Σε επενδυτικό επίπεδο τα ζευγάρια όπλων εξακολουθούν να έχουν μεγάλη ισχύ και να είναι περιζήτητα, ακόμη και από συλλέκτες που δεν θα διανοούνταν ποτέ να κυνηγήσουν με γεμιστή. Σε επίπεδο χρηστικότητας, όμως, ένα ζευγάρι όπλων δεν έχει κανένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με δύο ίδιας ποιότητας όπλα, που κατασκευάστηκαν μεμονωμένα.
Του Χρήστου Χατζιώτη
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν τέτοια. Το αντίθετο μάλιστα! Ωστόσο τα όπλα των ευγενών, οι οποίοι κυνηγούσαν με γεμιστή, είχαν κάποιες ιδιαιτερότητες –όχι απαραίτητα λειτουργικές– που τα καθιστούσαν πανάκριβα και περιζήτητα.
Κάθε όπλο έχει μια ποιότητα κατασκευής, έναν αριθμό από εργατοώρες που απαιτήθηκαν για την κατασκευή του, μια φήμη που οφείλεται στις επιδόσεις του και όχι στο όνομά του καθώς και στην εμπειρία των ανθρώπων που το σχεδίασαν και το κατασκεύασαν, εμπειρία που του προσδίδει «προστιθέμενη αξία». Στους οπλολάτρεις και τους οπλογνώστες το όνομα του κατασκευαστή έρχεται σε δεύτερη μοίρα, σ’ αντίθεση με τους ευγενείς που κατά κανόνα χρωστούν τους τίτλους ευγενείας τους στην καταγωγή τους κι ελάχιστα πράγματα χρειάζεται να κάνουν για να επαληθεύσουν την αξία τους.
Με τίτλους “ευγενείας”
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα κυνήγια. Μπορεί τα πολλά κυνήγια φασιανού στην Αγγλία και η εκτίμηση που δείχνανε οι Γάλλοι στο κρέας του ως έδεσμα, να έδωσαν στο κυνήγι του φασιανού τον τίτλο του Royal Game. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και στα μπεκατσίνια, λόγω της δυσκολίας που είχε η βολή τους, όμως κάθε κυνήγι έχει τη χάρη του και κανείς δεν μπορεί να διατηρήσει τη σοβαρότητά του αναφερόμενος σε «ευγενή κυνήγια». Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, στον τίτλο του άρθρου το «ευγενή» βρίσκεται εντός εισαγωγικών…
Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε με το συγκεκριμένο άρθρο είναι τα χαρακτηριστικά που είχαν τα όπλα των ευγενών (κυρίως στην Αγγλία, αλλά και στη Γαλλία ή στο Βέλγιο) οι οποίοι κυνηγούσαν με γεμιστή. Το σημαντικότερο στοιχείο όλων αυτών των όπλων είναι ότι οι ιδιαιτερότητές τους τα έκαναν πανάκριβα γιατί η κατασκευή τους απαιτούσε επιπλέον εργατοώρες, χωρίς όμως να προσδίδουν χρήσιμα στοιχεία στο όπλο, όταν αυτό θα χρησιμοποιούταν από κάποιον άλλο σε ένα άλλου τύπου κυνήγι.
