Tου Δημήτρη Δραχτίδη
Η εξελικτική πορεία της πλάσης άρχεται από τα ατελέστερα προς τα τελειότερα, με κορωνίδα πάντα το πλέον αγαπημένο και με προσωπική μετοχή του Θεού όν, τον άνθρωπο.
Αφού λοιπόν δημιουργείται ο κόσμος με το Θείο λόγο, και μάλιστα ως κόσμημα, ως στολίδι, “και όλος ο πλούτος της κτίσεως στη γη και στη θάλασσα ήταν έτοιμος, αλλά δεν υπήρχε (ακόμη) ο μέτοχός του”. Ο Θεός δίνει ομορφιά και αρμονία στη φύση, την προετοιμάζει, τη διακοσμεί και τη στολίζει σαν νυφικό δωμάτιο, ακριβώς διότι επρόκειτο να φέρει στην ύπαρξη το τελειότερο δημιούργημά του.
Έτσι με τις καταλληλότερες προϋποθέσεις για μια ζωή αντάξια του μεγαλείου του, δηλαδή της Θείας καταγωγής του, ο άνθρωπος εισέρχεται στη ζωή. “Γι’ αυτό ο άνθρωπος εισήχθηκε στην ύπαρξη τελευταίος μετά την άλλη κτίση, όχι με την έννοια ότι ως απόβλητος απορρίφθηκε στα έσχατα, αλλά με την έννοια ότι ταίριαζε να είναι βασιλεύς των κατωτέρων του ευθύς από τη γένεσή του”. Άλλωστε, “δεν ήταν φυσικό βέβαια να φανεί ο άρχων πριν απ’ τους αρχομένους”.
“Είπε κι εγένετο”
Η καταγωγή του ανθρώπου διαφέρει πολύ των λοιπών ζώων διότι όλα έγιναν με το λόγο του Θεού “είπε κι εγένετο”, ενώ στη δημιουργία του ανθρώπου λαμβάνει ο Ίδιος μέρος και κατά ένα ανθρωπομορφικό σχήμα τον πλάθει ο Ίδιος με “χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπο αυτού πνοή ζωής” (Γεν. Β’ 7). Αυτή, λοιπόν, η ιδιαίτερη καταγωγή καθώς και η ευλογία που ακολουθεί, “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τη γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπόντων επί της γης” (Γεν. Α’ 28), χαρακτηρίζει την κυριαρχική και ηγεμονική ιδιότητα του ανθρώπου έναντι όλης της φύσεως.
Αυτή όμως η θεοδώρητη εξουσία του ανθρώπου επί της κτίσεως δεν σημαίνει καθόλου καταδυνάστευση, ή εξόντωση, ή δηλητηριασμό, ή βιασμό, όπως επικρατεί να λέγεται, της φύσης.
Ο διαχωρισμός του ζωικού και φυτικού βασιλείου
Κυρίαρχος είναι ο κύριος των αρχών του, ο σεβόμενος τον εαυτό του και αυτός που σέβεται τον εαυτό του, σέβεται όλον τον κόσμο. Ηγεμόνας είναι αυτός που μεριμνά όχι μόνο για τον εαυτό του μα και για όλους τους υπηκόους του. Έτσι η εξουσία αυτή της αρχηγίας δίδεται απ’ το Θεό στον άνθρωπο με προνοητικό, δημιουργικό, βελτιωτικό και συντηρητικό σκοπό. Όποια η σχέση Θεού και ανθρώπου, τέτοια και η σχέση ανθρώπου και φύσης. Η παραβατικότητα όμως και η εγκληματική συμπεριφορά από τον Αδάμ έως την εποχή του Νώε οδήγησαν στο βιβλικό κατακλυσμό. Η διατάραξη, λοιπόν, της σχέσης ανθρώπου και θεού επέφερε και τη δυσαρμονία στη σχέση ανθρώπου και φύσης.
Ενώ προετοιμάστηκε η φύση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για να αναγνωρίσει τον ηγεμόνα της, τον άνθρωπο, εν τούτοις αυτός δεν φάνηκε αντάξιός της. Η ομορφιά της μετατράπηκε σε άγρια ομορφιά “και ο τρόμος και ο φόβος υμών έσται επί πάσι τοις θηρίοις της γης, επί πάντα τα πετεινά του ουρανού και επί πάντα τα κινούμενα επί της γης, και επί πάντα τους ιχθύας της θαλάσσης” (Γεν. Θ’ 2).
