Η πενταμελής κυνηγοπαρέα μας ξεκίνησε από την Ελλάδα το περιπετειώδες σαφάρι της στην αφρικανική ήπειρο στις 21 Μαΐου. Πρώτος σταθμός ήταν η Ναμίμπια και κατόπιν η Νότιος Αφρική.
Το harterbeest δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει βραβείο ομορφιάς. Όμως κερδίζει το βραβείο της πιο καχύποπτης αντιλόπης της Αφρικής. Και το κυνήγι της είναι εξαιρετικά δύσκολο. Γίνεται, δε, ακόμα δυσκολότερο γιατί τα ζώα αυτά προτιμάνε τις πεδιάδες με χαμηλή βλάστηση όπου το να καταφέρεις να τα πλησιάσεις σε απόσταση βολής είναι σχεδόν ακατόρθωτο.
Ξαφνικά μου έρχεται στο μυαλό ότι το πρωί ίσως είχε μείνει μία σφαίρα από τις δοκιμές στην τσέπη μου. Ψάχνω και η σφαίρα είναι εκεί. Τη βάζω γρήγορα στη θαλάμη, παίρνω μερικές αναπνοές να ηρεμήσω, σκοπεύω όσο πιο προσεκτικά γίνεται, ρίχνω και το ζώο σωριάζεται επιτέλους κάτω.
«Τώρα τι κάνουμε;», ρωτάω τον Karl. «Πιπί μας, απαντάει εκείνος. Είναι ο μόνος τρόπος να μην πλησιάσει η λεοπάρδαλη. Το μόνο που την απωθεί είναι η ανθρώπινη παρουσία και αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος. Λοιπόν αρχίστε… Μεθοδικά, γύρω–γύρω από το ζώο. Βάλτε τα δυνατά σας».
Ακούω έναν φοβερό θόρυβο και βλέπω ένα τεράστιο κλαδί από την ακακία που βρισκόταν 2–3 μέτρα μπροστά από το steenbuck να πέφτει στο έδαφος. Το steenbuck ακίνητο με κοιτάει!
Ο Karl λέει: «τώρα το αρσενικό είναι μπροστά». Ο Κώστας όμως δεν τα βλέπει από εκεί που είναι. Ο Karl μου δίνει γρήγορα το όπλο του, ένα πολύ κοντόκαννο Manlicher και καθώς το ζώο βρίσκεται υπό μεγάλη γωνία προς εμένα, σημαδεύω γρήγορα πίσω (ίσως λίγο πιο πίσω από όσο θα έπρεπε, αλλά τα ζώα έτρεχαν) και ρίχνω. Οι ζέβρες εξαφανίζονται.
Κυριακή 3 Ιουνίου
Πίσω στη Namibia. Κάποια ζώα σε κάνουν να θέλεις να τα αποκτήσεις με τη χάρη τους, όπως το impala, κάποια με την ομορφιά τους, όπως το oryx (gemsbock), κάποια με τη μεγαλοπρέπειά τους, όπως το kudu, κάποια με το επιβλητικό τους παρουσιαστικό, όπως το waterbuck. Υπάρχει όμως και ένα που σε τραβάει εξαιτίας της ασχήμιας του. Το ζώο είναι αλλοπρόσαλλο λες και ο Θεός ήταν αφηρημένος όταν το έφτιαχνε ή διέθετε χιούμορ! Μια μακρόστενη αλογίσια μούρη, κάτι κέρατα που πάνε προς τα μπρος, μα ξάφνου αλλάζουν γνώμη και γυρνάνε κατά πίσω, μια κοντή μαύρη ουρά κι ένα ανοιχτό μωβ χρώμα. Όχι, σίγουρα το harterbeest δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει βραβείο ομορφιάς. Όμως κερδίζει το βραβείο της πιο καχύποπτης αντιλόπης της Αφρικής. Και το κυνήγι της είναι εξαιρετικά δύσκολο. Γίνεται, δε, ακόμα δυσκολότερο γιατί τα ζώα αυτά προτιμάνε τις πεδιάδες με χαμηλή βλάστηση όπου το να καταφέρεις να τα πλησιάσεις σε απόσταση βολής είναι σχεδόν ακατόρθωτο.
Κυνηγώντας Harterbeest
Φτάσαμε στη «φάρμα» που θα τις κυνηγούσαμε, καμιά 60αριά χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας. Κι εδώ, ο ιδιοκτήτης γερμανικής καταγωγής. Φτάσαμε μεσημεράκι. Ο Will (ο ιδιοκτήτης) μας λέει ότι έχουμε ώρα να δοκιμάσουμε τα όπλα. Καινούργια παρέα τώρα. Ο Κώστας και ο Σταμάτης που έχουν έρθει από την Αθήνα. Τα όπλα εδώ πολύ καλά, μου δίνουν ένα ολοκαίνουργιο Sauer 90 (κατά την ταπεινή μου γνώμη το καλύτερο εργοστασιακό ραβδωτό της αγοράς), στο εξαιρετικό επίσης διαμέτρημα 7Rem Magnum. Τα φυσίγγια 170grain Lapua. Το ίδιο καλά είναι και τα τζιπ. Διαθέτουν υψηλές θέσεις με ειδική ρυθμιζόμενη ανάρτηση που δεν σου σπάει τη μέση όταν κινείσαι στους πετρώδεις «δρόμους» της ναμιμπιανής σαβάνας. Μέχρι και θέσεις για το τενεκεδάκι του αναψυκτικού διαθέτει. Ανεβασμένα πράγματα.
