικών λειόκαννων. Πόσο σαφή, όμως, είναι για τον μέσο κυνηγό τα γνωρίσματα που συνθέτουν ένα καλοζυγισμένο όπλο; Ας επιχειρήσουμε μαζί μια λεπτομερή ανάλυση αυτού του τόσο ιδιόμορφου γνωρίσματος του κυνηγετικού μας όπλου, σεβόμενοι τα όσα σημαντικά έχουν επισημάνει κατά καιρούς διάφοροι ειδικοί μελετητές.
Το “ζύγισμα” ως όρος στην ελληνική βιβλιογραφία δεν καλύπτει πλήρως την έννοια. Στην αγγλική συναντάται ως balance που σημαίνει ισορροπία, αλλά ως όρος είναι κι αυτός ανεπαρκής. Τελικά, ο όρος “ζύγισμα” είναι μια έννοια μάλλον συγκεχυμένη.
Ας ορίσουμε το ζύγισμα
Ο ορισμός του ζυγίσματος έχει αποδοθεί σωστά από τον σπουδαίο οπλογνώστη και μελετητή, κ. Νικήτα Κυπρίδημο, εκδότη τότε του περιοδικού “Κυνήγι και Σκοποβολή”. Σύμφωνα λοιπόν με τον κ. Κυπρίδημο προκύπτει ότι, καλό ζύγισμα ενός κυνηγετικού όπλου σημαίνει η συγκέντρωση του μεγαλύτερου ποσοστού του βάρους του όπλου προς το κέντρο του, ανάμεσα στα χέρια του χρήστη, τόσο του συνολικού βάρους όσο και του βάρους του καθενός τμήματος του όπλου ξεχωριστά, εάν το όπλο αποσυναρμολογηθεί στα μέρη από τα οποία αποτελείται (κάννες, κοντάκι με τη βάση του όπλου και ξυστός), έτσι ώστε να δίδεται η εντύπωση έλλειψης βάρους στα άκρα του όπλου, δηλαδή προς το στόμιο των καννών και προς το πέλμα του κοντακιού.
Ένα όπλο με αυτά τα γνωρίσματα κατανομής του βάρους του θεωρείται καλοζυγισμένο και παρουσιάζει μηδενική σχεδόν αδράνεια στις αλλαγές κατεύθυνσης, δίδοντας την εντύπωση μειωμένου συνολικού βάρους. Επιπλέον, το καλοζυγισμένο όπλο συμπεριφέρεται ομαλά κατά την ανάκρουση, χωρίς τάσεις απομάκρυνσης από το στόχο, ελαχιστοποιώντας την προσπάθεια διατήρησης της κίνησης για την επίτευξη της δεύτερης βολής στον ίδιο ή σε άλλο στόχο. Βέβαια, ένα όπλο χωρίς τα συγκεκριμένα γνωρίσματα κατανομής του βάρους του δεν θεωρείται απαραίτητα αζύγιστο, εάν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι διαφορετικής κατανομής βάρους λόγω κάποιων ειδικών αναγκών του χρήστη του. Ας προχωρήσουμε όμως, μια και το θέμα αυτό δεν είναι του παρόντος.
Ένα αποκαλυπτικό πείραμα
Ας υποθέσουμε πως καλούμε δέκα κυνηγούς να αξιολογήσουν ως προς τη χρηστικότητά του ένα άγνωστο γι’ αυτούς αλληλεπίθετο, για το οποίο εμείς γνωρίζουμε πως έχει βάση κράματος αλουμινίου, είναι αρκετά εμπροσθοβαρές, αλλά ζυγίζει μόνο 2750kgr! Οι οκτώ στους δέκα θα συμφωνήσουν πως πρόκειται για ένα εξαιρετικό όπλο με “ωραίο” ζύγισμα που δεν τους… κόβει τα χέρια. Στο ίδιο συμπέρασμα θα κατέληγαν, εάν το προς αξιολόγηση όπλο ήταν ένα ιδιαίτερα κακοζυγισμένο εικοσαράκι με βάρος όμως μόνο 2600kgr και είναι βέβαιο πως θα δήλωναν εντυπωσιασμένοι από την αρμονία των γραμμών του και το μινιμαλισμό αυτού του διαμετρήματος, χωρίς να αναφερθούν σε τίποτε άλλο. Στο τέλος, ας υποθέσουμε πως τους δίνουμε ένα καλοζυγισμένο αλληλεπίθετο για το άθλημα του skeet, βάρους 3600kgr και ζητάμε την πλήρη αξιολόγησή του. Οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν πως πρόκειται για ένα όπλο με καταπληκτική αίσθηση και ζωντάνια, υπολογίζοντας το βάρος του γύρω στα 3200kgr, το οποίο όμως δεν θα τους ενοχλούσε ιδιαίτερα στο καθημερινό τους κυνήγι.
