Τροποποίηση της αριθ. 331/10301/25.01.2013 απόφασης των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Πρόγραμμα Επιτήρησης και Καταπολέμησης της Λύσσας στην Ελλάδα» (Β΄ 198/5.2.2013)
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Αριθμ. 3941/120925
Τροποποίηση της αριθ. 331/10301/25.01.2013 απόφασης των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Πρόγραμμα Επιτήρησης και Καταπολέμησης της Λύσσας στην Ελλάδα» (Β΄ 198/5.2.2013).
ΟΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ –
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Το Κανονισμό 998/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί «υγειονομικών όρων που εφαρμόζονται στις μη εμπορικού χαρακτήρα μετακινήσεις ζώων συντροφιάς», όπως ισχύει.
2. Το Β.Δ. 36 / 24.4.1936, (Α΄ 174) άρθρα 56, 57 και 60.
3. Το Ν.Δ. 86/1969 (ΦΕΚ Α΄7) «Δασικός Κώδικας»
4. Το Π.Δ. 133/92 (ΦΕΚ Α΄ 66), άρθρο 3, «Η επιβολή υγειονομικών και λοιπών μέτρων για τη προστασία και εξυγίανση της κτηνοτροφίας από λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα των ζώων».
5. Το άρθρο 9 παράγραφος 5 του Π.Δ. 400/83 (ΦΕΚ Α΄151) «εφαρμογή μέτρων καταπολέμησης εχινοκοκκίασης – υδατίδωσης, λύσσας και λοιπών ζωοανθρωπονόσων» που καταργήθηκε, αλλά εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο αυτό.
6. Το Π.Δ. 41/2006 «Παρακολούθηση των ζωονόσων και των ζωονοσογόνων παραγόντων σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2003/99/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου» (ΦΕΚ Α΄ 44).
7. Το άρθρο 17 του Ν. 4039/2012 (ΦΕΚ Α΄ 15) «Για τα δεσποζόμενα και τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς και την προστασία των ζώων από την εκμετάλλευση ή τη χρησιμοποίηση με κερδοσκοπικό σκοπό».
8. Το άρθρο 9 του Ν. 1335/1983 (ΦΕΚ Α΄ 32) «Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης».
9. Την Οδηγία Συμβουλίου 64/432/ΕΕC, άρθρο 8 όπως ενσωματώθηκε στο Εθνικό Δίκαιο με το Π.Δ. 308/2000. (ΦΕΚ Α΄ 252)/16.11.2000.
10. Τις διατάξεις του Π.Δ. 63/2011 “Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών” (ΦΕΚ 145/ Α΄/2011), και της απόφασης του Πρωθυπουργού 2876/7.10.2009 “Αλλαγή τίτλου Υπουργείων” (ΦΕΚ Β΄ 2234).
11. To Π.Δ 86/2012 (Α΄ 141) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών»
12. Την υπ’ αρ. Υ44/5-7-2012 (ΦΕΚ Β΄ 2094) απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Χαρακόπουλο Μάξιμο».
13. Την υπ’ αρ. Υ46/6-7-2012 (ΦΕΚ Β΄ 2101) απόφαση Πρωθυπουργού περί καθορισμού αρμοδιοτήτων του Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Καλαφάτη Σταύρο».
15. Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη.
16. Τη σχετική εισήγηση της Διεύθυνσης Υγείας των Ζώων για την ανάγκη εφαρμογής του προγράμματος αυτού, αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Τροποποίηση της αριθ. 331/10301/25.01.2013 απόφασης
1. Μετά την περίπτωση δ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 προστίθενται περιπτώσεις ε και στ ως ακολούθως:
«ε) Κατοικίδια σαρκοφάγα ζώα: Οι κατοικίδιοι σκύλοι και γάτες και οι κατοικίδιες ικτίδες.
στ) Εμβολιασμένο κατοικίδιο ζώο: Κάθε κατοικίδιο ζώο στο οποίο έχει διενεργηθεί αντιλυσσικός εμβολιασμός υποχρεωτικά από κτηνιάτρους με αντιλυσσικά εμβόλια και σήμανση σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, με αντιλυσσικά εμβόλια εγκεκριμένα από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ), σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης του παρασκευαστή.