Δευτέρα 4 Ιουνίου
Από την πρώτη στιγμή γίνεται προφανές ότι το μέρος αυτό δεν έχει καμία σχέση με το «δικό μας» στο Erongo. Διαπιστώνει κανείς και μόνο από τη συμπεριφορά των ζώων ότι κυνηγιέται πολύ εντατικά, στο ρυθμό «ψεκάστε – σκουπίστε – τελειώσατε». Οι μαύροι οδηγοί μας πολύ ικανοί παρ’ όλα αυτά. Προσπαθούμε με τον δικό μου, ανεπιτυχώς, να μπλοκάρουμε ένα αρσενικό ζώο. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται τουλάχιστον 10 φορές σε μία μέρα. Από ψηλά στο αυτοκίνητο με τα κιάλια βλέπει ο Κλάας κάποιο αξιόλογο αρσενικό ζώο. Προχωράμε έως ότου βρεθούμε σε κάποιο σημείο με τον άνεμο αντίθετα και από ‘κει και ύστερα με τα πόδια, σχεδόν έρποντας από θάμνο σε θάμνο, προσπαθούμε να έρθουμε σε απόσταση βολής από το harterbeest.
Κάθε φορά όμως και όταν ο Κλάας ξεδιπλώνει ένα ελαφρύ τρίποδο υποστήριγμα του όπλου (γιατί είπαμε ότι οι βολές είναι μακρινές και είναι αδύνατο να γίνουν με το όπλο απλά κρατημένο στα χέρια), την τελευταία στιγμή το ζώο εξαφανίζεται. Έχει φτάσει απόγευμα κι έχω πραγματικά κουραστεί από το συνεχές τρέξιμο, σκυμμένος σχεδόν σε ορθή γωνία. Είναι περίπου 5 η ώρα, ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει όταν βρισκόμενοι στο μοναδικό κάπως ψηλό σημείο της περιοχής, στην ουσία μια πτύχωση του εδάφους καμιά 40 μέτρα ψηλότερα, ο Κλάας μου δείχνει προς τα κάτω και ψιθυρίζει χαμηλόφωνα: «Harterbeest!». Κοιτάζει με τα κιάλια και το ίδιο κάνω κι εγώ. Βεβαίως το φως είναι ήδη λιγοστό και η δική μου πείρα στο να ξεχωρίσω το γένος και το μέγεθος ενός harterbeest, που βρίσκεται στα 350 μέτρα (γιατί τόση ήταν η απόσταση), δεν είναι αρκετή.
«Το βλέπεις αυτό το ζώο που είναι μόνο του, τελευταίο και μας κοιτάει, δεξιά – δεξιά;».
«Το βλέπω», του λέω.
«Νομίζεις πώς μπορείς να του ρίξεις από εδώ;».
Η βολή είναι ό,τι πιο δύσκολο. Το ζώο είναι γυρισμένο ευθεία προς τα εμάς (ανφάς), η απόσταση μεγάλη, το φως χαμηλό. Λέω μέσα μου, «έτσι κι αλλιώς σε λίγο πρέπει να φύγουμε για Erongo, άλλη ευκαιρία δεν θα έχω, το όπλο είναι καλό, ας ρίξω».
Έμεινα από σφαίρες
Στηρίζω το όπλο στα shooting sticks (τρίποδα). Σημαδεύω το κέντρο του στήθους και με πολύ προσοχή τραβάω τη σκανδάλη. Η σφαίρα ακούγεται να χτυπάει το στόχο της και ο Κλάας μου λέει: «νομίζω ότι το χτύπησες». Κατεβαίνουμε κάτω, ώσπου να φτάσουμε έχει σχεδόν σκοτεινιάσει. Ο Κλάας έχει μετρήσει τα ζώα που έφυγαν και μου λέει: «Έφυγαν 14 ενώ ήταν 15, πρέπει να είναι εδώ μέσα στην πυκνούρα». Ψάχνουμε να βρούμε κηλίδες αίματος. Τίποτε. Ο Κλάας ανάβει έναν φακό. Σκέφτομαι: «τι βλάκας που είσαι, ξέχασες τον χρυσό κανόνα, ποτέ δεν ρίχνουμε σε μεγάλο ζώο με το τελευταίο φως της ημέρας αν δεν είμαστε 100% σίγουροι». Βγαίνουμε από το πυκνό από το πίσω δεξιά μέρος και αρχίζω να απελπίζομαι, το ίδιο και ο Κλάας.
«Μάλλον δεν θα το χτύπησες», μου λέει.
Με το κεφάλι σκυμμένο, ψάχνοντας για ίχνη που δεν υπάρχουν, προχωράμε σιγά. Ξαφνικά σηκώνω τα ματιά μου κι εκεί μπροστά μου, στα 30 μέτρα, βρίσκεται το ζώο όρθιο και περπατάει πολύ αργά σαν μεθυσμένο. Σηκώνω το όπλο πολύ γρήγορα, η διόπτρα είναι γεμάτη από το harterbeest. Ούτε μπορώ να διακρίνω λεπτομέρειες από το ξάφνιασμα και την αγωνία να μη χαθεί το ζώο. Ρίχνω.
«Δεν το πέτυχες, μου λέει ο Κλάας, ξαναρίξε».
Ξαναρίχνω με ακόμα μεγαλύτερο εκνευρισμό.
«Δεν το πέτυχες, μου ξαναλέει ο Κλάας, ξαναρίξε».
