Συνεχίζεται για 15η χρονιά η καταγραφή του αγριόγιδου από την Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας – Θράκης. Πρόκειται για διαρκή προσπάθεια για την διατήρηση του είδους και την εφαρμογή αειφορικής του διαχείρισης. Όλα αυτά τα χρόνια, έχει αναπτυχθεί επιτυχής συνεργασία με τη Δασική Υπηρεσία, τον ΟΦΥΠΕΚΑ, τον τοπικό Κυνηγετικό Σύλλογο Δράμας, ενώ ορισμένες χρονιές συμμετείχαν εκπρόσωποι περιβαλλοντικού φορέα από τη Βουλγαρία.
Το έργο υλοποιείται με δαπάνες της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας – Θράκης
Το Αγριόγιδο: Βιολογία και Παρουσία στην Ελλάδα
Το αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra) είναι ένα μικρόσωμο ορεσίβιο οπληφόρο θηλαστικό της οικογένειας των Βοοειδών, γνωστό για την ευκινησία του σε δύσβατα ορεινά περιβάλλοντα. Στην Ελλάδα απαντάται το βαλκανικό υποείδος (Rupicapra rupicapra balcanica), το οποίο προστατεύεται αυστηρά σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43. Το είδος ενδιαιτάται σε ορεινές περιοχές με χαρακτηριστικά όπως βραχώδεις εξάρσεις και αραιή βλάστηση, ενώ εμφανίζει έντονη εποχιακή μετακίνηση μεταξύ διαφορετικών υψομέτρων. Το βάρος του κυμαίνεται από 30 έως 50 κιλά, και το μήκος των κεράτων του σπάνια υπερβαίνει τα 30 εκατοστά. Το ύψος των ενήλικων ζώων δεν ξεπερνά τα 80 εκατοστά και το μήκος του σώματός τους τα 110-130 εκατοστά. Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί στη χώρα μας παρατηρούνται σε περιοχές όπως η Ροδόπη, η Οίτη και ο Όλυμπος.
Προστασία του Είδους: Νομοθεσία και Σχέδιο Δράσης
Το αγριόγιδο περιλαμβάνεται στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 92/43 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και ειδών. Η ένταξή του στο Παράρτημα IV σημαίνει ότι απαιτείται αυστηρή προστασία, απαγορεύοντας την αφαίρεσή του από το φυσικό του περιβάλλον. Επιπλέον, το Κόκκινο Βιβλίο Απειλούμενων Σπονδυλωτών της Ελλάδας κατατάσσει το αγριόγιδο ως είδος που χρήζει άμεσων μέτρων διατήρησης λόγω περιορισμένων πληθυσμών και συνεχούς απειλής από λαθροθηρία, υπερβόσκηση και ανθρωπογενή δραστηριότητα.
Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης (ΕΣΔ) για το Αγριόγιδο, που δημοσιεύτηκε το 2021 και υλοποιείται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), εστιάζει στην καταγραφή των πληθυσμών, την προστασία των ενδιαιτημάτων και την ευαισθητοποίηση του κοινού. Στόχος του ΕΣΔ είναι η λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της διατήρησης και την επαύξηση αφενός του πληθυσμιακού μεγέθους και αφετέρου της γεωγραφικής εξάπλωσης του αγριόγιδου των Βαλκανίων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Το Ενδιαφέρον της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας Θράκης για το Αγριόγιδο
Η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας Θράκης (ΚΟΜΑΘ) αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο αγριόγιδο, αναγνωρίζοντας τόσο την οικολογική του αξία όσο και τον κρίσιμο ρόλο του στη διατήρηση της βιοποικιλότητας των ορεινών οικοσυστημάτων. Το αγριόγιδο λειτουργεί ως δείκτης υγείας του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς η ευημερία του επηρεάζεται άμεσα από περιβαλλοντικές και ανθρωπογενείς πιέσεις. Μέσω της παρακολούθησης και διαχείρισης του είδους, η ΚΟΜΑΘ επιδιώκει να ενισχύσει τη σημασία της διατήρησης της άγριας πανίδας, ενώ παράλληλα προάγει την υπεύθυνη και αειφορική κυνηγετική συμπεριφορά.
Μακροπρόθεσμα, η ΚΟΜΑΘ στοχεύει στη διασφάλιση ενός ισχυρού και υγιούς πληθυσμού αγριόγιδων, μέσω στοχευμένων διαχειριστικών πρακτικών που θα συμβάλλουν στη βιωσιμότητα του είδους. Εφόσον επιτευχθεί η επιθυμητή αύξηση του πληθυσμού, η ΚΟΜΑΘ βλέπει θετικά τη δυνατότητα αειφορικής κάρπωσης του αγριόγιδου, έτσι ώστε τα μέλη της να επωφεληθούν από τη συνετή και ελεγχόμενη χρήση αυτού του φυσικού πόρου, διατηρώντας πάντα το ισοζύγιο μεταξύ εκμετάλλευσης και διατήρησης.
