Η εξέλιξη της κυνηγετικής δραστηριότητας δια μέσου των αιώνων και η σημασία που δίνει ο Έλληνας στην υψηλή διατροφική αξία των θηραμάτων εξηγούν το γιατί δεν είμαστε κυνηγοί τροπαίων, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους μας, ενώ παράλληλα ξέρουμε να εκτιμάμε τα θηράματα που γίνονται εκλεκτά εδέσματα.
Δασολόγου
Το κυνήγι αποτελεί μια πολυδιάστατη παραδοσιακή δραστηριότητα, με βασικό σκοπό τη λήψη τροφής απευθείας από τη φύση, όμως με βαθιές πολιτιστικές και κοινωνικές ρίζες. Για εμάς τους Έλληνες η δραστηριότητα αυτή συνδέεται άμεσα με θρύλους, λαϊκές παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια και γαστρονομικές συνήθειες από την εποχή του Ξενοφώντα και του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Στα προϊστορικά χρόνια αποτελούσε καθαρά μια φυσική δραστηριότητα λήψης τροφής από το φυσικό περιβάλλον. Στα ιστορικά, όμως, χρόνια το κυνήγι και ιδιαίτερα αυτό των μεγάλων θηραμάτων αποτελούσε για τους έλληνες προσφιλέστατη ψυχαγωγική απασχόληση, η οποία στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων εξυψώνεται από τα μυθικά κυνήγια των ηρώων, που επιδεικνύοντας τόλμη, σωφροσύνη και αξιοποιώντας τις εξαιρετικές τους ικανότητες, εξόντωσαν τέρατα και θηρία, συχνά με όπλα πρωτόγονα, όπως το ρόπαλο του Ηρακλή, και πραγματοποίησαν κυνηγετικούς άθλους.
Αυτή η μυθική παράδοση των ηρωικών κυνηγιών, όπως του καλυδώνιου κάπρου και του λιονταριού της Νεμέας, αποτέλεσε προσφιλές θέμα για την αρχαία τέχνη, που με κάθε της μορφή ύμνησε τα κατορθώματα αυτά τα οποία, αναμφιβόλως, συγκινούσαν τους αποδέκτες της και απηχούν τα κυνήγια αγρίων ζώων της Μυκηναϊκής εποχής.
“Κύνας άγω”
Τέτοια ήταν η εκτίμηση των αρχαίων για τα κυνήγια και τα κυνηγετικά σκυλιά, ώστε τα θεωρούσαν θεϊκά δημιουργήματα του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος. Σύμφωνα με την παράδοση, όπως αναφέρει ο Ξενοφών, ο Απόλλων και η Άρτεμις πρόσφεραν τα δημιουργήματα αυτά στον Κένταυρο Χείρωνα, ως αναγνώριση για τη δικαιοσύνη που τον χαρακτήριζε. Ο Χείρων εκτίμησε ιδιαίτερα την τιμή αυτή και ως παιδαγωγός που ήταν,
δίδαξε τη θεία τέχνη του κυνηγιού στους λαμπρούς ήρωες μαθητές του. Χάρη σ’ αυτήν, κατά τον Ξενοφώντα, ήρωες σαν τον Θησέα, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τον Αχιλλέα, τον Ασκληπιό, τον Διομήδη, τον Μελέαγρο, τον Οδυσσέα και άλλους, απέκτησαν ξεχωριστές αρετές, κέρδισαν την εύνοια των θεών και άφησαν πίσω τους ένδοξη ιστορία. Ο Πολυδεύκης δίδαξε στους ανθρώπους το κυνήγι με σκύλο, που αγαπήθηκε τόσο πολύ ώστε η θήρα επικράτησε -από το κύνας άγω- να λέγεται κυνήγι.
