H αειφορική διαχείριση των εδαφικών πόρων είναι καθήκον και υποχρέωση της πολιτείας
Το έδαφος είναι ένα μη ανανεώσιμο –με τη στενή έννοια– κοινωνικό αγαθό και η διαχείρισή του δεν πρέπει να αποτελεί αποκλειστική υπόθεση του ιδιοκτήτη του, αφού το έδαφος για να σχηματισθεί απαιτούνται χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια.
Η πρόληψη της υποβάθμισης των εδαφικών πόρων πρέπει να αποτελέσει κανόνα και μέλημα πρώτης προτεραιότητας για την πολιτεία και δεν δικαιούται να επικαλείται συνεχώς άγνοια για κάτι που ακόμη και 2.500 χρόνια πριν είχε τονίσει ο Πλάτων στον Κριτία.
Το έδαφος, ως έννοια, αποκτά διαφορετική σημασία ανάλογα με τη σκοπιά από την οποία εξετάζεται. Έτσι, για τον γεωλόγο ως έδαφος ορίζεται το αποσαθρωμένο πέτρωμα, για τον μηχανικό το υλικό επί του οποίου θα θεμελιωθούν τα τεχνικά έργα και οι κατασκευές, για τον υδρογεωλόγο το υλικό που επηρεάζει τον υδρολογικό κύκλο, δρώντας είτε ως αποθήκη νερού, είτε ως συστατικό της λεκάνης απορροής, για τους γεωπόνους και δασολόγους είναι το μέσο που επηρεάζει την ανάπτυξη και την κατανομή των φυτικών ειδών, για τον οικολόγο το υλικό που επηρεάζει το είδος και την κατανομή των οικοσυστημάτων. Αλλά και για τη νοικοκυρά είναι η λάσπη που λερώνει το σπίτι, για τον αυτοκινητιστή είναι το υλικό στο οποίο μπορεί να «κολλήσει» το αυτοκίνητο, ενώ για όλους τους οργανισμούς είναι το μέρος στο οποίο θα γίνει τελικώς η αποσύνθεσή τους.
Για τους εδαφοπόνους, το έδαφος είναι το ενεργό και χαλαρό επιφανειακό στρώμα της γης που αποτελείται από ανόργανα και οργανικά συστατικά, είναι το υλικό το οποίο στηρίζει την ανάπτυξη των φυτών, παρέχοντας σ’ αυτά νερό, θρεπτικά στοιχεία και στήριξη, είναι με άλλα λόγια το υλικό που εξασφαλίζει στα έμβια όντα την ύπαρξή τους στο διηνεκές.
Το έδαφος θεωρείται ως ένας σημαντικός φυσικός και πλουτοπαραγωγικός πόρος τον οποίο χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να προσπορίζεται βασικά υλικά αγαθά που θεωρούνται απαραίτητα για τη διαβίωσή του, όπως για παράδειγμα είναι η τροφή, η ξυλεία, η κυτταρίνη κ.ά.
Λειτουργίες του εδάφους
Οι λειτουργίες του εδάφους είναι πολλές όπως να:
α. Στηρίζει τη βιολογική δραστηριότητα
Η λειτουργία αυτή συνδέεται με την ικανότητα του εδάφους να παρέχει θρεπτικά στοιχεία, νερό, στήριξη και οξυγόνο στα φυτά ώστε να είναι δυνατή η ανάπτυξή τους. Δεν πρέπει, όμως, να μας διαφεύγει της προσοχής ότι το έδαφος είναι επίσης το μέσο στο οποίο αναπτύσσεται η δραστηριότητα ενός μεγάλου αριθμού οργανισμών, μικροοργανισμών ή μεγαλυτέρων οργανισμών που θεωρούνται εξίσου απαραίτητοι στη θρέψη των φυτών γιατί επηρεάζουν τους κύκλους των θρεπτικών στοιχείων και το ρυθμό αποσύνθεσης της οργανικής ουσίας.
β. Στηρίζει τη βιοποικιλότητα
Η συγκεκριμένη λειτουργία συνδέεται με την επίδραση του εδάφους στην εμφάνιση διαφόρων ειδών φυτών, μικροοργανισμών ή μεγαλύτερων ζωικών οργανισμών και στη σχέση που δημιουργείται μεταξύ των εδαφικών ιδιοτήτων και του τύπου των οικοσυστημάτων που αναπτύσσονται σ’ αυτά.
