ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ & ΒΙΟΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ

Όσα πρέπει να γνωρίζουμε για να κάνουμε επιστημονική διαχείριση του περιβάλλοντος…

Η διαχείριση της άγριας φύσης με σκοπό τη διατήρηση μιας κατάστασης σε επίπεδα που επιτρέπουν τη «συνετή χρήση» της –όπως συμβαίνει στην περίπτωση των κυνηγών– απαιτεί τη γνώση και την κατανόηση ορισμένων βασικών αρχών της οικολογίας, ώστε τα αποτελέσματα να βρίσκονται στα όρια των αναμενόμενων και να μη γίνονται άσκοπες ή επιζήμιες επεμβάσεις στο περιβάλλον.

Από τους Χατζηνίκο Ε., δασολόγο-περιβαλλοντολόγο, M.Sc. Διαχείριση Άγριας Πανίδας, Καρτερολιώτη Ι., γεωπόνο-βιοτεχνολόγο, Γιαπή Α. Ι., γεωπόνο-Ph.D. ιχθυολόγο.

Κάθε ένα από τα είδη που ανήκουν στην άγρια πανίδα και χλωρίδα συμμετέχουν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο ζωής, ένα σύστημα όπου υπάρχει συνεχής αλληλεπίδραση βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων και το οποίο είναι ικανό να συντηρεί τη ζωή. Ένα τέτοιο σύστημα ονομάζεται οικοσύστημα. Το οικοσύστημα περιλαμβάνει εκτός των φυτικών και των ζωικών οργανισμών (βιοτικοί παράγοντες), τον αέρα, το έδαφος και το νερό (αβιοτικοί παράγοντες). Οι ζώντες οργανισμοί «δανείζονται» οξυγόνο, διοξείδιο του άνθρακα και θρεπτικά συστατικά από το οικοσύστημα και μετά επιστρέφουν αυτά τα υλικά μέσα από τις διαδικασίες της αναπνοής, της απέκκρισης και της αποσύνθεσης.

Οι βιοκοινότητες

Το ζωντανό μέρος ενός οικοσυστήματος είναι γνωστό ως βιοκοινότητα ή απλά κοινότητα. Κάθε οικοσύστημα περιλαμβάνει συνήθως κάποιο αριθμό βιοκοινοτήτων, όπου η κάθε μία έχει διακριτά είδη ζώων και φυτών και βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με τις υπόλοιπες. Τα οικοσυστήματα επηρεάζονται από φυσικούς ή όχι παράγοντες, εσωτερικούς ή εξωτερικούς. Οι παράγοντες αυτοί δρουν συνήθως παράλληλα, άλλες φορές φανερά ενώ άλλες φορές όχι. Για παράδειγμα, η διαδικασία της ωρίμανσης ενός δάσους είναι ένας φυσικός εσωτερικός παράγοντας, ο οποίος δρα κατά τη μετάβαση από το στάδιο των σπόρων έως το στάδιο του ώριμου δάσους. Αντίθετα, το φως είναι ένας φυσικός εξωτερικός παράγοντας ο οποίος επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τα οικοσυστήματα και προκαλεί σημαντικές αλλαγές σ’ αυτά. Οι παράγοντες που απασχολούν, όμως, περισσότερο τα τελευταία χρόνια τούς επιστήμονες είναι οι ανθρώπινοι εξωτερικοί παράγοντες που επηρεάζουν τα οικοσυστήματα. Είναι πολυάριθμοι, αλλά ως οι σημαντικότεροι μπορούν να αναφερθούν αυτοί της έκλυσης ενέργειας, της αστικής ανάπτυξης, της εντατικής ζωικής παραγωγής, των οικιακών αποβλήτων, της εντατικής γεωργίας και της κακής χρήσης των φυσικών πόρων όπως το νερό, το πετρέλαιο κ.ά. Ο κάθε ένας από αυτούς έχει επηρεάσει και επηρεάζει τα οικοσυστήματα και την άγρια πανίδα με πολλούς τρόπους.