Το ουραίο του όπλου πηγαινοέρχεται και ξανατραβάω τη σκανδάλη για να ακουστεί μόνο ένα… κλικ. Δεν έχω άλλες σφαίρες!
Στο κυνήγι όλοι κάνουμε λάθη
Τώρα ο πανικός και η απελπισία μου έχουν φτάσει στο έπακρο. Το ζώο εξακολουθεί να στέκεται σχεδόν ακίνητο μπροστά μας. Τότε ξαφνικά μου έρχεται στο μυαλό ότι το πρωί ίσως είχε μείνει μία σφαίρα από τις δοκιμές στην τσέπη μου. Ψάχνω και η σφαίρα είναι εκεί. Τη βάζω γρήγορα στη θαλάμη, παίρνω μερικές αναπνοές να ηρεμήσω, σκοπεύω όσο πιο προσεκτικά γίνεται, ρίχνω και το ζώο σωριάζεται επιτέλους κάτω. Εδώ ίσως είναι απαραίτητο να απαντήσω σε ένα λογικότατο ερώτημα του αναγνώστη: «καλά εσύ μας λες ότι πέτυχες ζώα στα 300 και 400 μέτρα και δεν μπορείς στα 30; Είναι δυνατόν;». Η απάντηση είναι ναι! Πράγματι, όταν χρησιμοποιεί κανείς διόπτρα και μάλιστα σταθερής μεγέθυνσης, γίνεται για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι ο στόχος είναι πολύ μεγάλος και καλύπτει όλο το πεδίο αφ’ ενός, αφ’ ετέρου ότι δεν είναι εστιασμένος και επομένως δεν φαίνεται καθαρά.
Ο δεύτερος είναι ότι όταν η απόσταση είναι πολύ μικρή υπάρχει αυτή η διαφορά ύψους 5 περίπου εκατοστών που είναι η απόσταση μεταξύ του οπτικού άξονα της διόπτρας και του κέντρου της κάννης. Έτσι τα κλασικά ανοιχτά σκοπευτικά είναι πολύ πιο αποτελεσματικά σε αποστάσεις μέχρι 80 μέτρα, ας πούμε. Τέλος.
Πλησιάζουμε το ζώο. Ο Κλάας μου σφίγγει το χέρι. «Μπράβο, μου λέει, το κατάφερες το harterbeest», αλλά δεν έχει προφτάσει να τελειώσει τα λόγια του όταν τον βλέπω στο σκοτάδι να αλλάζει χρώμα και να γίνεται… άσπρος!
«It’s… a koei (είναι θηλυκό)», λέει σε μισά αγγλικά μισά αφρικάανς, με φωνή που τρέμει. Σε κοντινότερη εξέταση, βεβαίως, αποδεικνύεται ότι το ζώο είναι δυστυχώς θηλυκό. Ο Κλάας τώρα προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.
«Είσαι σίγουρος, μου λέει, ότι έριξες στο ζώο που σου έδειξα;» (λες και μπορούσα να ρίξω σε άλλο αφού αυτό ήταν μόνο του).
«Σφαίρες, του λέω, δεν έχω άλλες, αλλά θα σου φέρω το όπλο στο κεφάλι αν μου πεις άλλες τέτοιες μ…ίες!». Στο κυνήγι όλοι κάνουμε λάθη.
Αυτό που είχε στο μυαλό του βέβαια ήταν οι συνέπειες από το αφεντικό, όταν εκείνος μάθαινε το λάθος. Σκεπτόμενος εγώ ότι έτσι κι αλλιώς πλέον δεν γίνεται τίποτε και ότι το ίδιο βράδυ θα έπρεπε να φύγουμε, του λέω, «καλά Κλάας, μην ανησυχείς, εγώ θα πω στο αφεντικό ότι εσύ άλλο μου έδειξες και εγώ άλλο χτύπησα». Ξαναβρήκε το κανονικό του χρώμα. Φορτώσαμε το ζώο και πίσω στη φάρμα. Εκεί, στο σφαγείο, είχαν ήδη φτάσει ο Κώστας και ο Σταμάτης, όπου ο Κώστας είχε καταφέρει να χτυπήσει ένα αρσενικό, ο δε Σταμάτης και αυτός λόγω λάθους του συνοδού του είχε χτυπήσει ένα θηλυκό, τεραστίων όμως διαστάσεων. Παίρνουμε τα φιλέτα των ζώων, τα δέρματα και τα κεφάλια και αναχωρούμε για το μακρύ ταξίδι μας πίσω στα βουνά του Erongo.
Τρίτη 5 Ιουνίου
Βγαίνουμε το απόγευμα μαζί με τον Κώστα και τον Karl. Το πρωινό το έχουμε «φάει» αφ’ ενός γιατί φτάσαμε κουρασμένοι και πολύ αργά από την άλλη φάρμα και αφ’ ετέρου γιατί ο Κώστας και ο Σταμάτης πρέπει να εξοικειωθούν με τα νέα όπλα που υπάρχουν εδώ.
Νέα αρχή, νέες ελπίδες και προσδοκίες
Και οι δυο μας θέλουμε διακαώς μια ζέβρα των βουνών, την κορωνίδα των ζώων της περιοχής. Εγώ, πριν από τρία χρόνια (όπως ο Νίκος πριν από μερικές μέρες), είχα καταφέρει να χτυπήσω καλά ένα ζώο το οποίο όμως τελικά κατόρθωσε να ξεφύγει.