γ. Στηρίζει τη θρέψη των φυτών
Η λειτουργία του εδάφους συνδέεται με την ικανότητά του να αποθηκεύει και να ανακυκλώνει τα θρεπτικά στοιχεία με τις διαδικασίες τής διάσπασης και της ανοργανοποίησης των οργανικών ουσιών. Τα θρεπτικά στοιχεία που προκύπτουν από τη διάσπαση των οργανικών ουσιών, από την αποσάθρωση των πετρωμάτων, καθώς και από την απόθεσή τους από την ατμόσφαιρα, αποθηκεύονται στο έδαφος απ’ όπου σταδιακά προσλαμβάνονται από τα φυτά τα οποία, μέσω της αφομοίωσης του CO2 της ατμόσφαιρας, παράγουν βιομάζα.
δ. Διηθεί, διασπά και ακινητοποιεί ρύπους, βαρέα μέταλλα, οργανικές ενώσεις και ραδιενεργές ουσίες
Η λειτουργία αυτή του εδάφους αποκτά συνεχώς μεγαλύτερη σημασία, κυρίως λόγω της αύξησης των παραγομένων από τον άνθρωπο ρύπων. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται η ρύπανση των υπόγειων νερών. Ταυτόχρονα, με την ακινητοποίησή τους στο έδαφος, οι ενώσεις και τα στοιχεία δεν εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα. Παράλληλα, η λειτουργία αυτή του εδάφους στηρίζει και τη βιοποικιλότητα, γιατί πολλές από τις ρυπογόνες ουσίες δρουν τοξικά και στην ανάπτυξη των φυτών και περιορίζουν τη δραστηριότητα της μικροπανίδας και μεσοπανίδας.
ε. Ρυθμίζει τον υδρολογικό κύκλο
Αυτή η λειτουργία συνδέεται με το ρυθμό διήθησης του νερού μέσω της εδαφικής μάζας καθώς και με την ταχύτητα κίνησης του νερού που ρέει επιφανειακά και την ποσότητα του νερού που συγκρατείται από το έδαφος. Επίσης, η λειτουργία αυτή του εδάφους συνδέεται με την προστασία των εδαφικών πόρων από τη διάβρωση, την προστασία των κατασκευών και της ζωής του ανθρώπου, την προστασία της γεωργική παραγωγής κ.ά.
στ. Στηρίζει τις κοινωνικοοικονομικές δομές, τις κατασκευές και προστατεύει τους αρχαιολογικούς θησαυρούς
Η λειτουργία αυτή του εδάφους συνδέεται με την ανθρώπινη δραστηριότητα και επηρεάζεται από την αντοχή του εδάφους, ιδιότητα που συνδέεται με τη δομή του, το πορώδες, την κοκκομετρική σύσταση, τη σταθερότητα των συσσωματωμάτων και με πολλές άλλες ιδιότητες.
ζ. Επιδρά στα αέρια του θερμοκηπίου
Το έδαφος θεωρείται ένα ενεργό υλικό που ρυθμίζει τις συνθήκες του περιβάλλοντος και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη ζωή στον πλανήτη. Οι βιολογικές διεργασίες του εδάφους ασκούν μεγάλη επίδραση στη σύσταση της ατμόσφαιρας η οποία με τη σειρά της επηρεάζει όλους τους οργανισμούς συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ζουν στο έδαφος.
Εθνική πολιτική στη διαχείριση των εδαφικών πόρων
Το υφιστάμενο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για τη διαχείριση των εδαφικών πόρων αποτελείται από κείμενα που έχουν συνταχθεί από διάφορες υπηρεσίες, καθώς και από διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις και διεθνείς ομάδες εργασίας και τα οποία θα έπρεπε –τουλάχιστον τα σπουδαιότερα και ιδιαίτερα αυτά που είναι συμβατά με την Εθνική στρατηγική– να είχαν γίνει δεκτά. Το κύριο πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι η Εθνική Πολιτική για τη διαχείριση των εδαφικών πόρων δεν αποτελεί ένα αυτόνομο κείμενο αρχών, αλλά αποτελεί, στην πραγματικότητα, μέρος ενός συνόλου που περιλαμβάνει:
– τη διατήρηση της βιοποικιλότητας
– την ορθολογική διαχείριση των ανανεώσιμων φυσικών πόρων
– τη φροντίδα για το τοπίο και την πολιτιστική κληρονομιά
– τον χωροταξικό σχεδιασμό της χώρας
Η Εθνική έκθεση η οποία συντάχθηκε ειδικά για τη «Συνδιάσκεψη για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη» που οργανώθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη και έγινε στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, το έτος 1992, έθετε ως στόχους:
– τη διατήρηση της ισορροπίας των φυσικών οικοσυστημάτων
– την αειφορική χρήση των φυσικών πόρων
– τη διατήρηση της βιοποικιλότητας
– την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών και τη διάβρωση του εδάφους κ.ά.