Έναρξη και Στόχοι των Καταγραφών
Οι συστηματικές καταγραφές πληθυσμού του αγριόγιδου ξεκίνησαν το 2009 με πρωτοβουλία της ΚΟΜΑΘ. Ο βασικός στόχος ήταν η καλύτερη κατανόηση της κατανομής και της δυναμικής των πληθυσμών του είδους, με επίκεντρο τη Ροδόπη και το δάσος στο Φρακτό της Δράμας. Σκοπός αυτών των δράσεων είναι η δημιουργία αξιόπιστης βάσης δεδομένων για τη διαχείριση και προστασία του είδους, η καταπολέμηση της λαθροθηρίας και η προώθηση της αειφορικής χρήσης των φυσικών πόρων.
Διαδικασία Καταγραφών
Οι καταγραφές πραγματοποιούνται με τη μέθοδο της ταυτόχρονης παρατήρησης από σταθερές θέσεις πανοραμικής θέας, χρησιμοποιώντας διοπτρικά όργανα και τηλεσκόπια. Κάθε ομάδα καταγραφής αποτελείται από εξειδικευμένα στελέχη της ΚΟΜΑΘ, δασικούς υπαλλήλους και εθελοντές, ενώ οι παρατηρήσεις γίνονται σε προκαθορισμένα σημεία ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των δεδομένων. Σημαντική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή των καταγραφών είναι η έκδοση ειδικής άδειας από το ΥΠΕΝ, καθώς και η συνεργασία με τοπικές αρχές και φορείς διαχείρισης. Η τελευταία άδεια εκδόθηκε το Δεκέμβριο 2024 και έχει ισχύ έως 31 Δεκεμβρίου 2026. Οι καταμετρήσεις γίνονται σε συνεργασία με το Εργαστήριο Διαχείρισης Άγριας Πανίδας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με Επιστημονικά Υπεύθυνο τον Καθηγητή Περικλή Μπίρτσα.
Οι μετρήσεις γίνονται συνήθως τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο, όταν τα ζώα συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένα υψόμετρα λόγω της μείωσης της τροφής στα ψηλότερα σημεία. Τα δεδομένα καταγράφονται σε έντυπα απογραφής και συνοδεύονται από φωτογραφικό υλικό που αποτυπώνει τόσο τα ζώα όσο και τα ενδιαιτήματά τους.
Αποτελέσματα καταμετρήσεων
Από τα δεδομένα των μετρήσεων που περιλαμβάνονται στα κείμενα, μερικά από τα σημαντικά αποτελέσματα είναι τα εξής:
Οι πληθυσμιακές Μετρήσεις στο Φρακτό (Δυτική Ροδόπη) κατέδειξαν ότι το διάστημα 2009-2016 καταγράφηκαν πληθυσμοί που κυμαίνονται από 47 έως 148 άτομα ανά έτος. Η αναλογία φύλων είναι ικανοποιητική (ένα αρσενικό για κάθε 1,23 θηλυκά) και δείχνει ευρωστία πληθυσμού, ο δείκτης αναπαραγωγής, όμως, χρειάζεται να βελτιωθεί.
Όσον αφορά την κατανομή πληθυσμών σε λοιπές περιοχές της Ροδόπης:
• Στην περιοχή Μααρά – Άγιος Παύλος εκτιμάται πληθυσμός 22-30 ατόμων.
• Στο Φαλακρό Όρος, καταμετρήθηκαν 9 άτομα σε συγκεκριμένη περιοχή, ενώ άλλες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 10-12 άτομα στη Χαράδρα Νασοβίτσας.
• Στην περιοχή Λεπίδας – Λυκόπουλο – Μεγάλο Λιβάδι, οι μαρτυρίες κάνουν λόγο για 70-80 άτομα, αν και η άμεση παρατήρηση δεν κατέστη εφικτή.
Τα αγριόγιδα εντοπίστηκαν σε υψόμετρα από 600 έως 1.900 μέτρα. Στην περιοχή του Φρακτού προτιμώνται τα 1.100-1.900 μέτρα, ενώ σε άλλες περιοχές της Δυτικής Ροδόπης συναντώνται και σε χαμηλότερα υψόμετρα. Τέλος, έχουν καταγραφεί αγριόγιδα σε μη τυπικά ενδιαιτήματα, όπως χαμηλότερα υψόμετρα με δασική κάλυψη και μικτές συστάδες δρυός, γεγονός που αποτελεί αντικείμενο περαιτέρω μελέτης.
Συμπεράσματα
Η παρακολούθηση του αγριόγιδου αποτελεί καθοριστικό εργαλείο για την προστασία του, καθώς και για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας των ορεινών οικοσυστημάτων. Οι Κυνηγετικές Οργανώσεις, σε συνεργασία με το ΥΠΕΝ και άλλους φορείς, αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να διατηρήσουν αυτό το μοναδικό είδος, συμβάλλοντας στην αειφορική διαχείριση και προστασία της άγριας πανίδας στην Ελλάδα.