Ο Κώστας είχε χτυπήσει ένα του οποίου το δέρμα στολίζει τώρα το σπίτι του, αλλά όντας περισσότερο παραδοσιακός από μένα κι έχοντας δυο μεγάλες κόρες, έφυγε με τη ρητή παραγγελία από το σπίτι: «θέλουμε άλλη μια ζέβρα!» Τι μπορούσε λοιπόν να κάνει και αυτός;
Το τζιπ σιγά–σιγά απομακρύνεται αφήνοντας πίσω του το χαρακτηριστικό σύννεφο σκόνης να κρέμεται για πολλή ώρα στον αέρα (είναι μία από τις πιο τυπικές εικόνες της Αφρικής). Αφού οδηγούμε περίπου καμιά ώρα και δεν έχουμε δει τίποτε κατευθυνόμαστε προς ένα κλειστό φαράγγι στο κάτω μέρος του οποίου βρίσκεται ένας μικρός ξεροπόταμος. Κατεβαίνουμε από το αμάξι και προχωράμε με τα πόδια προς ένα πολύ χαμηλό kopje, όχι ψηλότερο από 10 μέτρα, στην κορφή του οποίου υπάρχουν κάτι μεγάλα στρογγυλά βράχια που στο μέσον του δημιουργούν μια τέλεια κρυψώνα.
Δεν έχουμε προφτάσει καλά–καλά να μπούμε μέσα όταν από ψηλά δεξιά ακούγεται ποδοβολητό και βλέπουμε σκόνη.
Με κινηματογραφική ταχύτητα
Για κάποιον άγνωστο λόγο ένα ζευγάρι (αρσενικό, θηλυκό) ζέβρες κατεβαίνουν το φαράγγι και έρχονται προς το μέρος μας. Είναι σειρά τού Κώστα να ρίξει κι εκείνος έχει το όπλο στα χέρια του. Ο Karl κοιτάζει συνεχώς με τα κιάλια. Εγώ απλώς παρακολουθώ τη σκηνή. Τα ζώα, λόγω του εδάφους, βρίσκονται πότε το αρσενικό μπροστά και πότε το θηλυκό.
«Πρόσεχε, λέει ο Karl του Κώστα, θα ρίξεις στο δεύτερο το δεξιό, αυτό είναι το αρσενικό».
Εκείνος κοιτάει μέσα από τη διόπτρα.
«Όχι τώρα, είναι μπροστά το αρσενικό… Όχι τώρα πήγε πάλι πίσω».
Οι ζέβρες μάς βλέπουν και αλλάζουν κατεύθυνση. Ο Κώστας ρίχνει, αλλά δυστυχώς δεν φαίνεται να έχει χτυπήσει κανένα. Οι ζέβρες πάνε πάλι κατά πίσω, από εκεί προφανώς που είχαν κατέβει. Βγαίνουμε έξω από την κρυψώνα και περπατάμε μπροστά. Ο Κώστας φεύγει λίγο δεξιότερα. Εγώ πάντα δίπλα στον Karl και τότε πάλι ποδοβολητό, πάλι για κάποιο λόγο οι ζέβρες ξανακατεβαίνουν προς τα κάτω, απλά τώρα λίγο ψηλότερα στην πλαγιά. Ο Karl λέει: «τώρα το αρσενικό είναι μπροστά». Ο Κώστας όμως δεν τα βλέπει από εκεί που είναι. Ο Karl μου δίνει γρήγορα το όπλο του, ένα πολύ κοντόκαννο Manlicher και καθώς το ζώο βρίσκεται υπό μεγάλη γωνία προς εμένα, σημαδεύω γρήγορα πίσω (ίσως λίγο πιο πίσω από όσο θα έπρεπε, αλλά τα ζώα έτρεχαν) και ρίχνω. Οι ζέβρες εξαφανίζονται. Παρ’ όλο τον εκκωφαντικό θόρυβο του κοντόκαννου όπλου, με τα αφτιά μου να βουίζουν για αρκετή ώρα μετά, είμαι σίγουρος ότι άκουσα τη σφαίρα να χτυπάει. Όλα έχουν γίνει με κινηματογραφική ταχύτητα.
Ακολουθώντας τα ίχνη
Δεν ξέρουμε τα αποτελέσματα των δύο βολών. Εγώ νιώθω λίγο περίεργα γιατί δεν ήμουν καθόλου ψυχολογικά έτοιμος να ρίξω και γιατί αισθάνομαι ότι έριξα σε θήραμα που κυνηγούσε ο φίλος μου. Όμως σε αυτές τις περιπτώσεις «αρχηγού παρόντος…». Προχωράμε τώρα όλοι μαζί προς το σημείο. Εγώ υποθέτω ότι θα προσπαθήσουμε να βρούμε αίμα.
«Όχι, πάμε ψηλότερα στην πλαγιά, και κατά πάνω. Γρήγορα, αν το ζώο είναι χτυπημένο θα το δούμε από κάτω μας», λέει ο Karl.
Εγώ δεν αντέχω βέβαια τον πειρασμό και λοξοδρομώντας, κατά λάθος, περνάω από το σημείο που υπολογίζω ότι ζέβρα και σφαίρα συναντήθηκαν. Πράγματι, τεράστια λίμνη αίματος με σταγόνες έντονες να φεύγουν προς τα δεξιά. Τους το φωνάζω.
«Όχι, λέει ο Karl, ανέβα εδώ ψηλά και πάμε προς τα εκεί».