Όπλα σε ζευγάρια
Το πρώτο χαρακτηριστικό των όπλων των ευγενών ήταν ότι κατασκευάζονταν συνήθως σε ζευγάρια. Κυνηγώντας με υπηρέτη – γεμιστή, είχαν ανάγκη να πραγματοποιήσουν πολλές βολές σε μικρό χρονικό διάστημα κι ενώ αυτοί έριχναν, ο γεμιστής έπρεπε να γεμίζει το όπλο τους. Στηνόντουσαν σε ένα προκαθορισμένο σημείο και οι διώκτες (υπηρέτες της φάρμας τους ή του φάρμερ που τους φιλοξενούσε, επιφορτισμένοι με το έργο του ξεπετάγματος των φασιανών ή των γκράους και με την καθοδήγησή τους προς τον κυνηγό) έστελναν τα θηράματα σε μεγάλους αριθμούς προς το μέρος τους. Χρειαζόντουσαν λοιπόν δύο πανομοιότυπα όπλα για να εναλλάσσονται από τα χέρια του κυνηγού στα χέρια του γεμιστή και το αντίστροφο. Έπρεπε δε να είναι πανομοιότυπα τα όπλα αυτά, τουλάχιστον ως προς το ζύγισμά τους, για να έχουν ακριβώς την ίδια αίσθηση και συμπεριφορά κατά τη γρήγορη εναλλαγή τους στα χέρια του κυνηγού. Αυτό το στοιχείο έκανε τα όπλα αυτά ακριβότερα (ως ζευγάρι) από ότι δύο ίδια ακριβώς όπλα που κατασκευαζόντουσαν για ξεχωριστούς ιδιοκτήτες. Και αυτό γιατί είναι πολύ δυσκολότερο να ζυγίσεις ένα όπλο κατά την κατασκευή του ακριβώς ίδια με ένα άλλο, από το να κατασκευάσεις δύο ξεχωριστά όπλα με εξαιρετικό ζύγισμα, αλλά όχι πανομοιότυπο.
Η αυτόματη ασφάλεια
Η ασφάλεια του κυνηγού από το γεμιστή και ο περιορισμός πιθανότητας ατυχήματος έκανε τα περισσότερα από τα «ευγενή» όπλα να κατασκευάζονται στα αγγλικά πρότυπα με αυτόματη ασφάλεια. Δηλαδή με την πίεση του μοχλού ανοίγματος του όπλου προς τα δεξιά και το άνοιγμα των καννών, έμπαινε αυτόματα και η ασφάλεια του όπλου. Ο κυνηγός δεν είχε παρά να πάρει ασφαλής το όπλο από το γεμιστή, να απασφαλίσει και να επιχειρήσει μία βολή ή έναν ντουμπλέ. Φυσικά τον σημερινό κυνηγό η αυτόματη ασφάλεια μόνο να τον μπερδέψει μπορεί και τίποτε περισσότερο.
Το σύστημα αυτόματου ανοίγματος
Όσοι είχαν την οικονομική άνεση να επιβαρύνουν το ζευγάρι όπλων που παράγγελναν ακόμη περισσότερο σε κόστος, ζητούσαν και μηχανισμό διευκολυνόμενου ανοίγματος (easy opener) ή αυτόματου ανοίγματος (self opener). Ο μηχανισμός αυτόματου ανοίγματος, με την ολοκλήρωση της διαδρομής του μοχλού ανοίγματος προς τα δεξιά, πίεζε τις κάννες προς τα κάτω, προκειμένου να ανοίξουν αυτόματα και να αναλάβουν δράση οι αυτόματοι εξολκείς. Σε κάποιον που δεν κυνηγάει με γεμιστή, αυτό είναι παντελώς άχρηστο γιατί την ενέργεια που κερδίζει από το αυτόματο άνοιγμα των καννών την «επιστρέφει» σαν επιπλέον απαιτούμενη δύναμη για το κλείσιμο του όπλου που καλείται να οπλίσει και το ελατήριο του αυτόματου ανοίγματος. Για όσους παράγγελναν όμως τέτοια όπλα, αυτό δεν ίσχυε. Γιατί όπως είπε χαρακτηριστικά και κάποιος μεγάλος οπλοκατασκευαστής, κανένας δικός του πελάτης δεν έκλεινε μόνος του το όπλο του.
Η αρίθμηση των “ζευγαρωτών”
Η γυναίκα του Καίσαρα δεν ήταν μόνο τίμια (τουλάχιστον όσον αφορά τα ζευγάρια όπλων), αλλά φαινόταν κιόλας. Έτσι τα ζευγάρια όπλων ήταν αριθμημένα όχι σε ένα, αλλά συνήθως σε τρία διαφορετικά σημεία. Το πρώτο σημείο είναι στο πάνω μέρος του μοχλού ανοίγματος. Το δεύτερο σημείο είναι στο πίσω μέρος της ρίγας προς τη βάση. Και το τρίτο σημείο είναι το μεταλλικό πρόσθιο κέρας του ξυστού (πάπιας) ή ο μοχλός αφαίρεσης της πάπιας στο μέσο του κάτω μέρους της, αναλόγως με τον τύπο του όπλου.