Τα οικοσυστήματα μπορούν να διαφέρουν επίσης σε μέγεθος: είναι από πολύ μικρά έως πολύ μεγάλα. Ένα ενυδρείο αποτελεί ένα παράδειγμα μικρού κλειστού οικοσυστήματος. Σε αυτό ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει παράγοντες του φυσικού περιβάλλοντος όπως η θερμοκρασία, το φως, η τροφή κ.λπ. Από την άλλη, παράδειγμα μεγάλων διαστάσεων οικοσυστήματος αποτελεί το δάσος του Αμαζονίου. Και τα δύο είναι φανερό ότι επηρεάζονται από τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικό τρόπο και συνέπειες το καθένα.

Ύλη και ενέργεια στα οικοσυστήματα

Κάθε οικοσύστημα αλλά και τα έμβια όντα που περιλαμβάνονται σ’ αυτό δεν μπορούν να διατηρηθούν στη ζωή χωρίς ενέργεια. Χρειάζονται ενέργεια για να συντηρήσουν τον οργανισμό τους, να αναπτυχθούν και να αναπαραχθούν με σκοπό τη διαιώνισή τους. Στα οικοσυστήματα η ενέργεια εισέρχεται με τη μορφή της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και προέρχεται από τον ήλιο. Το ποσό της εισερχόμενης ενέργειας σε ένα οικοσύστημα και το ποσοστό αξιοποίησής της, που βασίζεται στους τρόπους που έχουν αναπτύξει τα όντα που το αποτελούν για να τη δεσμεύουν, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δομή και τη λειτουργία του. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί αποτελούνται από υλικά τα οποία απαντώνται στο φυσικό περιβάλλον της γης και στην ατμόσφαιρά της. Τη βάση της ζωής αποτελούν στο μεγαλύτερο βαθμό οι ενώσεις του άνθρακα, του υδρογόνου και του οξυγόνου. Άλλα απαραίτητα στοιχεία όπως ο φώσφορος, το ασβέστιο, ο σίδηρος κ.λπ. βρίσκονται με διάφορες μορφές στο έδαφος, στο νερό ή και στα δύο. Όλα αυτά εισέρχονται στο σώμα των ζώων με τη διαδικασία της λήψης της τροφής, ενώ το οξυγόνο αφομοιώνεται με τη διαδικασία της αναπνοής.

Τα φυτά, με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης, μονοπωλούν την ικανότητα να μετατρέπουν την ηλιακή ενέργεια σε χημική, δεσμεύοντάς τη σε οργανικές ενώσεις. Η διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται στους χλωροπλάστες των φυτικών κυττάρων, γι’ αυτό τα φυτά ονομάζονται και αυτότροφοι οργανισμοί ή παραγωγοί. Κατά τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης παράγονται οι υδατάνθρακες, γνωστοί και ως σάκχαρα, μία ομάδα ενώσεων με μεγάλη διάδοση στο σώμα των οργανισμών. Αυτοί χρησιμεύουν ως βασικές ενεργειακές πηγές κατά τη διαδικασία δόμησης των οργανισμών. Με πιο πολύπλοκες χημικές διεργασίες παράγονται στους ιστούς των φυτών πρωτεΐνες, λίπη και ποικιλία υδατανθράκων, βιολογικά μακρομόρια απαραίτητα για όλες τις μεταβολικές διεργασίες. Άλλα είδη φυτών (όπως και κάποια είδη αζωτοδεσμευτικών βακτηρίων) μπορούν και δεσμεύουν το άζωτο της ατμόσφαιρας σε αζωτούχες ενώσεις οι οποίες μετά αφομοιώνονται από άλλα ανώτερα φυτά. Στα οικοσυστήματα, γενικότερα, τα φυτοφάγα είδη τρέφονται με φυτά και τα σαρκοφάγα είδη με τα φυτοφάγα. Οι τροφικές αυτές αλυσίδες αποτελούν μονοπάτια μέσω των οποίων τα θρεπτικά στοιχεία διακινούνται μέσα σ’ ένα οικοσύστημα. Τελικά, όλα επιστρέφουν πάλι στο φυσικό περιβάλλον μέσω των διαδικασιών της αναπνοής, της απέκκρισης και της αποσύνθεσης. Τα βακτήρια και οι μύκητες παίζουν σημαντικότατο ρόλο στη διαδικασία αυτή. Αποτελούν τους πρώτους οργανισμούς που αναλαμβάνουν την αποσύνθεση της νεκρής ύλης ώστε να ελευθερωθεί και πάλι η δεσμευμένη ενέργεια και να γίνει διαθέσιμη στο περιβάλλον. Χωρίς την αποσύνθεση, τα θρεπτικά στοιχεία θα παρέμεναν εγκλωβισμένα στη νεκρή ύλη, χωρίς δυνατότητα εκμετάλλευσής της από τους υπόλοιπους οργανισμούς. Με την ενέργεια αυτή, οι οργανισμοί «χτίζουν» κύτταρα και ιστούς και πραγματοποιούν πλήθος άλλων μεταβολικών διεργασιών.