Δυο φορές ευλογημένος
Ο Θεός ευλογεί το ανθρώπινο γένος δύο φορές. Η πρώτη, πριν τον κατακλυσμό, ευλογία περιλαμβάνει την αρχηγία του ανθρώπου έναντι της κτίσεως, θα είναι δηλαδή ο άρχοντάς της, συμμετέχοντας ενεργά στην αρμονική λειτουργία της και η σχέση τους θα είναι αρχοντική. Χωρίς ακόμη να έχει υπεισέλθει ο θάνατος, ο Αδάμ φαίνεται να συνομιλεί με όλα τα ζώα και τα πουλιά. “Και εκάλεσεν Αδάμ ονόματα πάσι τοις κτήνεσι και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και πάσι της θηρίοις του αγρού” (Γεν. Β’ 20). Ο Αδάμ έδωσε ονόματα σε όλα τα ζώα και τα πουλιά, άλλωστε δεν υπήρχε η σαρκοφαγία ακόμη, αλλά η τροφή ήταν κοινή για όλους, η καρποφαγία και η φυτοφαγία (Γεν. Α’ 29-30). Η παραδεισένια όμως αυτή κατάσταση δεν κράτησε για πολύ, γι’ αυτό και αμέσως μετά την έξοδο του Αδάμ απ’ τον παράδεισο, επήλθε και ο θάνατος κι έγινε διαχωρισμός σε σαρκοφάγα και φυτοφάγα. Για πρώτη φορά έγιναν οι κυνηγοί και τα θηράματα. Όλα τα ζώα και τα πουλιά έχασαν τη φιλική και συντροφική σχέση που είχαν με τον Αδάμ και στο πρόσωπό του δεν έβλεπαν πλέον τον αρχηγό τους, τον άρχοντά τους, αλλά τον εχθρό και τον κυνηγό τους.
Έτσι λοιπόν, μετά τον κατακλυσμό η δευτέρα ευλογία δεν είναι ακριβώς ευλογία, όσο προφητική διαπίστωση του τι έμελλε να συμβεί στη διάρρηξη της σχέσης ανθρώπου-φύσης: “και ο τρόμος και ο φόβος… επί πάσι τοις θηρίοις… τα πετεινά… επί πάντα τα κινούμενα… και… τους ιχθύας της θαλάσσης” (Γεν. Θ’ 2).
Απ’ αυτή, λοιπόν, τη βιβλική διήγηση της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου απ’ το Θεό, συνάγεται το εξής συμπέρασμα: ο άνθρωπος είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη φύση και παραμένει ο άρχοντάς της, έστω κι αν η ίδια έχει επαναστατήσει εναντίον του ένεκα των βιαιοπραγιών του!
Συνετή διαχείριση
Ο άνθρωπος εκείνος ή η κοινωνία εκείνη που φέρεται αρχοντικά στη φύση είναι μέτοχος της Θείας ευλογίας. Έτσι, η εξουσιαστική ιδιότητα του ανθρώπου πάνω στη φύση, που πηγάζει απ’ την ελευθέρα βούλησή του, έχει δύο τάσεις: την καταστροφική και τη δημιουργική. Το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα είναι η κατάληξη της καταστροφικής επεμβάσεως του ανθρώπου στη φύση, είναι η αντίδρασή της. Η ίδια μεριμνά με τους δικούς της φυσικούς νόμους για την υπέρβασή του, όμως χρειάζεται και την ανθρώπινη βοήθεια. Η αρμονική διαχείριση των πόρων και των αγαθών της αποτελούν συμβολή στη βελτιωτική της πορεία.
Τούτος είναι και ο στόχος της θήρας: να διαχειρίζεται με σύνεση κι όχι βλαπτικά το θηραματικό πλούτο, κι έτσι αυτός ο πλούτος να παραμένει αειφόρος.
Μεριμνώντας για το αύριο
Η θήρα ως ένα κομμάτι της φύσης λειτουργεί φυσικά ως κυνηγοί και θηράματα. Οι νόμοι που τη διέπουν είναι υπέρ των θηραμάτων, γι’ αυτό και ο κυνηγός αγωνίζεται δημιουργικά και αειφορικά. Όπως παρέλαβε το κυνήγι απ’ τους προγόνους έτσι θέλει να το παραδώσει και στους απογόνους. Η διαχείριση, λοιπόν, του θηραματικού κεφαλαίου της φύσης απ’ τους κυνηγούς πρέπει να είναι αρχοντική, συμβάλλοντας έτσι στην οικολογική ισορροπία και στη θηραματική της οικονομία. Η αρχοντική διαχειριστική ιδιότητα του κυνηγού στη φύση συνιστά τη μέριμνα του “αύριον” του κυνηγίου, λειτουργώντας βελτιωτικά. Ενώ αντίθετα, ο λαθροκυνηγός -ιδιαίτερα ο συστηματικός!- καταχράται αυτή την ιδιότητά του, παραβαίνοντας γραπτούς και άγραφους νόμους και δρα βλαπτικά στο περιβάλλον. Ο άρχων, λοιπόν, της φύσης γίνεται καλός ή κακός αναλόγου του τρόπου διαχείρισής της.