Τα serial numbers
Ένα ζευγάρι όπλων μπορεί να έχει συνεχόμενους «αριθμούς κατασκευής», τους συνηθέστερα αποκαλούμενους serial numbers (αγγλιστί) ή τελείως διαφορετικούς. Στην ποιότητα των όπλων αυτό δεν επιφέρει καμία διαφορά. Στην αξία όμως του ζευγαριού είναι σαφώς προτιμότερο οι αριθμοί να είναι συνεχόμενοι γιατί έτσι αποδεικνύεται ότι τα όπλα παραγγέλθηκαν ταυτόχρονα στον κατασκευαστή τους, ως ζευγάρι. Σε αντίθετη περίπτωση, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι κάποιος παρήγγειλε ένα χειροποίητο όπλο και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα (μπορεί και δεκαετίες) κατέφυγε στον ίδιο κατασκευαστή ζητώντας του άλλο ένα όπλο πανομοιότυπο, για να αποτελέσει το ζευγάρι του.
Τριάδες, πεντάδες ακόμα κι επτάδες
Σε σπάνιες περιπτώσεις και με ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση (λόγω ακόμη δυσκολότερης κατασκευής), παραγγέλνονταν τρία πανομοιότυπα όπλα, φυσικά αριθμημένα, για τον ίδιο σκοπό. Όπως επίσης συνηθιζόταν να παραγγελθούν πέντε, έξι ή επτά όπλα, με συνεχόμενους «αριθμούς κατασκευής», αλλά όχι στη φιλοσοφία του ζεύγους ή του τρίο των όπλων. Τα όπλα αυτά δεν αριθμούνταν και συνήθως αποτελούνταν από ένα ζευγάρι διαμετρήματος 12, ένα ζευγάρι διαμετρήματος 20 και ένα 28άρι ή ένα ζεύγος 28αριών ή τέλος όλα τα προηγούμενα και ένα επιπλέον όπλο διαμετρήματος 36.
Περιζήτητα αν και όχι αναγκαία
Σε επενδυτικό επίπεδο τα ζευγάρια όπλων εξακολουθούν να έχουν μεγάλη ισχύ και να είναι περιζήτητα, ακόμη και από συλλέκτες που δεν θα διανοούνταν ποτέ να κυνηγήσουν με γεμιστή. Αυτό ισχύει γιατί ζευγάρια όπλων κατασκευάζονται μέχρι σήμερα και μάλιστα σε εξαιρετικά ψηλές τιμές. Σε επίπεδο χρηστικότητας, όμως, για τον μέσο κυνηγό ή για οποιονδήποτε ασχολείται με ελληνικά παραδοσιακά κυνήγια, ένα ζευγάρι όπλων δεν έχει κανένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με δύο ίδιας ποιότητας όπλα, που κατασκευάστηκαν μεμονωμένα. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν κάποια ζευγάρια όπλων που παραγγέλθηκαν από κυνηγούς που δεν ήθελαν να κυνηγήσουν με γεμιστή, ούτε έκαναν «ευγενή» κυνήγια. Απλώς ήθελαν δύο όπλα πανομοιότυπου ζυγίσματος με διαφορετικές συσφίγξεις, για να καλύπτονται σε όλα τους τα κυνήγια. Και εδώ, βέβαια, οι ειδικοί της κυνηγετικής σκοποβολής διαφωνούν, με κάποιους να επιμένουν ότι το ζύγισμα ενός καρτεροντούφεκου πρέπει να είναι διαφορετικό από το ζύγισμα ενός όπλου που προορίζεται για κυνήγι με σκύλο φέρμας.