Η τροφική πυραμίδα

Στα οικοσυστήματα δεν αξιοποιείται όλη η ενέργεια που διατίθεται από τον ήλιο. Από το ποσό της ηλιακής ενέργειας που δέχεται ένα οικοσύστημα, μόνο μια ελάχιστη ποσότητα απορροφάται από τους φωτοσυνθετικούς μηχανισμούς των φυτών και κάποιων βακτηρίων για τη φωτοσύνθεση, ενώ το υπόλοιπο μέρος της ανακλάται ή «χάνεται» στο περιβάλλον ως θερμότητα. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, τα θρεπτικά στοιχεία και η ενέργεια ενός οικοσυστήματος, ακολουθούν τα μονοπάτια των τροφικών αλυσίδων. Οι παραγωγοί (φυτά) αποτελούν το πρώτο τροφικό επίπεδο. Στο δεύτερο και τρίτο κατατάσσονται τα φυτοφάγα και τα σαρκοφάγα ζώα αντίστοιχα, που ονομάζονται ετερότροφοι οργανισμοί ή καταναλωτές, γιατί προμηθεύονται την ενέργεια που χρειάζονται για τις λειτουργίες τους από την αποθηκευμένη χημική ενέργεια της φυτικής ύλης. Στο σχήμα διακρίνονται τα επίπεδα μιας τροφικής αλυσίδας στη φύση. Το γρασίδι αποτελεί τροφή για τα φυτοφάγα (βίσονες), που αποτελούν τους καταναλωτές 1ης τάξης. Τα σαρκοφάγα (λύκοι), που τρέφονται με τους βίσονες, αποτελούν καταναλωτές 2ης τάξης. Όμως, η ενέργεια και η ύλη δεν ακολουθούν ένα μόνο μονοπάτι. Έτσι, το γρασίδι καταναλώνεται και από έντομα, πτηνά, τρωκτικά (αγριοκούνελα κ.λπ.) ή αποσυντίθεται και τρέφει τους αποικοδομητές, χωρίς να εισέρχεται έτσι άμεσα στην αλυσίδα τροφής. Από την άλλη μεριά, τα αρπακτικά (γεράκια, αλεπούδες) θηρεύουν και αυτά τα πτηνά. Η ενέργεια, λοιπόν, ακολουθεί ένα μονόδρομο, αλλά ακολουθεί επίσης και τους νόμους της θερμοδυναμικής. Κατά τη μεταφορά της δηλαδή από το ένα επίπεδο στο άλλο και τη μετατροπή της από τη μία μορφή στην άλλη, χάνεται με μορφή θερμότητας το 90% περίπου της ενέργειας, ενώ μόνο το 10% περίπου αξιοποιείται. Το ποσοστό αυτό χρησιμοποιείται από τους οργανισμούς για να διεξάγουν τις βιολογικές τους λειτουργίες και είναι η χημική ενέργεια που περιέχεται στη γλυκόζη και απελευθερώνεται στα κύτταρα των οργανισμών τους κατά τη διαδικασία της αναπνοής. Η απώλεια αυτή της ενέργειας από το ένα τροφικό επίπεδο στο άλλο έχει ως συνέπεια για το οικοσύστημα:

1) να είναι διαθέσιμη λιγότερη ενέργεια για κάθε τροφικό επίπεδο και

2) η τροφική αλυσίδα να έχει περιορισμένο «εύρος».