Ερημοποίηση και υποβάθμιση
Παρ’ όλα αυτά, σημαντικά κενά εξακολουθούν να παραμένουν στη διαχείριση των εδαφικών πόρων, αν και υπάρχουν νομοθετικές πράξεις που δημιουργούν στρατηγικά πλαίσια αλλά δεν εφαρμόζονται ή αγνοούνται, όπως είναι ο Νόμος 1650/86 που αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος. Στο συγκεκριμένο Νόμο για την περίπτωση των εδαφών αναφέρεται ότι για την προστασία του εδάφους πρέπει να λαμβάνονται μέτρα ώστε οι χρήσεις του να γίνονται σύμφωνα με τις φυσικές του ιδιότητες και την παραγωγική του ικανότητα, να λαμβάνονται μέτρα για την προστασία των εδαφών από την καταστροφή της δομής, τη διάβρωση, την αλάτωση, την υπερλίπανση, την προσθήκη τοξικών ουσιών κ.ά.
Επίσης, στην ΚΥΑ 16190/1335/97 (ΦΕΚ 519 Β-25/6/97) που αφορά στην προστασία των νερών από τη νιτρορύπανση, αναφέρεται ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εδαφικές συνθήκες στον καθορισμό των γεωργικών πρακτικών. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητη η καταγραφή και αξιολόγηση των εδαφών της χώρας μας. Ο Κανονισμός 2078/92/1257 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που αναφέρεται στις μεθόδους γεωργικής παραγωγής και στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος επισημαίνει ότι ορισμένες εντατικές μέθοδοι παραγωγής προκαλούν σοβαρά προβλήματα όπως είναι η υποβάθμιση των εδαφών, η ρύπανση και η υπερεκμετάλλευση των υδατικών πόρων. Παράλληλα με Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών καθορίσθηκε και ο όρος της ερημοποίησης ως «η υποβάθμιση των γαιών στις ξηρές, ημίξηρες και ξηρές ύφυγρες περιοχές που προκαλείται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων και των κλιματικών αλλαγών και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων».
Η υποβάθμιση έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της ικανότητας του εδάφους να παράγει βιομάζα.
Γενικές αρχές για τη διαχείριση των εδαφικών πόρων
Η διαχείριση των εδαφών πρέπει να στηρίζεται σε ορισμένους θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που ξεκινούν από το γεγονός ότι το έδαφος είναι ένα μη ανανεώσιμο κοινωνικό αγαθό. Η διατήρησή του είναι βασική συνταγματική επιταγή και αποτελεί χρέος της πολιτείας μέσα στα πλαίσια της προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και των διεθνών συμβάσεων που έχει υπογράψει η χώρα μας. Σε περιπτώσεις υποβαθμισμένων εδαφών λόγω της κακής χρήσης τους, απαραίτητη θεωρείται η αποκατάσταση των βασικών λειτουργιών του που έχουν διαταραχθεί. Δραστηριότητες και έργα τα οποία έχουν επιπτώσεις στο έδαφος πρέπει να χωροθετούνται κατάλληλα ώστε οι επιπτώσεις να περιορίζονται. Αυτό θα γίνει μόνον όταν στις Μελέτες των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, στις οποίες ελάχιστα γίνεται ιδιαίτερη αναφορά για το έδαφος, καθορισθεί ότι: η πρόληψη της υποβάθμισης των εδαφικών πόρων πρέπει να αποτελεί κανόνα και μέλημα πρώτης προτεραιότητας, γιατί σε αντίθετη περίπτωση το αποτέλεσμα στις ξηρές, ημίξηρες και ύφυγρες περιοχές, η υποβάθμιση του εδάφους θα είναι η πλήρης καταστροφή του.
Εδάφη αβαθή, σε περιοχές με ξηρό και ημίξηρο κλίμα, θεωρούνται τα περισσότερο ευαίσθητα εδάφη και ιδιαίτερα αυτά που προέρχονται από ανθεκτικά στην αποσάθρωση μητρικά υλικά, όπως είναι ο ασβεστόλιθος.
Το έδαφος ως φυσικός πόρος
Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα εξαφάνισης πολλών πολιτισμών, όπως αυτών της Μεσοποταμίας, της Κρήτης, της Κύπρου, της Ελλάδας, της Βενετίας, της Κεντρικής Αμερικής λόγω της καταστροφής των δασών και τη διάβρωση του εδάφους.