Τι να κάνω, μάλλον ξέρει καλύτερα. Προχωράμε, προχωράμε γύρω στα 150 μέτρα, κοιτάμε γύρω, τίποτε, τίποτε, τίποτε… Μικρό συμβούλιο. «Να πάμε, λέω εγώ, πίσω και να ακολουθήσουμε τα ίχνη». Ο Karl αναγκάζεται να συμφωνήσει. Ο Κώστας ανεβαίνει 5–6 βήματα πιο ψηλά.
«Τι μου δίνετε, λέει, να σας βρω τη ζέβρα;».
Είναι μπροστά του ψόφια. Ένα πολύ μεγάλο αρσενικό. Τρέχουμε όλοι προς τα εκεί. Εγώ ακόμα δεν είμαι 100% σίγουρος ότι είναι από το δικό μου όπλο. Ψάχνω το ζώο γρήγορα. Αν το τραύμα εισόδου είναι από τη δεξιά πλευρά, τότε είναι δικό μου. Αν είναι από την αριστερή, είναι του Κώστα. Τελικά ήταν από δεξιά.
«Σημαδεύοντας την περιοχή»
Βλέπω τον Karl λίγο προβληματισμένο.
«Ξέρετε, λέει, γιατί δύο φορές τα ζώα γύρισαν κατά πίσω;».
Δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε.
«Εδώ είναι περιοχή με πολλές λεοπαρδάλεις, συνεχίζει ο Karl. Και μάλλον κάτι τέτοιο τα φόβισε και τα έστειλε προς τα κάτω. Το πρόβλημα είναι τι κάνουμε τώρα;» (ήταν 4: 30 το απόγευμα).
Δρόμος δεν υπάρχει έως εδώ. Πρέπει να το γδάρουμε επιτόπου και μετά να το κόψουμε κομμάτια και να το μεταφέρουμε. Αν βέβαια τη νύχτα δεν του φάνε τα καπούλια οι λεοπαρδάλεις. Άντε πάλι, άλλη αγωνία.
Βγάζουμε τα εντόσθια, τα πετάμε λίγο πιο κάτω και βγαίνουν και οι φωτογραφίες. Όλο το εσωτερικό του ζώου είναι μια λίμνη αίματος. Η soft point σφαίρα ταξίδεψε, χωρίς να βρει κάποιο κόκκαλο, από το πίσω μέρος της κοιλιάς και έφτασε μέχρι τους πνεύμονες, διαλύοντας τα πάντα.
«Τώρα τι κάνουμε;», ρωτάω τον Karl.
«Πιπί μας, απαντάει εκείνος. Είναι ο μόνος τρόπος να μην πλησιάσει η λεοπάρδαλη. Το μόνο που την απωθεί είναι η ανθρώπινη παρουσία και αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος. Λοιπόν αρχίστε… Μεθοδικά, γύρω–γύρω από το ζώο. Βάλτε τα δυνατά σας».
Άβυσσος γνώσεων αυτή η Αφρική, σκέφτομαι από μέσα μου καθώς προσπαθώ όσο πιο… καλλιτεχνικά γίνεται να αποβάλω κάθε κυβικό εκατοστό της ουροδόχου κύστεως. Εγκαταλείπουμε τη σκοτωμένη ζέβρα στην τύχη της και στη… διακριτικότητα των λεοπαρδάλεων.
Πίσω στην έδρα μας για βραδινό συνοδευόμενο από ωραίο νοτιοαφρικανικό κρασί και την περιπέτεια της ζέβρας ξαναειπωμένη σε όλους, συμμετέχοντες και μη, με κάθε λεπτομέρεια. Η νύχτα πέρασε βασανιστικά, με όνειρα γεμάτα από λεοπαρδάλεις με πλατύ χαμόγελο να γλείφουν απολαυστικά τα μουστάκια τους…
Τετάρτη 6 Ιουνίου, πρωί
«Μα τι κάνει πια αυτός ο Karl, ακόμα δεν ήρθε;».
Το Land Rover έρχεται, μαζί κι ένα δεύτερο γεμάτο από όλα τα boys που διαθέτει η φάρμα. Είναι όλοι εξοπλισμένοι με ψαλίδες, πριόνια και άλλα σύνεργα. Φτάνουμε στο κοντινότερο σημείο. Εγώ με τον Κώστα μπροστά ψάχνουμε να βρούμε το ζώο. Μας παίρνει αρκετή ώρα. Ο Κώστας με δουλεύει.
«Θα το έφαγαν όλο οι λεοπαρδάλεις και δεν έμεινε τίποτε».
Τελικά το βρίσκουμε. Αγωνία… Πλησιάζουμε, ευτυχώς δεν λείπει τίποτε. Η… διουρητική προστασία του Karl πέτυχε. Ακολουθεί ένας απίστευτος όγκος εργασίας που θα μας πάρει όλο το πρωί. Πρώτα πρέπει το ζώο να γδαρθεί πολύ–πολύ προσεκτικά, επιτόπου, χωρίς τσιγκέλια στο έδαφος, διότι το αυτοκίνητο, ακόμα και το Land Rover είναι αδύνατο να φτάσει μέχρι εκεί. Το ζώο δεν μπορεί να συρθεί γιατί βεβαίως θα χαλάσει το δέρμα, έτσι άλλη λύση δεν υπάρχει. Μετά πρέπει να καθαριστεί ο «δρόμος» μέχρι εκεί που πάει από τους θάμνους με τα φοβερά αγκάθια που τρυπάνε τα λάστιχα σαν να ήταν από πλαστελίνη. Κατόπιν να κοπεί όλο το κρέας (γύρω στα 250kg) να μπει σε πλαστικά κουτιά και να μεταφερθεί με τα χέρια μέχρι την αρχή του νεοχαραγμένου «δρόμου».