Το πείραμα αυτό το έχω κάνει προσωπικά! Αποδεικνύεται λοιπόν πως υπάρχει μια σχετική σύγχυση σε ότι αφορά βάρος και ζύγισμα, η οποία ίσως δεν επιτρέπει τη συνειδητά σωστή αξιολόγηση των όπλων και κατ’ επέκταση τις προσωπικές μας επιλογές. Ακόμη και σκοπευτές που έρχονται σε καθημερινή επαφή με τα όπλα, θεωρούν ένα καλοζυγισμένο όπλο ελαφρύ και ισχυρίζονται πως ένα τέτοιο όπλο εύκολα κατευθύνεται προς το στόχο αλλά εξίσου εύκολα απομακρύνεται απ’ αυτόν. Η ζυγαριά όμως δείχνει συνήθως πάνω από 3600kgr και ένα τέτοιο όπλο κάθε άλλο παρά ελαφρύ είναι, παραμένοντας κατά την κίνησή του ιδιαίτερα σταθερό.
Φαίνεται και από μακριά
Η σωστή μέθοδος αξιολόγησης του ζυγίσματος ενός όπλου παραπέμπει στον ίδιο τον ορισμό του ζυγίσματος που δώσαμε παραπάνω. Η αποσυναρμολόγηση του όπλου στα μέρη από τα οποία αποτελείται, σε συνδυασμό με τη ζυγαριά και το ακριβές σημείο ισορροπίας τού όπλου, θα μας αποκαλύψουν όλη την αλήθεια.
Εμβαθύνοντας όμως στο θέμα του ζυγίσματος των όπλων, θα μπορούσαμε να εξάγουμε τόσα συμπεράσματα ώστε το μόνο που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στη διατύπωσή τους θα ήταν ίσως ο περιορισμένος χώρος του φιλόξενου περιοδικού και τα νεύρα τού ευγενικού εκδότη του.
Δεν θα ήταν υπερβολικό, λόγου χάρη, να ισχυριστώ πως μπορούμε να αναγνωρίσουμε ένα πιθανώς καλοζυγισμένο όπλο ακόμη και εξ όψεως, δηλαδή χωρίς να το κρατήσουμε στα χέρια μας! Με τον ισχυρισμό αυτό θέλω να καταδείξω, χωρίς να παρεξηγηθώ, τη δυνατότητα που μας δίδεται να σχηματίσουμε μια πρώτη εντύπωση για το ζύγισμα κάποιου όπλου, στηριζόμενοι στη γνώση αλλά και την εμπειρία που αποκτάται με την ενασχόλησή μας. Απομένει, βέβαια, η επαλήθευση των υποθέσεών μας με τη σωστή μέθοδο ανάλυσης και αξιολόγησης.
Το μυστικό κρύβεται στη σχεδίαση
Το μυστικό βρίσκεται στη σχεδίαση του κάθε όπλου ξεχωριστά και αυτή η σχεδίαση ας πούμε πως αποτελεί και την “ταυτότητα” του κάθε κατασκευαστή. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, πως η Αγγλική σχολή αρέσκεται σε κατασκευές πλαγιόκαννων με ολόκληρες φωτιές και λεπτεπίλεπτα ξύλινα μέρη, σε συνδυασμό με ατσάλια καννών υψηλής ποιότητος που επιτρέπουν την κατασκευή ελαφρών καννών με λεπτά τοιχώματα. Στα αλληλεπίθετα που κατασκευάζουν αποφεύγουν συνήθως την τοποθέτηση ρίγας σκοπεύσεως και ο ξυστός τους είναι ο ορισμός του μινιμαλισμού.