Η κυνηγετική ανδραγαθία διατηρούσε στα ιστορικά χρόνια μεγάλο μέρος της αίγλης που ασφαλώς είχε στις πανάρχαιες κοινωνίες και το κυνήγι αποτελούσε πεδίο διάκρισης, αναγνώρισης και απόκτησης κύρους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κασσάνδρου στον οποίο, αν και ήταν ανδρείος και καλός κυνηγός, δεν επιτρεπόταν, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, να τρώει ανακεκλιμένος αφού δεν είχε, ως τα τριάντα πέντε του τουλάχιστον, καταφέρει να θηρεύσει αγριόχοιρο χωρίς τη βοήθεια διχτυών και ας αποδείχθηκε αργότερα αρκετά αποτελεσματικός στην εξολόθρευση της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Σπουδαίο παιδαγωγικό μέσο
Το κυνήγι εθεωρείτο βασικό στοιχείο της αγωγής των νέων και αφετηρία της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης. Αν και οι εύποροι νέοι το αντιμετώπιζαν απλώς ως άθλημα ή ψυχαγωγία, η κοινωνία το εκτιμούσε ιδιαίτερα, γιατί ασκεί και σκληραγωγεί το σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή, παρατείνει τη νεότητα, εξοικειώνει τους νέους με την ύπαιθρο και τους φέρνει σ’ επαφή ακόμη και με τα πιο δύσβατα σημεία του τόπου τους, του οποίου μαθαίνουν, αγαπούν και σέβονται την κάθε σπιθαμή, συνηθίζουν στην αντιμετώπιση κινδύνων, ασκούνται διαρκώς στη χρήση των όπλων και στην πειθαρχία και χάρη στο κυνήγι διδάσκονται από την ίδια τη φύση σπουδαίες αρετές, όπως η ευσέβεια, η φιλοπατρία, ο αυτοέλεγχος, η μετριοπάθεια, η σύνεση, η συντροφικότητα και η ανδρεία, αρετές που πάντα χαρακτήριζαν και θα χαρακτηρίζουν τους κυνηγούς.
Η κυνηγετική αυτή παράδοση, μαζί με τον κλασικό αρχαιοελληνικό πολιτισμό, πέρασε στη Δύση και απετέλεσε το θεμέλιο της κυνηγετικής κουλτούρας της. Ακόμη και σήμερα, το έφιππο κυνήγι ελάφου στη Γαλλία αποκαλείται «κυνήγι ελάφου αρχαιοελληνικού τύπου».
Το κυνήγι στο λαό
Στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα είναι προνόμιο των ευγενών και αποτελεί μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Για να εξασφαλιστεί, όμως, η ύπαρξη των θηραμάτων μέσα στο φέουδο, ώστε ο φεουδάρχης να έχει διαρκώς την ευκαιρία να κυνηγά, αρχίζουν δειλά-δειλά να εμφανίζονται τα πρώτα βήματα διαχείρισης των θηραματικών πληθυσμών, αλλά και προστασίας τους. Η Γαλλική Επανάσταση αμβλύνει τα πράγματα και δίνει το δικαίωμα του κυνηγιού και στο λαό. Παρ’ ότι όμως θεωρητικά ο κάθε πολίτης μπορεί να κυνηγά, το θήραμα ανήκει στον ιδιοκτήτη της γης μέσα στην οποία αυτό βρίσκεται και διαβιεί. Μέχρι σήμερα σ’ όλη την Ευρώπη ο κανόνας αυτός ισχύει και διέπεται μέσα από τα νομικά πλαίσια θήρας των χωρών. Συνεπώς, ο κάθε γεωκτήμονας, αγρότης ή δασοκτήμονας, αντιμετωπίζει το θήραμα που ζει στη γη του ως πόρο, τον φροντίζει και τον διαχειρίζεται αειφορικά με σκοπό τη δημιουργία πρόσθετων εισοδημάτων.
Η κυνηγετική φιλοσοφία του Έλληνα
Εξαίρεση στην Ευρώπη αποτελεί η χώρα μας η οποία την εποχή του φεουδαρχικού Μεσαίωνα βρισκόταν υπό τον τουρκικό ζυγό. Έτσι ο έλληνας κυνηγός κυνηγούσε τα διάφορα θηράματα ελεύθερα, αφενός για
να συμπληρώσει τη διατροφή του και αφετέρου να καλύψει την αρχέγονη κυνηγετική του ανάγκη, η οποία εκδηλώνεται αταβιστικά. Η εξέλιξη αυτή ενσωματώνεται στην κυνηγετική μας παράδοση και πρακτική και
λαμβάνεται υπόψη και στους νόμους που αφορούν στην προστασία και τη διαχείριση της θήρας και των θηραμάτων στην Ελλάδα.