Ονειρεμένη μυρωδιά, θεσπέσια γεύση
Στο γυρισμό έχω μια φαεινή ιδέα. Την προηγούμενη ο Κώστας είχε σκοτώσει (πάλι από λάθος υπόδειξη ενός από τα boys) ένα νεαρό αρσενικό kudu το οποίο δεν είναι και το καλύτερο τρόπαιο. Είναι όμως ιδανικός μεζές. Λέω λοιπόν στον Karl, «δεν μας φέρνεις το μπον φιλέ να το ψήσουμε στα κάρβουνα;».
«Πολύ ευχαρίστως, λέει ο Karl και επιστρέφει όχι με ένα αλλά με τέσσερα μπον φιλέ από kudu και oryx».
Τα έβαλα από το μεσημέρι σε μαρινάδα (ρίγανη και ελαιόλαδο είχαν έρθει από Ελλάδα). Το βράδυ, όταν γυρίσαμε από το κυνήγι, η φωτιά ήταν ήδη αναμμένη. Σε λίγο, από τον τεράστιο προϊστορικό κρατήρα που έχει σχηματίσει τα βουνά του Erongo, μια ονειρεμένη κνίσα αναδυόταν και έφτανε στα ουράνια, ικανή να τρελάνει θεούς και ανθρώπους. Και αν η μυρωδιά ήταν ονειρεμένη, η γεύση ήταν θεσπέσια. Ήταν το ωραιότερο κρέας που είχαμε φάει ποτέ. Με ένα μόνο πρόβλημα: ήταν πολύ και κανείς δυστυχώς δεν μπορούσε… να σταματήσει, ειδικά ο Σταμάτης. Με υπόκωφα βογκητά, κιλά ολόκληρα από το τρυφερότερο, ζουμερότερο και νοστιμότερο κρέας, τελικά υποκύπτουν και εξαφανίζονται από μια αγέλη των φοβερότερων «σαρκοβόρων» του ζωικού βασιλείου που λέγονται άνθρωποι. Η άμεση δικαίωση και επιβράβευση του κυνηγίου.
Μοναδικές αξέχαστες στιγμές μαζί με φίλους καλούς που μοιράζονται ο ένας τις εμπειρίες του άλλου, πολλές φορές απίστευτες, όπως συχνά συμβαίνει στο κυνήγι και απαθανατίζοντάς τες στη μνήμη, τούς δίνουν μεγαλύτερη ουσία για το παρόν, αλλά και για τα χρόνια που θα έλθουν. Για να δώσω έτσι ένα τυπικό παράδειγμα των όσων λέω πιο πάνω θα φτάσω στην τελευταία μέρα του κυνηγίου στη Namibia.
Τρίτη 12 Ιουνίου
Λίγο πολύ όλοι έχουμε «κλείσει» κυνηγετικά, έχοντας χτυπήσει ο καθένας τα ζώα που ήθελε. Εγώ έχω μέρες να τουφεκίσω και μια έντονη… φαγούρα έχει αρχίσει να εντοπίζεται στο δείκτη του δεξιού χεριού. Είναι λοιπόν μια μικρή, πολύ μικρή, εξαιρετικά χαριτωμένη αντιλόπη που λέγεται steenbuck. Δεν ζυγίζει πάνω από 9-10 κιλά. Το αρσενικό έχει στο κεφάλι κάτι ίσια κερατάκια. Είμαστε λοιπόν πάνω στο τζιπ μαζί με τον Σταμάτη και τον Karl και λέω στον Karl ότι αν βρούμε κανένα ωραίο τέτοιο αρσενικό ζώο θα του ρίξω. «ΟΚ», λέει ο Karl και αρχίζουμε τις βόλτες. Το κλίμα χαλαρό γιατί βέβαια δεν ήταν και τόσο σπουδαίο να χτυπηθεί ένα steenbuck κι εγώ αρχίζω να διηγούμαι στον Karl πώς πριν από 3 χρόνια έχασα ένα θαυμάσιο oryx, κυνηγώντας μαζί με τον Peter, όταν από διαβολική σύμπτωση η σφαίρα χτύπησε στον κορμό ενός δέντρου που βρισκόταν ακριβώς μπροστά και στην ίδια ευθεία με το μπροστινό πόδι του oryx. Με τούτα και με εκείνα ξαφνικά βλέπω ένα steenbuck αριστερά μας. Το δείχνω στον Karl, όχι μου λέει είναι θηλυκό, αλλά όπως πλησιάζουμε λίγο, περίπου στα 35–40 μέτρα, ξανακοιτάει. «Όχι, ξαναλέει, είναι ένα πολύ ωραίο αρσενικό, ρίξ’ του!». Σηκώνω το όπλο και πάλι. Όλο το πεδίο της διόπτρας γεμίζει από steenbuck. Τόσο κοντά ήταν.
Ο προστάτης των steenbuck
Σκέφτομαι, εντάξει δεν είναι και ό,τι πιο sporting και αργά «την ολέθρια θλίβω σκανδάλη», όπως λέει και ο παλιός ποιητής. Ακούω έναν φοβερό θόρυβο και βλέπω ένα τεράστιο κλαδί από την ακακία που βρισκόταν 2–3 μέτρα μπροστά από το steenbuck να πέφτει στο έδαφος. Το steenbuck ακίνητο με κοιτάει! Αδύνατον αυτά τα πράγματα να συμβούν δυο φορές στη ζωή… Ξαναοπλίζω. Το steenbuck ακίνητο με κοιτάει. Ξαναπιέζω τη σκανδάλη. Το steenbuck ακίνητο κι ένα άλλο τεράστιο κλαρί πέφτει στο έδαφος. Ο Karl δεν μπορεί να πιστέψει τα μάτια του.