Το έδαφος, ο φυσικός αυτός πόρος, μέσω των λειτουργιών του στηρίζει την ανάπτυξη και εξέλιξη των κοινωνιών αρκεί η διαχείρισή του να στηρίζεται σε αρχές και μεθόδους που συντελούν στην αειφορική του χρήση. Σε φυσικές συνθήκες, η αειφορική διαχείριση των εδαφικών πόρων στηρίζεται σε διεργασίες, όπως η απελευθέρωση θρεπτικών στοιχείων με την αποσάθρωση του πετρώματος, η βιολογική δέσμευση, η είσοδος θρεπτικών στοιχείων με τον ανοικτό γεωχημικό κύκλο και η ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων. Ταυτόχρονα όμως παρατηρούνται και απώλειες θρεπτικών στοιχείων από το εδαφικό περιβάλλον, όπως για παράδειγμα είναι η έκπλυση, η διάβρωση, η απώλεια υπό μορφή αερίων, η απώλεια θρεπτικών στοιχείων με τη συγκομιδή. Η δυναμική ισορροπία που δημιουργείται μεταξύ των δύο αυτών συνιστωσών, εμπλουτισμός # απώλειες, είναι αυτή που καθορίζει την αειφόρο διαχείριση των εδαφικών πόρων.
Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται στο σχεδιασμό της αειφορικής διαχείρισης πρέπει να συνδέονται με
1) την παραγωγή σε βάθος χρόνου,
2) τις αλλαγές στις εδαφικές ιδιότητες που προκαλούνται από τη διαχείριση,
3) την αποτελεσματική χρήση των φυσικών πόρων και
4) την ποιότητα του περιβάλλοντος.
Ποιότητα του εδάφους
Ως ποιότητα του εδάφους θεωρείται η ικανότητά του να υποστηρίζει την ανάπτυξη των φυτών και των ζώων, να συγκρατεί το νερό και να βελτιώνει την ποιότητά του, να υποστηρίζει την υγεία και διατροφή του ανθρώπου.
Η εκτίμηση της ποιότητας του εδάφους γίνεται έχοντας ως βάση τις διάφορες λειτουργίες του. Αυτό γίνεται με τη χρησιμοποίηση εδαφικών δεικτών που μετρούν τις λειτουργίες αυτές, όπως για παράδειγμα είναι οι φυσικές, χημικές και βιολογικές ιδιότητές του με βάση τις οποίες μπορούμε να εκτιμήσουμε την κατάσταση του εδάφους.
Οι δείκτες της ποιότητας του εδάφους που βασίζονται στις ιδιότητές του και στις σχέσεις εδάφους–φυτού θεωρητικώς θεωρούνται ως οι καταλληλότεροι δείκτες αειφορίας. Οι δείκτες αυτοί βασίζονται σ’ έναν συνδυασμό εδαφικών ιδιοτήτων που μπορούν να μετρηθούν, όπως για παράδειγμα η υφή, η αντοχή του εδάφους, η ταχύτητα ανοργανοποίησης του Ν, η περιεκτικότητα του εδάφους σε οργανική ουσία, το φυσιολογικό βάθος εδάφους κ.ά.
Η ποιότητα του εδάφους ως έννοια πρέπει να θεωρείται ευρύτερη έννοια απ’ αυτή της παραγωγικότητας, γιατί εκτός από την ικανότητα ενός εδάφους να παράγει βιομάζα, αυτό συμμετέχει στην ανακύκλωση των θρεπτικών στοιχείων, αποθηκεύει C και συμμετέχει στη ροή και μετατροπή της ενέργειας, αποθηκεύει και ρυθμίζει τον κύκλο του νερού. Η εκτίμηση της ποιότητας των εδαφικών πόρων απέκτησε παγκόσμιο ενδιαφέρον όταν έγιναν αντιληπτές οι λειτουργίες του εδάφους στην ποιότητα του περιβάλλοντος. Η δημόσια συζήτηση ξεκίνησε όταν η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ δημοσίευσε την Agenda «Έδαφος και ποιότητα νερού για τη γεωργία», το έτος 1993. Ακολούθως, συστάθηκε μια ομάδα επιστημόνων της Εδαφολογικής Εταιρείας των ΗΠΑ, για να καθορίσει τις μεθόδους εκτίμησής της. Η ομάδα αυτή καθόρισε ως ποιότητα εδάφους «την ικανότητα ενός είδους εδάφους να διατηρεί την παραγωγικότητα φυτών και ζώων, να βελτιώνει την ποιότητα του νερού και του αέρα, να υποστηρίζει την υγεία του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, ανεξάρτητα αν το έδαφος αποτελεί μέρος ενός φυσικού η διαχειριζόμενου οικοσυστήματος». Στον ορισμό αυτόν της επιτροπής γίνεται μια έμμεση αλλά σαφής αναφορά, ότι δηλαδή δεν είχε καταβληθεί η δέουσα προσπάθεια για την προστασία της ποιότητας των εδαφικών πόρων και της ποιότητας του περιβάλλοντος.