Η Γερμανική σχολή πρεσβεύει την κατασκευή αλληλεπιθέτων με υψηλού προφίλ βάσεις και κεντρικό άγγιστρο σύνδεσης καννών, η Γαλλική σχολή έχει παρουσιάσει κατά καιρούς μερικές από τις πιο “περίεργες” διατάξεις όπλων (π.χ. Darne), ενώ η Ιταλική έχει ασπαστεί τη διάταξη τύπου Boss, με βάσεις ιδιαίτερα χαμηλού προφίλ, δίνοντας έμφαση στη λεπτή αρμονική γραμμή και την πλούσια εμφάνιση, ακόμη και των πιο φθηνών όπλων που παράγει. Όσον αφορά τα αυτογεμή παντός τύπου, αυτά χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερα επιμηκυμένη βάση και τον τεράστιο ξυστό ο οποίος προσπαθεί, ακόμη και σήμερα, να καλύψει την αποθήκη των τεσσάρων φυσιγγίων. Άρα η “ταυτότητα” του καθενός κατασκευαστή είναι διακριτή.
Με όλα τα παραπάνω θέλω να τονίσω τη σημασία που έχουν για το ζύγισμα οι επιμέρους επιλογές των κατασκευαστών στη σχεδίαση των όπλων που παράγουν, διότι όπως ο καθένας αντιλαμβάνεται, αυτό που τελικά έχει σημασία για το θέμα μας είναι το πώς, πού, πόσο και τι είδος μετάλλου χρησιμοποιούν, σε συνδυασμό πάντοτε με τη βαρύτητα που δίνουν στην επιλογή των ξύλινων μερών του κάθε όπλου ξεχωριστά.
Μπορούμε λοιπόν να οδηγηθούμε σε κάποια συμπεράσματα εξετάζοντας τη μορφή του όπλου και δε μένει παρά να επαληθευτεί η κρίση μας ή όχι. Βέβαια, στα χειροποίητα όπλα, το ζύγισμα είναι ιδιαίτερα φροντισμένο ή τουλάχιστον οφείλει να είναι, γι’ αυτό μην εκπλαγείτε εάν συναντήσετε κακοζυγισμένα όπλα εκατομμυρίων.
Σκέτη μαγεία
Εξετάζοντας τα όπλα όχι μόνο αισθητικά ή με τη “μάρκα”, αλλά με έναν βαθύτερο τρόπο, μόνο κέρδη θα έχουμε. Ένα ιδιαίτερα καλοζυγισμένο όπλο στα χέρια μας είναι “μαγεία” καθώς η απόλαυση που χαρίζει είναι τέτοια που, ακόμη κι αν δεν κατανοούμε το λόγο, θέλουμε να το κρατήσουμε για πάντα, μεταβιβάζοντάς το στις επόμενες γενιές.
Προσωπικά, έχω συναντήσει το απόλυτο σε ένα ζευγάρι χειροποίητων εγγλέζικων αλληλεπίθετων Charles Lancaster, στο μαγικό διαμέτρημα των 16, τα οποία έχει εισαγάγει ο κ. Χατζιώτης στο Gun & knife classics. Παράλληλα, έχω εκτιμήσει ιδιαίτερα τις βελτιώσεις ζυγίσματος που κάνουν γνωστοί οπλουργοί σε όπλα μαζικής παραγωγής χαμηλού κόστους, τα οποία δεν υπολείπονται σε αίσθηση πολύ ακριβότερων κατασκευών. Και εν κατακλείδι, ως απάντηση στην ερώτηση “ποιο όπλο” θα έλεγα πως ο σοφός άνθρωπος θα απαντούσε ανεπιφύλακτα “το καλοζυγισμένο”!