«Πάμε να φύγουμε, μου λέει, γιατί έτσι δεν θα αφήσουμε δέντρο για δέντρο!».
Δεν ξαναοπλίζω και το steenbuck πηγαίνει αργά λίγο πιο πέρα. Σίγουρα πρέπει να υπάρχει κάποιος άγιος προστάτης των steenbuck. Αιτία του συμβάντος, βέβαια, είναι τα 40 τόσα χιλιοστά διαφοράς ύψους μεταξύ του κεντρικού άξονα της διόπτρας και του άξονα της κάννης που ανέφερα και πιο πριν. Τα κλαριά που δεν έβλεπε η διόπτρα, τα έβλεπε η κάννη.
Τετάρτη 13 Ιουνίου
Έφτασε η μέρα της επιστροφής. Εγώ πια τόσες μέρες εκεί μου φαινόταν δύσκολο να φύγω. Μια σκέψη μόνο μας παρηγορούσε, ότι πίσω στο Γιοχάνεσμπουργκ ο καλός μας φίλος, ο Χρήστος, μας είχει προσκαλέσει για δύο μέρες στη φάρμα του όπου έχουμε κυνηγήσει πολλές φορές, στο Limpopo. Έτσι, λοιπόν, αφού φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Windhook και ειπώθηκαν τα τελευταία αντίο στον εξαιρετικό από κάθε πλευρά οικοδεσπότη μας, τον Peter, μπήκαμε στο αεροπλάνο της επιστροφής.
Τα καλά της Αφρικής και τα… κακά
Στο Γιοχάνεσμπουργκ μας περιμένουν ο Κώστας Νικολάου και ο Χρήστος Χριστοφίδης. Ψάχνουμε να βρούμε ξενοδοχείο, αλλά τα πάντα είναι κατειλημμένα εξαιτίας κάποιου διεθνούς ή παναφρικανικού συνεδρίου. Τελικά, μετά από πολύ κόπο και αργά βρίσκουμε κάπου δύο δωμάτια. Για τη φάρμα θα φεύγαμε τη μεθεπόμενη τα χαράματα (Παρασκευή). Δεν έχουμε φάει τίποτε από το πρωί, η ώρα είναι 9 το βράδυ και μας έχει κόψει η πείνα. Το ξενοδοχείο έχει κάποια φαγητά κι εγώ παραγγέλνω ένα fish & chips. Όλοι τρώμε με εξαιρετική βουλιμία και μετά από λίγο πέφτουμε στο κρεβάτι. Μετά από λίγες ώρες ύπνου ξυπνάω με μια διάθεση ναυτίας, ανακατώματος και εμετού. Ξανακοιμάμαι και φτάνει εκείνο το πρωί!
Η σωματική αυτή διαταραχή είναι γνωστή με πολλά ονόματα. Διάρροια, ευκοίλια, κόψιμο, τσιρλιό, κολιάντζα, σούρδηση και διάφορα άλλα περιγραφικά. Ως γνωστόν, δε, μονάς μετρήσεως, όπως και στο μπογιάτισμα, είναι το «χέρι». Λέμε: «τον πήγε τόσα χέρια». Στη δική μου, όμως, περίπτωση η ένταση και η διάρκεια του φαινομένου ήταν τέτοια που δεν υπήρχε καν διάκριση μεταξύ «χεριών», θα έλεγα μάλλον ότι επρόκειτο για ένα διαρκές και ατελείωτο… χειροκρότημα. Η αλήθεια είναι ότι πραγματικά τρόμαξα. Σκεφτόμουν ότι έπαθα χολέρα ή κάτι τέτοιο και ότι εκεί θα άφηνα τα κόκκαλά μου. «Κοίτα βρε παιδί μου από πού μπορεί να βγει η ψυχή του ανθρώπου. Να με έτρωγε κανένα λιοντάρι τουλάχιστον, να έπιανα και τόπο!». Μόνο μετά από 4 immodium κατάφερα να ξεκολλήσω πρόσκαιρα από την τουαλέτα. Όλη την υπόλοιπη ημέρα δεν έβαλα τίποτε στο στόμα μου. Το βράδυ οι φίλοι μας μάς έβγαλαν έξω σε ένα πολύ καλό εστιατόριο. Γαρίδες, θαλασσινά και άλλα τέτοια «τερψιλαρύγγια». Δεν έφαγα ούτε μια μπουκιά, μια συνεχής αηδία και ο φόβος της επανάληψης του πρωινού και μάλιστα μακριά από τη βάση μας, με έκαναν να απέχω από τα… κοινά. Γυρνώντας πίσω στο ξενοδοχείο –τι μου ήρθε;– λέω να πιω μόνο λίγο γάλα. Ήπια δύο ποτήρια. Ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσα να είχα κάνει. Ξανά τα ίδια και ακόμα χειρότερα.