Διαχείριση των ορεινών εδαφικών πόρων
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να τίθεται σε κάθε προσπάθεια έντονης διαχείρισης των ορεινών περιοχών, αφορά τη διατήρηση της παραγωγικότητας του εδάφους, γιατί μέσω της διατήρησης εξασφαλίζεται η αειφορία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν η διαχείριση είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες του τόπου. Φυσικά αυτό απαιτεί (1) λεπτομερείς γνώσεις των φυσικών, χημικών και βιολογικών ιδιοτήτων του εδάφους που επηρεάζουν την παραγωγικότητά του, (2) κατανόηση των διεργασιών που παρατηρούνται σε κάθε είδος εδάφους και οι οποίες επηρεάζουν ή περιορίζουν την παραγωγικότητα και (3) την αναγνώριση της ευαισθησίας των εδαφών στις διάφορες χρήσεις που προτείνονται από τη διαχείριση για κάθε κατηγορία εδάφους.
Παράγοντες υποβάθμισης
Οι παράγοντες που προκαλούν την υποβάθμιση των εδαφικών πόρων είναι:
– η χρήση της γης
– οι φυσιογραφικές συνθήκες
– το κλίμα
– οι ιδιότητες του εδάφους
– οι γεωλογικές συνθήκες
Η χρήση της γης
Η χρήση της γης ταυτίζεται κυρίως με τους ανθρωπογενείς παράγοντες. Καταστροφικές επεμβάσεις του ανθρώπου, όπως αποψιλωτικές υλοτομίες, γεωργική καλλιέργεια επικλινών εδαφών, υπερβόσκηση, κακές γεωργικές πρακτικές, οδήγησαν σε ακραία υποβάθμιση των εδαφικών πόρων. Στα πρώτα στάδια, η υποβάθμιση είναι βραδεία και δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα προσοχή. Σιγά–σιγά, όμως, αυτή επιταχύνεται και επεκτείνεται, με αποτέλεσμα ένα μικρής έκτασης φαινόμενο να εξελίσσεται με έντονους ρυθμούς. Στο στάδιο αυτό η αντιμετώπιση του προβλήματος καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη και δαπανηρή.
Οι φυσιογραφικές συνθήκες
Με τον όρο φυσιογραφία εννοούμε τη μορφή της επιφάνειας της γης όπως είναι η έκθεση, η κλίση, η τοπογραφική διαμόρφωση, η σχετική θέση στην πλαγιά. Η φυσιογραφία μιάς περιοχής διαμορφώνεται σε πρώτη φάση από τεκτονικές διεργασίες. Σε δεύτερη φάση στην επιφάνεια επιδρούν παράγοντες όπως αποσάθρωση, διάβρωση, απόθεση των υλικών, με αποτέλεσμα η φυσιογραφία να μεταβάλλεται.
Οι φυσιογραφικές συνθήκες επηρεάζουν άμεσα όλες τις βασικές διεργασίες που προκαλούν υποβάθμιση των εδαφικών πόρων όπως τη διάβρωση. Από τα φυσιογραφικά χαρακτηριστικά, η κλίση και η τοπογραφική διαμόρφωση επηρεάζουν σημαντικά την υποβάθμιση. Μεγάλες κλίσεις και κυρτές επιφάνειες προκαλούν έντονες διαβρώσεις όταν το έδαφος δεν προστατεύεται από τη φυσική βλάστηση.
Το κλίμα
Τόσο η θερμοκρασία όσο και η υγρασία είναι δύο χαρακτηριστικά του κλίματος που επηρεάζουν την υποβάθμιση των εδαφικών πόρων, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Οι επιδράσεις του κλίματος συνδέονται τόσο με την ταχύτητα σχηματισμού του εδάφους (αποσάθρωση, διάβρωση, αποσύνθεση οργανικής ουσίας) όσο και με το είδος του εδάφους. Παράγοντες όπως ένταση και διάρκεια των βροχοπτώσεων, δυνατότητα διείσδυσης του νερού στο έδαφος, αποτελεσματικότητα των βροχοπτώσεων, συνδέονται με την υποβάθμιση των εδαφών. Για παράδειγμα, η αύξηση της αποτελεσματικότητας των βροχοπτώσεων συνδέεται
1. με την αυξημένη έκπλυση των βάσεων από το έδαφος και τη δημιουργία όξινων συνθηκών σ’ αυτό
2. αύξηση του ρυθμού αποσάθρωσης και του σχηματισμού δευτερογενών ορυκτών της αργίλου
3. αύξηση του ρυθμού αποσύνθεσης της οργανικής ουσίας
4. αύξηση του ρυθμού μετακίνησης των διαφόρων ουσιών στο έδαφος
Αντίθετα, μείωση της αποτελεσματικότητας των βροχοπτώσεων συνδέεται με φαινόμενα υποβάθμισης του εδάφους και σε ακραίες περιπτώσεις με φαινόμενα ερημοποίησης. Όταν, για παράδειγμα, το πηλίκο κατακρημνίσματα/εξατμησιοδιαπνοή είναι μικρότερο από 0,03, τότε η περιοχή αποκτά τα χαρακτηριστικά της ερήμου.