Ο αντιλυσσικός εμβολιασμός καταγράφεται υποχρεωτικά στο βιβλιάριο εμβολιασμών ή στο διαβατήριο των ζώων. Στο βιβλιάριο εμβολιασμών ή στο διαβατήριο εκτός από την ετικέτα του αντιλυσσικού εμβολίου, υποχρεωτικά αναγράφεται η ημερομηνία εμβολιασμού και η υπογραφή με την σφραγίδα του κτηνιάτρου που τον διενεργεί. Για να θεωρείται εμβολιασμένο ένα κατοικίδιο ζώο, πέρα από τη σφραγίδα και την υπογραφή του κτηνιάτρου, ο εμβολιασμός πρέπει να είναι σε ισχύ σύμφωνα με την διάρκεια της ανοσίας που παρέχεται από το συγκεκριμένο εμβόλιο όπως αναγράφεται στις οδηγίες του παρασκευαστή.»
2. Η υποπερίπτωση ii της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του άρθρου 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«ιι) τη διενέργεια των απαιτούμενων εργαστηριακών εξετάσεων και διαγνωστικών τεχνικών για την ανίχνευση του ιού της λύσσας και τη διενέργεια των απαιτούμενων εξετάσεων για τη διαπίστωση της ανοσολογικής κατάστασης των αλεπούδων ως προς τη λύσσα μετά το πέρας του εμβολιασμού. Επίσης τη διενέργεια των απαιτούμενων εξετάσεων για την τιτλοποίηση του εμβολίου και τη διάκριση του εμβολιακού στελέχους από το άγριο στέλεχος και τον ορολογικό έλεγχο, κατόπιν των εμβολιασμών των κατοικίδιων σαρκοφάγων ζώων κατά την μετακίνησή τους και όποτε αυτό απαιτείται».
3. Μετά την παράγραφο 5 του άρθρου 5, προστίθενται νέες παράγραφοι 6 και 7 ως εξής:
«6. Προκειμένου ένας κτηνοτρόφος να λάβει άδεια διακίνησης των ζώων της εκτροφής του κατά τις μετακινήσεις τους, υποχρεούται να υποβάλλει αίτηση στην οικεία αρμόδια κτηνιατρική υπηρεσία προσκομίζοντας απαραίτητα και τα βιβλιάρια υγείας η διαβατήρια για κάθε ποιμενικό σκύλο που έχει στην ιδιοκτησία ή την κατοχή του καθώς και τα πιστοποιητικά της ηλεκτρονικής τους ταυτοποίησης, που αποδεικνύουν την ηλεκτρονική σήμανση αυτών.
Στα βιβλιάρια υγείας ή στα διαβατήρια των ποιμενικών σκύλων περιλαμβάνεται η ημερομηνία του εν ισχύ εμβολιασμού τους κατά της λύσσας, το εμβολιακό σκεύασμα που έχει χρησιμοποιηθεί, η υπογραφή και η σφραγίδα του κτηνιάτρου που έχει διενεργήσει τον εμβολιασμό. Η οικεία αρμόδια κτηνιατρική υπηρεσία στην περιοχή δικαιοδοσίας της οποίας δραστηριοποιείται ο κτηνοτρόφος, οφείλει να τον ενημερώνει εγγράφως για τις υποχρεώσεις του και σε περίπτωση μή συμμόρφωσής του, δεν του χορηγεί τις προβλεπόμενες, από την ισχύουσα νομοθεσία, άδειες διακίνησης για τα ζώα του κοπαδιού του.
7. Στην περίπτωση κυνηγετικών σκύλων, επιβάλλεται ο αντιλυσσικός εμβολιασμός τους σύμφωνα με τα παραπάνω. Για τους κυνηγετικούς σκύλους οι ιδιοκτήτες τους κυνηγοί προσκομίζουν κατά τη διαδικασία έκδοσης των ετήσιων αδειών θήρας, τα βιβλιάρια υγείας τους ή τα διαβατήρια τους όπου θα φαίνεται η ημερομηνία του εν ισχύ εμβολιασμού κατά της λύσσας, το εμβολιακό σκεύασμα που έχει χρησιμοποιηθεί, η υπογραφή και η σφραγίδα του κτηνιάτρου που έχει διενεργήσει τον εμβολιασμό. H ρύθμιση αυτή ισχύει από την επόμενη κυνηγετική περίοδο. Για την τρέχουσα κυνηγετική περίοδο οι δασικές υπηρεσίες θα ενημερώσουν τους κυνηγετικούς συλλόγους για την υποχρέωση εμβολιασμού των κυνηγετικών σκύλων και οι κυνηγετικοί σύλλογοι αντίστοιχα, τα μέλη τους.»