Αυτό που παρατηρείται σε μια τροφική αλυσίδα ενός οικοσυστήματος είναι ότι τα θηράματα είναι πάντα περισσότερα από τους θηρευτές. Αν παρατηρηθεί ανισορροπία στο σημείο αυτό, ο πληθυσμός των θηρευτών τείνει να μειωθεί, αφού ο πληθυσμός των θηραμάτων δεν μπορεί να παρέχει την ενέργεια που είναι απαραίτητη για τους θηρευτές. Οι τροφικές σχέσεις των οργανισμών, η ροή ενέργειας μεταξύ των τροφικών επιπέδων και η ποσότητα της βιομάζας που περιέχεται σε κάθε επίπεδο μπορούν να παρασταθούν εικονικά με τη μορφή πυραμίδας όπου παρατηρείται μια αξιοσημείωτη μείωση όλων των παραμέτρων καθώς ανεβαίνουμε από τη βάση της πυραμίδας προς τα ανώτερα επίπεδα. Μετά από τρία ή τέσσερα επίπεδα πολύ λίγη ενέργεια έχει απομείνει τελικά στην πυραμίδα. Στα φυσικά οικοσυστήματα η προσθήκη ενός τροφικού επιπέδου πολύ δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί από την αλυσίδα, κάτι που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε όλες τις διαχειριστικές ενέργειες που επιχειρούνται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φυσικό οικοσύστημα του νησιού Ρουαγιάλ στη λίμνη Σουπίριορ των Η.Π.Α., όπου οι λύκοι τρέφονται με άλκες (Alces alces) και αυτές με τη σειρά τους τρέφονται με χορτάρι. Ο Mech, το 1966, βασιζόμενος σε μετρήσεις της βιομάζας που καταναλώνεται σε κάθε τροφικό επίπεδο έδειξε τις μεγάλες μειώσεις που συμβαίνουν από το ένα επίπεδο ενέργειας στο άλλο. Η αναλογία στην οποία κατέληξε ήταν ότι για κάθε 1 kgr ζώντος βάρους λύκου απαιτούνταν 58 kgr άλκης και αντίστοιχα 765 kgr χορταριού. Από την παραπάνω αναφορά κατανοεί κανείς πως όσο πλησιέστερα προς τη βάση της πυραμίδας είναι η θέση κάποιου οργανισμού, τόσο περισσότερη είναι γι’ αυτόν η διαθέσιμη ενέργεια και ότι τα μεγαλύτερα σε όγκο ζώα στη γη πρέπει να είναι φυτοφάγα ή καταναλωτές χαμηλής (1ης) τάξης, μια και για να μπορούν να συντηρούν το μεγάλο σώμα τους απαιτείται άφθονη ενέργεια η οποία βρίσκεται στα χαμηλότερα τμήματα της τροφικής πυραμίδας. 