Επίσης, η ραγδαιότητα της βροχής, όταν το έδαφος δεν προστατεύεται από τη φυσική βλάστηση, επηρεάζει το ρυθμό υποβάθμισης.
Οι ιδιότητες του εδάφους
Οι ιδιότητες του εδάφους που επηρεάζουν το ρυθμό της υποβάθμισης είναι το βάθος του εδάφους, η κοκκομετρική σύσταση, η δομή του, η υδατοδιαπερατότητα και η υδατοσυγράτησή του. Γενικώς, όταν το έδαφος δεν μπορεί να αποθηκεύσει τις απαραίτητες ποσότητες νερού για να καλυφθούν οι ανάγκες των φυτών, τότε μειώνεται η προστασία που παρέχει η βλάστηση στο έδαφος με αποτέλεσμα να επιταχύνεται η διάβρωση.
Αβαθή, αμμώδη, χωρίς δομή εδάφη των ξηρών και ημίξηρων περιοχών, παρουσιάζουν μειωμένη αντοχή στη διάβρωση και επιταχυνόμενη υποβάθμιση.
Οι γεωλογικές συνθήκες
Το είδος του μητρικού υλικού επηρεάζει άμεσα και έμμεσα την υποβάθμισή του. Ιδιότητες των μητρικών υλικών όπως υδατοδιαπερατότητα, σχιστότητα, ρυθμός αποσάθρωσης, διαβρωσιμότητα, είναι αυτές που καθορίζουν το ρυθμό υποβάθμισης. Για παράδειγμα, όταν το μητρικό υλικό είναι αδιαπέρατο από το νερό, όπως συμβαίνει στους αργιλικούς σχιστόλιθους, τις μάργες κ.ά., το νερό συσσωρεύεται στην επιφάνεια και παρασύρει το έδαφος.
Η υποβάθμιση των εδαφών ακολουθεί μια σταδιακή πορεία κατά την οποία ο ρυθμός υποβάθμισης αυξάνεται. Στην πρώτη φάση της υποβάθμισης περιορίζεται η βλάστηση που προστατεύει το έδαφος. Όλοι οι παράγοντες που συνδέονται με τον περιορισμό της βλάστησης συμβάλλουν στην υποβάθμιση κατά το στάδιο αυτό. Αποτέλεσμα του περιορισμού της βλάστησης είναι η μείωση της βιολογικής δραστηριότητας του εδάφους, η μείωση της οργανικής ουσίας, η καταστροφή της δομής και η διάσπαση των συσσωματωμάτων. Μετά από το στάδιο αυτό ακολουθεί αύξηση της επιφανειακής απορροής, διάβρωση και υποβάθμιση των εδαφικών πόρων.
Πυρκαγιές
Μεγάλες δασικές εκτάσεις καίγονται κάθε χρόνο στη χώρα μας, κυρίως λόγω των ξηροθερμικών συνθηκών, της έλλειψης κτηματολογίου, των ισχυρών ανέμων κ.ά. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι πυρκαγιές υπήρξαν ένας σοβαρός παράγοντας που διαμόρφωσε το μεσογειακό τοπίο.
Η επίδραση των δασικών πυρκαγιών στο έδαφος είναι πολλές και εκδηλώνονται με τις αλλαγές στις φυσικές, χημικές και βιολογικές ιδιότητές του. Φυσικά οι μεταβολές αυτές γίνονται περισσότερο έντονες στο επιφανειακό στρώμα του εδάφους. Η ένταση των μεταβολών εξαρτάται από το δασοπονικό είδος, την ποσότητα της καύσιμης ύλης, την ένταση της φωτιάς, τις φυσιογραφικές συνθήκες, τις ιδιότητες του εδάφους, τη διάρκεια της πυρκαγιάς και τις καιρικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς, η θερμοκρασία στην επιφάνεια του εδάφους μπορεί να είναι ακόμη και υψηλότερη από 900 οC. Φυσικά, αν και η ταχύτητα μετάβασης της θερμότητας από την επιφάνεια του εδάφους προς το εσωτερικό είναι μικρή και εξαρτάται από τις συνθήκες υγρασίας του εδάφους, το πορώδες και την κοκκομετρική σύσταση, εντούτοις η αύξηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή των φυσικών, χημικών και βιολογικών ιδιοτήτων του εδάφους. Παράλληλα καταστρέφεται ο δασικός τάπητας που αποτελεί το προστατευτικό επιφανειακό κάλυμμα του εδάφους, ενώ καταστρέφεται και μέρος της ενσωματωμένης στο επιφανειακό έδαφος οργανικής ουσίας. Εκτός όμως από την άμεση μείωση της οργανικής ουσίας του εδάφους, η πυρκαγιά αυξάνει και το ρυθμό αποσύνθεσης της οργανικής ουσίας που παραμένει στο έδαφος μετά από την πυρκαγιά.