Αναπτύσσεται, λοιπόν, μια σαφής διαφορά μεταξύ του προφίλ του Έλληνα και των άλλων ευρωπαίων κυνηγών, η οποία συνίσταται κυρίως στο ότι οι λοιποί ευρωπαίοι, κρατώντας μια μεσαιωνική παράδοση, είναι περισσότερο κυνηγοί τροπαίων, ενώ ο Έλληνας έχει πάντα στις πρώτες προτιμήσεις του θηράματα που εκτός των άλλων αποτελούν και εκλεκτά εδέσματα.
Το θήραμα ως δημόσιο αγαθό
Για να γίνω πιο σαφής, ο γερμανός κυνηγός, για παράδειγμα, κυνηγά επιλεκτικά ελαφοειδή τα οποία αφού τα θηρεύσει κρατά το κρανίο με τα κέρατα ως τρόπαιο και βαθμολογείται γι’ αυτό με μια σειρά
θεσμοθετημένων κριτηρίων, που έχουν τεθεί από τη Διεθνή Ομοσπονδία Κυνηγών μεγάλων θηραμάτων, και το κρέας, βέβαια, δεν το απαξιώνει, αλλά τις περισσότερες φορές το πουλά, αφού κρατήσει λίγο για τον
εαυτό του. Ο Έλληνας τα θηράματα που θα θηρεύσει θα τα μαγειρέψει με περίσσιο μεράκι και θα τα γευτεί με την οικογένειά του ή τους φίλους του.
Έτσι σήμερα στη χώρα μας το νομικό πλαίσιο που διέπει τη θήρα και τη διαχείριση και προστασία των θηραματικών πληθυσμών, λαμβάνοντας υπόψη τις κυνηγετικές παραδόσεις των Ελλήνων και το ότι το 70% περίπου των εκτάσεων της χώρας, στις οποίες ενδιαιτώνται τα θηράματα, είναι δημόσιες, θεωρεί το θήραμα ως δημόσιο αγαθό και πόρο, το οποίο το καρπώνεται όποιος το συναντήσει πρώτος, τηρώντας βέβαια όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις.
Περιορισμοί και όροι
Κάθε χρόνο ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο οποίος είναι και ο καθ’ ύλην κατά το νόμο αρμόδιος, εκδίδει την Υπ. Απόφαση ρύθμισης της θήρας, που είναι και το ετήσιο διαχειριστικό σχέδιο
άσκησης κυνηγιού εθνικής κλίμακας. Αυτή συνίσταται στον καθορισμό των κυνηγετικών περιόδων των θηρευσίμων ειδών και ορισμένων άλλων όρων άσκησης της θήρας για ένα έτος. Η υπουργική αυτή απόφαση θέτει πάντα όρους πιο περιοριστικούς απ’ όσα ορίζουν οι νόμοι και εκδίδεται αφού ληφθούν υπόψη οι εισηγήσεις της Κεντρικής Υπηρεσίας του εν λόγω Υπουργείου, της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας και διαφόρων άλλων φορέων που καλεί ο υπουργός κατά την κρίση του.
Υπεύθυνη για την υλοποίηση και τον έλεγχο της εφαρμογής της υπουργικής απόφασης ρύθμισης της θήρας καθώς και όλου του νομικού πλαισίου που τη διέπει είναι η δασική υπηρεσία, τόσο κεντρικά όσο και περιφερειακά.
Οι θέσεις και εισηγήσεις της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι οι κυνηγετικές οργανώσεις την τελευταία δεκαετία έχουν αναπτύξει πολύπλευρες δραστηριότητες, οι οποίες αφενός επενδύουν στην ανάπτυξη και διατήρηση του θηραματικού πλούτου και αφετέρου εκπονούν μελέτες οι οποίες ελέγχουν την αειφορία στη θηραματική διαχείριση. Επίσης χρηματοδοτούν το σώμα της
ομοσπονδιακής θηροφυλακής το οποίο σε συνεργασία με τη δασική υπηρεσία συμβάλλει τα μέγιστα στην περιστολή της λαθροθήρας.
Φιλοπεριβαλλοντικές δράσεις
Ενδεικτικά αναφέρω δράσεις των κυνηγετικών οργανώσεων σχετικά με την ανάπτυξη και διατήρηση των πληθυσμών των θηραμάτων όπως: ειδικές σπορές για την άγρια πανίδα σε λιβάδια και εγκαταλειμμένους αγρούς στα ορεινά, εγκατάσταση φυσικών φραχτών και αλσυλλίων στους κάμπους και υδρομαστεύσεις με σκοπό τη βελτίωση των ενδιαιτημάτων, απελευθερώσεις θηραμάτων τεχνητής εκτροφής, κ.ά.