Τα επίπεδα ανοχής των οργανισμών ενός οικοσυστήματος

Οι οργανισμοί που απαρτίζουν ένα οικοσύστημα ζουν εντός ορισμένων και συγκεκριμένων ορίων ανοχής για κάθε έναν από τους παράγοντες του περιβάλλοντος. Όταν το ανώτερο ή το κατώτερο όριο τιμής ενός τέτοιου παράγοντα σημειωθεί εκτός φυσιολογικών, για τον οργανισμό, τιμών, τότε οι διαδικασίες μεταβολισμού και αναπαραγωγής του οργανισμού αυτού φθίνουν ή, σε οριακές τιμές, σταματούν τελείως. Οι διαφορετικοί αυτοί βαθμοί ανοχής χωρίζουν τους οργανισμούς σε ομάδες οι οποίες επιζούν σε περιβάλλοντα με διαφορετικές συνθήκες, σχηματίζοντας κοινωνίες μέσα στα οικοσυστήματα. Από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που καθορίζουν αυτό το διαχωρισμό είναι η θερμοκρασία βάσει της οποίας οι οργανισμοί διακρίνονται σε ψυχρόφιλους, θερμόφιλους κ.λπ. Ένας άλλος επίσης σημαντικός παράγοντας είναι η υγρασία, ενώ κάποιοι άλλοι παράγοντες όπως η αλατότητα είναι λιγότερο εμφανείς. Με βάση την αλατότητα γίνεται η διάκριση κάποιων φυτών σε αλοάντοχα, αυτών δηλαδή που αντέχουν υψηλές συγκεντρώσεις αλάτων ή κάποιων ψαριών, όπως ο σολομός (Salmo salar), ο οποίος εμφανίζει σε κάποιο στάδιο της ζωής του σημαντική ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικά επίπεδα συγκέντρωσης άλατος στο νερό, σε αντίθεση με τη μικρή ανοχή σε διαφοροποιήσεις της αλατότητας που παρουσιάζει η πλειοψηφία των ψαριών. Οι επιστήμονες, προκειμένου να χαρακτηρίσουν το βαθμό ανοχής ενός είδους σε κάποιον παράγοντα, χρησιμοποιούν τα προθέματα στενο- και ευρο-. Για παράδειγμα, το είδος ελαφιού Odocoileus virginianus χαρακτηρίζεται ως ευρύθερμο, λόγω της ανοχής τους σε μεγάλες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, με αποτέλεσμα να απαντάται από τον Καναδά έως τη Βενεζουέλα, ενώ, αντίθετα, οι πολικές αρκούδες (Ursus maritimus) κατατάσσονται στα στενόθερμα είδη, αφού ζουν σε περιβάλλοντα συγκεκριμένων χαμηλών θερμοκρασιών. Η σημασία της γνώσης αυτών των παραγόντων είναι τεράστια για τη διαχείριση της άγριας πανίδας και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέπονται ώστε αυτή να είναι επιτυχής. Είναι αυτοί οι παράγοντες, που μπορούν να είναι καθοριστικοί για την επιλογή κατάλληλων βιοτόπων, για απελευθέρωση συγκεκριμένων ειδών ζώων και άλλες διαχειριστικές ενέργειες.

Η σημασία του οικολογικού θώκου των οργανισμών ενός οικοσυστήματος

Τα ζώα και τα φυτά επιβιώνουν σε ένα οικοσύστημα όσο μπορούν να εξασφαλίζουν πηγές ενέργειας για την ικανοποίηση των διαφόρων τύπων αναγκών τους. Κάθε είδος είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης διαδρομής εξέλιξης, κατά την οποία επικρατούν εκείνα τα φυσιολογικά και γενετικά στοιχεία του είδους που το βοηθούν να επιβιώσει στο συνεχώς εξελισσόμενο περιβάλλον. Για κάποια είδη τα στοιχεία αυτά είναι περιορισμένα. Έτσι, σε μια αλλαγή του περιβάλλοντος θα δυσκολευτούν να επιβιώσουν. Κάποια άλλα έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να αντεπεξέλθουν σε αλλαγές του περιβάλλοντος και άρα να εξελιχθούν. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, τα διάφορα είδη έχουν μοναδική ικανότητα να επιβιώνουν στα όρια του περιβάλλοντός τους. Έτσι, το κάθε είδος έχει το δικό του μοναδικό ρόλο μέσα σε ένα οικοσύστημα, ο οποίος ονομάζεται οικολογικός θώκος και αναφέρεται στη λειτουργικότητα του οργανισμού μέσα στο οικοσύστημα. Για παράδειγμα, τα ζώα που τρέφονται με τα ίδια φυτά δεν έχουν απαραίτητα και την ίδια δραστηριότητα μέσα στο οικοσύστημα. Ο χρόνος, ο τόπος και ο τρόπος λήψης της τροφής διαφοροποιεί τα είδη και τη δραστηριότητά τους με κύριο σκοπό τη μείωση ή την αποφυγή του ανταγωνισμού μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το είδος τσίχλας Turdus migratorius και η αμερικάνικη μπεκάτσα (Scolopax minor) που τρέφονται και τα δύο με γαιοσκώληκες. Παρά ταύτα, τα δύο είδη δεν βρίσκονται σε διαδικασία ανταγωνισμού, αφού λαμβάνουν την ίδια τροφή σε διαφορετικές συνθήκες χρόνου, τόπου και τρόπου. Το Turdus migratorius αναζητά την τροφή του σε καθαρές περιοχές όπως κήπους κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ η αμερικάνικη μπεκάτσα σε μέρη με υγρασία κατά τη διάρκεια της νύχτας .