Πέμπτη 14 Ιουνίου
Το πρωί ήταν να φύγουμε για τη φάρμα του φίλου μας του Χρήστου. Πήγαμε πρώτα στο σπίτι του Κώστα. Ήμουν πλέον ένα πτώμα. Είχα τόσο πολύ αφυδατωθεί –παρ’ ότι έπινα νερό και τσάι συνέχεια– που όταν τσιμπούσα το πάνω μέρος του χεριού, το δέρμα έμενε εκεί όρθιο. Τους λέω, «παιδιά να πάτε εσείς, να περάσετε καλά και για μένα ελπίζω να υπάρχει εδώ ένα κρεβάτι, τουλάχιστον να πεθάνω αξιοπρεπώς». Φύγανε. Η καημένη η Helen, η γυναίκα του Κώστα, με έβαλε σε ένα δωμάτιο και κάθε τόσο μου έφερνε τσάι και παξιμάδια. Έπεσα σε έναν βαθύ ύπνο για αμέτρητες ώρες, σχεδόν δυο μέρες κοιμόμουν συνεχώς, με πολύ μικρά διαλείμματα. Την τρίτη ημέρα, το Σάββατο, ήταν η ημέρα που θα επέστρεφαν και οι άλλοι και το βράδυ θα ταξιδεύαμε πίσω για την Ελλάδα. Ήταν Σάββατο πρωί. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να με δει ένας γιατρός, παρ’ ότι ήμουν κάπως καλύτερα, γιατί τι θα έκανα αν με έπιανε πάλι μέσα στο αεροπλάνο; Έτσι με πήρε ο Κώστας και πήγαμε σε ένα μικρό αλλά αρτιότατα οργανωμένο ιδιωτικό νοσοκομείο, όπου οι συμβεβλημένοι πληρώνουν κάποιο ποσό το μήνα –δίκην ατομικής ασφάλισης– κι έχουν 24 ώρες το 24ωρο άμεση περίθαλψη από όλες τις ιατρικές ειδικότητες (πολύ καλό σύστημα). Και βέβαια μπορεί κάποιος να πάει πληρώνοντας ιδιωτικά. Περιμέναμε περίπου ένα τέταρτο. Από το μεγάφωνο η γραμματέας συλλάβισε με πολύ κόπο το όνομά μου: «Mr Pa-pa-pa-tsa-rou-chas στο ιατρείο Νο5».
Πάμε μαζί με τον Κώστα. Έξω από την πόρτα διαβάζω: «Δόκτωρ Λίχτενσταϊν, Ειδικός Παθολόγος».
Ανοίγουμε την πόρτα και με κατάπληξη βλέπω την πιο χαρακτηριστική εικόνα Εβραίου, όπως τη φαντάζεται ο καθένας. Γαμψή μύτη, φαλακρίτσα, γυαλιά με χρυσούς σκελετούς κι εκείνο το περίεργο καπελάκι που φοράνε στην κορυφή του κεφαλιού.
«Καθίστε», μας λέει και κοιτάει αυστηρά πίσω από τα χρυσά του γυαλιά.
Σκέφτομαι να αρχίσω να του λέω ότι εγώ δεν ευθύνομαι για το Ολοκαύτωμα, ούτε είχα καν γεννηθεί, ξέρετε…
«Σοβαρέψου, ξαναλέω στον εαυτό μου, από την αρρώστια είναι».
«Λοιπόν, ποιο είναι το πρόβλημα», ρωτάει ο γιατρός.
«Να, του λέω, ξέρετε ήμασταν για κυνήγι στη Namibia και…»
«Μπα, μου λέει, τι κυνηγούσατε; Ξέρετε κι εγώ είμαι κυνηγός…» και χαμογελάει.
Δικέ μου, σκέφτομαι από μέσα μου, εντάξει σε καλά χέρια είσαι και βλέποντας στους τοίχους το ένα δίπλωμα με άριστα δίπλα στο άλλο. Του λέω όλα τα συμπτώματα και τα αποτελέσματα του κυνηγίου εν συντομία, με εξετάζει πολύ προσεκτικά.
«Gastroenteritis», λέει στο τέλος και μου γράφει μία λίστα με φάρμακα. Τον ευχαριστούμε θερμά, παίρνουμε τα φάρμακα από το φαρμακείο που είναι μέσα στο ίδιο κτίριο και φεύγουμε.
Άσπρη μέρα στη μαύρη ήπειρο
Το μεσημέρι επιστρέφουν και οι άλλοι με τον Χρηστάκη από το Limpopo. Έχουν περάσει φανταστικά, έχουν χτυπήσει και ένα impala και δεν σταματάνε να λένε για τη φιλοξενία του Χρήστου.
Στο αποχαιρετιστήριο τραπέζι στο σπίτι του Κώστα, όλα τα καλά του κόσμου. Εγώ όμως δυστυχώς τη βγάζω με φρυγανιές, τσάι και τα χάπια της συνταγής.
Μετά οι αποχαιρετισμοί στους ανθρώπους που έκαναν τόσα για μας, τον Κώστα και την Helen, τον Χρηστάκη, το Λέανδρο και τη γυναίκα του την Άννα. Πέρασε ένας ολόκληρος μήνας στην Αφρική. Είχα αρχίσει πια να συνηθίζω εδώ. Τι κρίμα που δεν είμαι 20 χρόνια νεότερος να κάτσω για πάντα ή που δεν την ανακάλυψα 20 χρόνια νωρίτερα…
Το χάραμα της 18 Ιουνίου μάς βρίσκει πίσω στην Αθήνα. Ζέστη, ιδρώτας, αυτοκίνητα, καυσαέριο. Δουλειά!
«Τα κεφάλια μέσα, ψιθυρίζω στον εαυτό μου». Υπομονή, πού θα πάει, θα ξανάρθει καλοκαίρι να ξαναπάμε στη ΜΑΥΡΗ ήπειρο να ξαναδούμε ΑΣΠΡΗ (κυνηγετική) μέρα.