Βγαίνοντας στο κυνήγι, επιδιώκει να είναι κοντά της, να αναπνέει καθαρό αέρα, μακριά από τα καυσαέρια, να πίνει δροσερό νερό από πηγή, να εγκαταλείπει τους αστικούς θορύβους και να απολαμβάνει τα κελαηδήματα των πουλιών, να ξεφεύγει από τις καθημερινές έννοιες, την καθιστική ζωή και το αυτοκίνητο, να βαδίζει σε ραχούλες και λαγκάδια, να αγναντεύει όμορφο χάραμα το πρωί και μαγικό ηλιοβασίλεμα το βράδυ.
Αυτός, είναι πραγματικός αθλητής κυνηγός, που ξοδεύει πολλά χρήματα και χρόνο για το αγαπημένο του χόμπι. Αυτός έχει κάθε λόγο να προστατεύει τη φύση και το περιβάλλον, κυρίως όμως τα θηράματα, αν θέλει, η δραστηριότητα του κυνηγιού να συνεχίζεται και στο μέλλον, όπως τόσους αιώνες πριν.
Οι κυνηγοί γνωρίζουν καλά, ότι για όσους κυνηγούν, σύμφωνα με τους κανόνες του κυνηγιού, που στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα αυστηροί, οι πιθανότητες να βάλουν στη σάκα τους κάποιο θήραμα, είναι λιγοστές, αφού η φύση έχει προικίσει αυτά τα μικρά «διαβολάκια» με τόσα προσόντα, όπως: ταχύτητα, εξυπνάδα, πονηριά, ικανότητα προσαρμογής κλπ. Εξ ου και η παροιμία «του κυνηγού» και του ψαρά το πιάτο πέντε φορές είν” αδειανό και μια είναι γεμάτο».
Η παρακάτω ιστορία, που μου διηγήθηκε ο φίλος μου ο Πέτρος από το Χαρακοποιό, ένας συμπαθέστατος λεβεντάνθρωπος, εβδομηντάρης, ζεστός και ανθρώπινος, το αποδεικνύει. Ήμουν παλικάρι τότε, ζωηρός και αεικίνητος. Μεγάλο Σάββατο πρωί, πήρα μια παλιότσαγκρα που είχαμε, να βγω για κυνήγι.
Ο πατέρας μου θα έσφαζε το αρνί για το Πάσχα. Εγώ όμως προτίμησα να κυνηγήσω τρυγόνες. Ο τόπος μας, ευλογημένος! Προσφερόταν για κτηνοτροφία, αλιεία, έδινε άφθονους καρπούς αλλά και πλούσιος στο κυνήγι. Για να καταλάβεις, τις τρυγόνες, περιμέναμε τουλάχιστον να ζευγαρώσουν πριν ρίξουμε. Δεν χάλαγες φυσίγγι για μία! Η μέρα πήγε καλά! Η κυνηγετική σάκα γέμισε! Μάζεψα και τα χρησιμοποιημένα φυσίγγια, να τα ξαναγεμίσω και χαρούμενος πήρα το δρόμο της επιστροφής.
Εκεί που βάδιζα, βλέπω ανάμεσα στα κούρβουλα ένα λαγό. Αφήνω τη σάκα, σημαδεύω γρήγορα ανάμεσα στ” αυτιά όπως είχα ακούσει και τουφεκάω!! Ο λαγός παίρνει τούμπα, ορμάω και τον αρπάζω από τα αυτιά! Ήταν ολόπαχη λαγίνα. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Φτερά έκανα τα πόδια μου, μέχρι το χωριό, πέρασα και από τον κεντρικό δρόμο, για φιγούρα και πήγα σπίτι.
Ο πατέρας μου, στην άκρη της αυλής, κάτω από το μεγάλο δέντρο, έγδερνε το αρνί. Με κοίταξε, χωρίς να πει τίποτα. Άφησα τη σάκα και το λαγό στο κεφαλόσκαλο, και μπήκα σπίτι να πιω νερό γιατί είχα σκάσει από την πιλάλα!! Βγαίνοντας τσίγκλησα τον πατέρα μου! Τι το ήθελες το αρνί; Δεν βλέπεις τι έφερα; φώναξα με έπαρση, δείχνοντας το λαγό. Ο πατέρας μου συγκροτημένος οικογενειάρχης και σοφός άνθρωπος, με κοίταξε βλοσυρός, άρπαξε το λαγό και του δίνει μια και τον πετάει στη ρούγα (γειτονιά)!
Περηφανεύεσαι που χτύπησες τη λάγισσα τη γεννημένη ε!!! μου είπε πιο πολύ με λύπη, παρά με θυμό, και γύρισε να τελειώσει το αρνί.
Πού να το ξέρω; δικαιολογήθηκα αμήχανος και ντροπιασμένος! Άμα δεν ξέρεις τι χτυπάς, τότε καλύτερα να μην κυνηγάς νεαρέ! Μου είπε ξερά. Τα λόγια του, έμειναν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μου, και την ψυχή μου, όλα αυτά τα χρόνια και από τότε ζύγιζα διπλά την τουφεκιά μου!!! Μακάρι, να έκανα το ίδιο και οι σημερινοί κυνηγοί, που πολλοί από αυτούς, πυροβολούν ότι κινείται, προσφέροντας ότι χειρότερο στην υπόθεση του κυνηγίου.
Του Θ. ΧΕΛΑ
Από την εφημερίδα «Κυνηγετικη Φωνή» του Κ.Σ. Καλαμάτας
Αναδημοσίευση από : http://www.e-artemis.gr/