Σημαντική επίσης θεωρείται η αύξηση του pH του εδάφους μετά την πυρκαγιά που οφείλεται στην απελευθέρωση των βάσεων που υπήρχαν στην καύσιμη ύλη. Συνήθως απαιτούνται έως και 10 χρόνια για να επανέλθει η οξύτητα του εδάφους στις προ της πυρκαγιάς τιμές. Επίσης με την πυρκαγιά παρατηρείται σημαντική απώλεια θρεπτικών στοιχείων όπως Ν. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι με τις πυρκαγιές ενός δασικού οικοσυστήματος χάνονται 1,5t/ha άζωτο, που είναι ισοδύναμο με 45 σάκους λιπάσματος νιτρικής αμμωνίας ανά 10 στρέμματα.
Μεγάλες όμως είναι και οι απώλειες θρεπτικών στοιχείων με την επιφανειακή απορροή και τη διάβρωση που ακολουθούν μετά από την πυρκαγιά και είναι ιδιαίτερα αυξημένες κατά τα πρώτα δύο έως τρία χρόνια. Μια άλλη επίσης μεταβολή που προκαλείται από τις πυρκαγιές και η οποία υποβαθμίζει το έδαφος είναι η αλλαγή των μικροοργανισμών που ζουν σε αυτό. Για παράδειγμα, μετά από την πυρκαγιά αυξάνονται οι μικροοργανισμοί που επηρεάζουν την νιτροποίηση με αποτέλεσμα να αυξάνονται και τα νιτρικά που ως γνωστόν σε μεγάλες ποσότητες προκαλούν προβλήματα ρύπανσης.
Συμπίεση του εδάφους
Η συμπίεση του εδάφους που προκαλείται είτε από τη βόσκηση είτε από μηχανήματα, οδηγεί σε σημαντική υποβάθμισή του. Η υποβάθμιση αυτή συνδέεται με τη μείωση του όγκου που καταλαμβάνουν οι μακροπόροι. Αυτή η μείωση περιορίζει σημαντικά τη διείσδυση και διήθηση του νερού στο έδαφος, περιορίζει τον αερισμό του, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την επιφανειακή απορροή του νερού και τη διάβρωση, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά η γονιμότητα και η παραγωγικότητα του εδάφους. Για παράδειγμα, σε δάσος που υπήρχε βοσκή, μια καταιγίδα 4 ωρών είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση 890kg/ha εδάφους, ενώ η απώλεια σε δάσος όπου δεν υπήρχε βοσκή ήταν μόνο 20kg/ha. Γενικά, θεωρείται ότι η διάβρωση αυξάνεται 7-10 φορές με τη βόσκηση. Φυσικά, στην περίπτωση της υπερβόσκησης, η απώλεια του εδάφους είναι πολύ μεγαλύτερη. Ιδιαίτερα όταν η κλίση του εδάφους είναι μεγάλη και αυξάνεται πολύ περισσότερο με την αύξηση της ραγδαιότητας της βροχής.
Γεωργική καλλιέργεια επικλινών εδαφών
Στα δασικά οικοσυστήματα ζει μια μεγάλη ποικιλία οργανισμών που δημιουργούν στοές (διασωληνώνουν το έδαφος). Το σύστημα αυτό των στοών αυξάνεται με την αποσύνθεση των ριζών. Όλο αυτό το σύστημα είναι τόσο σημαντικό που μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι το ίδιο με το κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου, γιατί μέσω αυτού μεταφέρονται το νερό, τα θρεπτικά στοιχεία και ο αέρας, δηλαδή τρία βασικά στοιχεία της ζωής των φυτών. Όταν όμως το δάσος υλοτομηθεί και το έδαφος καλλιεργηθεί, το σύστημα των στοών καταστρέφεται και το πορώδες του εδάφους ελαττώνεται δραστικά. Μείωση του πορώδους οδηγεί σε ελάττωση του αερισμού και της διείσδυσης και διήθησης του νερού, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η επιφανειακή απορροή και η διάβρωση.