4. Το άρθρο 8 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 8
Αποτελέσματα – Μέτρα
1. Όταν κοινοποιούνται από Δημόσια Αρχή ή από ιδιώτες κτηνίατρους καθώς και από νομικό ή φυσικό πρόσωπο που εμπλέκεται με τη διαχείριση ζώντων ζώων περιστατικά ύποπτα λύσσας σε ζώο της άγριας πανίδας ή σε κατοικίδιο, η αρμόδια κτηνιατρική αρχή της Περιφερειακής Ενότητας μετά τον προβλεπόμενο έλεγχο, με απόφασή της χαρακτηρίζει τα ζώα αυτά «ύποπτα για λύσσα» και επιβάλλει:
α) σε κάθε περίπτωση υποψίας περιστατικών λύσσας σε κατοικίδια σαρκοφάγα ζώα:
i) στην περίπτωση που το ζώο είναι δεσποζόμενο σαρκοφάγο (σκύλος-γάτα), την κλινική του εξέταση και απομόνωσή του στο χώρο του ιδιοκτήτη ή σε άλλο κατάλληλο χώρο που υποδείξει ο ιδιοκτήτης, για χρονικό διάστημα 15 τουλάχιστον ημερών.
Τα ζώα υπό απομόνωση εξετάζονται υποχρεωτικά από κτηνίατρο (ιδιώτη ή εάν δεν υπάρχει στην περιοχή ιδιώτης κτηνίατρος, δημόσιο κτηνίατρο) την αρχική, την 7η και την 15η ημέρα της απομόνωσής τους. Σε περίπτωση πιθανής έκθεσης ατόμων στον ιό της λύσσας κατόπιν επαφής με τις εκκρίσεις λυσσύποπτων ζώων, οι ημέρες κλινικής εξέτασης για το ζώο συμπίπτουν με την αρχική, την 7η και την 15η ημέρα της πιθανής έκθεσης τους.
Στην περίπτωση αδέσποτων σκύλων ή γατών, τη σύλληψη τους από εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό προσωπικό του αντίστοιχου δήμου, την κλινική τους εξέταση και την απομόνωσή τους για χρονικό διάστημα 15 τουλάχιστον ημερών σε κατάλληλο χώρο που υποδεικνύει ο αρμόδιος δήμος.
Τα ζώα υπό απομόνωση εξετάζονται υποχρεωτικά από κτηνίατρο (κτηνίατρο του δήμου, ή ιδιώτη κτηνίατρο που έχει σύμβαση με τον δήμο ή εάν δεν υπάρχει άλλος στην περιοχή, δημόσιο κτηνίατρο) την αρχική ημέρα, την 7η και την 15η της πιθανής έκθεσης των ατόμων στον ιό της λύσσας ή της απομόνωσης ζώου με «ύποπτα» συμπτώματα, η οποία πραγματοποιείται με ευθύνη των αρμόδιων Δημοτικών Αρχών σε συνεργασία, εφόσον χρειασθεί, με τα κατά τόπους φιλοζωικά σωματεία.
Στο τέλος της περιόδου απομόνωσης και εφόσον τα ζώα είναι ανεμβολίαστα και δεν εμφανίσουν συμπτώματα συμβατά με τη λύσσα, αυτά εμβολιάζονται. Η απομόνωση των ζώων είναι αποκλειστική ευθύνη του ιδιοκτήτη του ζώου αν πρόκειται για δεσποζόμενο ή του αρμόδιου δήμου αν πρόκειται για αδέσποτο και δηλώνεται υπευθύνως με την συμπλήρωση της υπεύθυνης δήλωσης δέσμευσης η οποία επισυνάπτεται στην επικαιροποιημένη έκδοση του «Εγχειριδίου για τον Έλεγχο και Πρόληψη της Λύσσας» που είναι αναρτημένο στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Ο ιδιώτης κτηνίατρος, ο κτηνίατρος του Δήμου και ο δημόσιος Κτηνίατρος συμπληρώνουν το αντίστοιχο Δελτίο Εξέτασης Λυσσύποπτου Ζώου τα οποία επισυνάπτονται στην επικαιροποιημένη έκδοση του «Εγχειριδίου για τον Έλεγχο και Πρόληψη της Λύσσας» που είναι αναρτημένο στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Τα Δελτία Εξέτασης Λυσσύποπτου Ζώου διαβιβάζονται από τον ιδιώτη Κτηνίατρο, τον Κτηνίατρο του Δήμου ή το Δημόσιο Κτηνίατρο, ανά περίπτωση, στην Υπηρεσία Υγείας (Νοσοκομείο-Κέντρο Υγείας) σε περίπτωση δήγματος ή έκθεσης ανθρώπων σε εκκρίσεις «ύποπτου» για τη λύσσα κατοικίδιου σαρκοφάγου ζώου (σκύλος, γάτα).