Όσον αφορά στον τομέα των μελετών, οι κυνηγετικές οργανώσεις οργανώνουν καταμετρήσεις των πληθυσμών των θηραμάτων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, μελετούν τη φαινολογία της μετανάστευσης των αποδημητικών πουλιών και συλλέγουν στοιχεία για την κυνηγετική κάρπωση, τα οποία εμπλουτίζουν διαρκώς την ηλεκτρονική τράπεζα δεδομένων της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας. Από τα στοιχεία αυτά γίνεται ο έλεγχος της αειφορίας στην κυνηγετική κάρπωση και φαίνεται η τάση των πληθυσμών (αύξουσα ή φθίνουσα).
Επίσης εκτιμάται στατιστικά η ετήσια εθνική κυνηγετική κάρπωση για κάθε θηρεύσιμο θηραματικό είδος ξεχωριστά. Για παράδειγμα, την κυνηγετική περίοδο 1995-96, σύμφωνα με στοιχεία πάντα της
ηλεκτρονικής τράπεζας δεδομένων της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας, θηρεύτηκαν:
* 96.000 λαγοί
* 2.800.000 τσίχλες
* 10.000 αγριόχοιροι
* 50.000 πετροπέρδικες
* 310.000 τρυγόνια
* 52.000 νησιώτικες πέρδικες
* 480.000 φάσσες
* 410.000 μπεκάτσες
* 1.540.000 ορτύκια
Αν συνυπολογίσουμε και τις ποσότητες των άλλων θηραμάτων που δεν είναι ευκαταφρόνητες, βλέπουμε ότι στα σπίτια των Ελλήνων κυνηγών καταλήγει μια σεβαστή ποσότητα κρέατος που καθιστά τις οικογένειες αυτές προνομιούχες που έχουν την τύχη να γευτούν αυτά τα εκλεκτά εδέσματα.
Ανεκτίμητη διατροφική αξία
Πέρα, όμως, από την αναμφισβήτητα γευστική αξία που έχει το κρέας των θηραμάτων και βέβαια εξαρτάται και από τον τρόπο του μαγειρέματος, θα πρέπει να δούμε και μια άλλη σκοπιά, αυτή της υγιεινής.
Όσον αφορά στη σχέση ποιότητας κρέατος-διατροφής του θηράματος, δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση, διότι το οποιοδήποτε άγριο θήραμα για να επιβιώσει και να αναπαραχθεί χρειάζεται έναν άριστο βιότοπο, ο οποίος θα του προσφέρει τα τρία βασικά στοιχεία για την επιβίωσή του που είναι η κάλυψη, το νερό και η τροφή. Επομένως, ένας άριστος βιότοπος που είναι και καλός κυνηγότοπος, θα μας δώσει άριστης ποιότητας θηράματα. Το αντίθετο δεν μπορεί να γίνει διότι ο υποβαθμισμένος βιότοπος δεν έχει θηράματα. Όσο για τις ασθένειες υπάρχουν τα αρπακτικά, τα οποία θα εξαφανίσουν κάθε άρρωστο θήραμα πριν προλάβει να τις μεταδώσει.
Τι γίνεται, όμως, με το κρέας των θηραμάτων ιστολογικά;
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε από τον καθηγητή P.Η. Ducluzeau του τμήματος διατροφής και διαβητολογίας της Γαλλίας, με χρηματοδότηση της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας της Γαλλίας, το κρέας των θηραμάτων
είναι πολύ καλή πηγή φωσφόρου και σιδήρου αφομοιώσιμου από τον ανθρώπινο οργανισμό. Επίσης πλουσιότερο από τα άλλα κρέατα σε Κάλιο, έχει λιγότερα λιπαρά από το γιαούρτι, πράγμα που οφείλεται στη μεγάλη κινητικότητα των αγρίων ζώων.
Ιδιαίτερα βλέπουμε συγκριτικά για τον άγριο και τον οικόσιτο χοίρο ότι στα 100 γρ. ψητού κρέατος ο αγριόχοιρος έχει ενέργεια λιγότερη από τη μισή της αντίστοιχης του οικόσιτου, περισσότερη πρωτεΐνη και
το 1/6 σε λιπαρά.