Η ικανότητα συνδυασμού των βιοτόπων των ειδών με την ιδιαίτερη δραστηριότητα του καθενός, αποτελεί ισχυρό εργαλείο στη διαχείριση της άγριας πανίδας. Υποβαθμισμένοι βιότοποι μπορεί να παρουσιάζουν έλλειψη πηγών για τη διατήρηση της λειτουργικότητας των ειδών, ιδιαίτερα αυτών με συγκεκριμένα στενά όρια ανεκτικότητας. Τα νεοφερμένα είδη με κοινό οικολογικό θώκο με είδη που προϋπάρχουν στο βιότοπο είναι αναμενόμενο να ανταγωνιστούν με τα προϋπάρχοντα, με αποτέλεσμα την εξαφάνιση του ενός από τα δύο και την αποτυχία της διαχειριστικής επέμβασης. Οι άνθρωποι και τα ζώα μοιράζονται ένα κοινό οικοσύστημα. Η ανθρώπινη εκμετάλλευση των βιοκοινοτήτων για οποιονδήποτε σκοπό όπως η γεωργία, η δασοπονία, η αστικοποίηση και η διαχείριση της άγριας ζωής αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο η ενέργεια και η ύλη «ρέουν» μέσα στα οικοσυστήματα. Βασικό μέλημα πρέπει να είναι το ότι οι βιοκοινότητες και οι οργανισμοί που τις απαρτίζουν διαφέρουν στα όρια ανοχής τους ως προς την εκμετάλλευση. Έτσι, η αποτελεσματική διαχείριση της άγριας ζωής έχει να κάνει πρωτίστως με την αναγνώριση του βαθμού στον οποίο οι κοινότητες επηρεάζονται από την εκμετάλλευση της πανίδας και της χλωρίδας τους.

ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΟΡΟΙ

Αποικοδομητές: Οργανισμοί που τρέφονται με νεκρή ύλη, την αποσυνθέτουν διασπώντας τις πολύπλοκες οργανικές ή ανόργανες ενώσεις σε απλές και αποδίδοντάς τις ξανά στο περιβάλλον.

Βιοκοινότητα: Ορίζεται από τα είδη των φυτών και των ζώων που ζουν σε μια ορισμένη περιοχή και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Θηρευτής: Ένας οργανισμός ο οποίος βασίζεται εξολοκλήρου στη θανάτωση ενός άλλου ζώου για τη διατροφή του.

Καταναλωτές: 1ης τάξεως – φυτοφάγοι οργανισμοί. 2ης, 3ης κ.λπ. τάξεως – σαρκοφάγοι οργανισμοί.

Οικολογικός θώκος: Η λειτουργική οικολογική θέση ενός οργανισμού λαμβάνοντας υπόψη το πολυδιάστατο περιβάλλον που ζει.

Οικοσύστημα: Το σύνολο των βιοτικών κοινοτήτων και του φυσικού περιβάλλοντος. Εκεί υπάρχει αλληλεπίδραση βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων, καθώς και συνεχής ανακύκλωση ύλης και ενέργειας.

Παραγωγοί: Δεσμεύουν την ενέργεια του ήλιου με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης και τη μετατρέπουν σε θρεπτικά συστατικά χρησιμοποιώντας το νερό και το διοξείδιο του άνθρακα και αποδίδοντας οξυγόνο στην ατμόσφαιρα.

Πληθυσμός: Άτομα του ίδιου είδους που ζουν σε μία ορισμένη περιοχή.

Τροφικό επίπεδο: Αντιπροσωπεύει τους τρόπους με τους οποίους η ενέργεια του περιβάλλοντος γίνεται διαθέσιμη στους οργανισμούς.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

«Wildlife management», Bolen G. & W. L. Robinson, Prentice-Hall, Inc., 1999.

«Δασική Οικολογία», Νταφής Α. Σ., Εκδόσεις Γιακούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη, 1986.

Περιοδικό «Internet ROM Multimedia», τεύχος 11.

Ιστοσελίδα του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Καστοριάς.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top