Παράλληλα με τη γεωργική καλλιέργεια αυξάνεται ο ρυθμός οξείδωσης της οργανικής ουσίας του εδάφους, με αποτέλεσμα να μειώνεται σταδιακά αλλά σημαντικά η συσσωμάτωση των κοκκίων του εδάφους και η καταστροφή της δομής. Ο ρυθμός μείωσης της οργανικής ουσίας είναι μεγάλος στα πρώτα χρόνια της γεωργικής καλλιέργειας, ενώ ο ρυθμός μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Αποτέλεσμα της μείωσης της οργανικής ουσίας του εδάφους είναι η σημαντική πτώση της γονιμότητάς του και κατ’ επέκταση της παραγωγικότητάς του. Τυπικά παραδείγματα σοβαρών συνεπειών στην παραγωγικότητα του εδάφους με την καλλιέργεια των εδαφών στη χώρα μας αποτελούν οι περιοχές των δρυοδασών του Νομού Γρεβενών και των εδαφών πέριξ των εκβολών του Νέστου (υλοτομία δάσους Κοτζά – Ορμάν). Στην πρώτη περίπτωση, μέσα σε 3-5 χρόνια το έδαφος υποβαθμίσθηκε τόσο πολύ που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν παράγει ούτε καν τον σπόρο που χρησιμοποιείται, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το έδαφος που προϋπήρχε καταστράφηκε και πλέον τώρα, σε ορισμένες περιοχές, δεν παράγει σχεδόν τίποτα. Θα πρέπει, δε, να τονισθεί ότι τα επικλινή εδάφη που καλλιεργούνται γεωργικώς και στη συνέχεια εγκαταλείπονται, παρουσιάζουν πολύ μικρές δυνατότητες λόγω της σοβαρής διάβρωσης.
Πώς προστατεύουμε το περιβάλλον
Το έδαφος ως στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, όπως ήδη έχει τονισθεί, υποβαθμίζεται. Η προστασία, όμως, του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί ένα παγκόσμιο και ταυτόχρονα εναγώνιο αίτημα του σύγχρονου ανθρώπου. Για να αποφευχθούν παρερμηνείες θα πρέπει να οριοθετηθεί αυστηρά η έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος. Τι λοιπόν εννοούμε με τον όρο προστασία του περιβάλλοντος;
Τη διατήρηση του χαρακτήρα του φυσικού περιβάλλοντος και των σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ των στοιχείων που το συγκροτούν (έδαφος – βλάστηση – κλίμα – πανίδα)
Τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος από τις ζημιογόνες επιδράσεις της ανθρώπινης παρέμβασης και δραστηριότητας
Τον έλεγχο της αξιοποίησης των φυσικών πόρων ώστε να εξασφαλίζονται οι αρχές της αειφορίας
Επίλογος
Συμπερασματικά λοιπόν πρέπει να τονίσουμε ότι:
Το έδαφος είναι ένα μη ανανεώσιμο, με τη στενή έννοια, κοινωνικό αγαθό και η διαχείρισή του δεν πρέπει να αποτελεί αποκλειστική υπόθεση του ιδιοκτήτη του, αφού το έδαφος για να σχηματισθεί απαιτούνται χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια.
Η αειφορική διαχείριση των εδαφικών πόρων είναι επιβεβλημένη και μπορεί να επιτευχθεί μόνον όταν η Πολιτεία αντιληφθεί ότι η διατήρηση και προστασία του εδάφους είναι χρέος και ταυτόχρονα συνταγματική επιταγή μέσα στα πλαίσια της διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος.
Σε όλες τις περιοχές που το έδαφος θεωρείται υποβαθμισμένο θα πρέπει να γίνει προσπάθεια βελτίωσής του με την αλλαγή της χρήσης γης (μετατροπή γεωργικώς καλλιεργούμενων εκτάσεων σε δασικές). Μέσα όμως στα πλαίσια της αλλαγής των χρήσεων της γης θα πρέπει η Πολιτεία να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μη θίγονται τα νόμιμα οικονομικά συμφέροντα των κοινωνιών.
Το έδαφος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα τμήμα του φυσικού οικοσυστήματος, με αρχές και μεθόδους που να εξασφαλίζουν την αειφορία.
Για να εξασφαλισθεί η αειφορική διαχείριση των εδαφικών πόρων θα πρέπει σε επίπεδο Νομού και Περιφέρειας να δημιουργηθούν ειδικές επιτροπές όπου θα συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των φορέων που ασχολούνται με τη διαχείριση των εδαφικών πόρων. Αυτές οι επιτροπές θα επιδιώκουν, μέσω προγραμμάτων, την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού και των κοινωνικών ομάδων για την αξία του εδάφους, γιατί ο ευαισθητοποιημένος χρήστης του εδάφους μπορεί να εφαρμόσει μεθόδους που διευκολύνουν την αειφορική διαχείριση των εδαφικών πόρων.
Αναπλ. Καθηγητή, Εργαστήριο Δασικής Εδαφολογίας ΑΠΘ