Ο ιδιοκτήτης του ζώου ή η αρμόδια δημοτική αρχή, εάν πρόκειται για αδέσποτο ζώο, ειδοποιούν τον θεράποντα κτηνίατρο που παρακολουθεί το ζώο αμέσως μόλις διαπιστώσουν κάποια μη φυσιολογική συμπεριφορά και εν συνεχεία ενημερώνονται άμεσα οι τοπικές κτηνιατρικές αρχές. Επιπρόσθετα άμεσα ειδοποιούνται οι αρμόδιες αρχές σε περίπτωση διαφυγής του παρακολουθούμενου ζώου.
Σε περίπτωση θανάτου του ζώου ή εμφάνισης συμπτωμάτων συμβατών με τη λύσσα κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, η τοπική κτηνιατρική αρχή ενημερώνεται άμεσα και διενεργείται θανάτωση του ζώου με ευθανασία με έξοδα του ιδιοκτήτη ή του αρμόδιου Δήμου και στην συνέχεια αποκοπή της κεφαλής του ζώου με σκοπό την περαιτέρω εξέταση στο Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς. Η τοπική κτηνιατρική αρχή ενημερώνει άμεσα την τοπική Υπηρεσία Υγείας (Νοσοκομείο-Κέντρο Υγείας) σχετικά με την εξέλιξη του περιστατικού, σε περίπτωση επαφής ατόμων με τις εκκρίσεις λυσσύποπτων ζώων.
Επιπρόσθετα άμεσα ειδοποιούνται οι αρμόδιες αρχές σε περίπτωση διαφυγής του παρακολουθούμενου ζώου.
Στο τέλος της περιόδου απομόνωσης η διαταγή ανακαλείται από την τοπική κτηνιατρική αρχή.
Εάν μετά το πέρας του παραπάνω χρονικού διαστήματος απομόνωσης και παρακολούθησης τα ζώα δεν εμφανίσουν συμπτώματα λύσσας, επανεντάσσονται στον χώρο διαβίωσής τους, αφού εμβολιαστούν κατά της λύσσας σε περίπτωση που είναι ανεμβολίαστα ή αγνώστου εμβολιακής κατάστασης, σύμφωνα με την υφιστάμενη εθνική νομοθεσία.
Εφόσον η τοπική κτηνιατρική αρχή κρίνει ότι η απομόνωση δεν είναι δυνατή ή επαρκής, τα ζώα θα θανατώνονται με ευθανασία με έξοδα του ιδιοκτήτη ή του αρμόδιου Δήμου, ύστερα από Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας αφού αιτιολογηθούν λεπτομερώς οι λόγοι της θανάτωσης. Στην περίπτωση δήγματος ή έκθεσης ανθρώπων σε εκκρίσεις «ύποπτου» για τη λύσσα κατοικίδιου είδους της οικογένειας των ικτιδών ή υποψίας της νόσου σε αυτά τα είδη, θα υπάρχει επικοινωνία των αρμόδιων κτηνιατρικών αρχών της περιοχής με το Τμήμα Ζωοανθρωπονόσων της Δ/νσης Υγείας των Ζώων της Γεν. Δ/νσης Κτηνιατρικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, για την έκδοση σχετικών οδηγιών.
ii) την απολύμανση του χώρου θανάτωσης ή θανάτου του λυσσύποπτου ζώου, καθώς και τη διεξοδική απολύμανση και αποτέφρωση όλων των αντικειμένων που θα μπορούσαν να έχουν έρθει σε επαφή με αυτά,
iii) την ασφαλή διάθεση των νεκρών ή θανατωμένων ζώων στην πλησιέστερη εγκεκριμένη μονάδα επεξεργασίας υποπροϊόντων, αφού προηγηθεί δειγματοληψία,
iv) Στην περίπτωση που το ύποπτο για τη λύσσα ζώο παρακολουθείται ή μπορεί να εξετασθεί εργαστηριακά, την απομόνωση και παρακολούθηση όλων των σαρκοφάγων ζώων (σκύλος-γάτα) που ήρθαν ή θα μπορούσαν να έχουν έρθει σε επαφή με το ζώο αυτό για το ίδιο χρονικό διάστημα που παρακολουθείται το ύποπτο για λύσσα σαρκοφάγο ζώο (τουλάχιστον για χρονικό διάστημα 15 ημερών) ή μέχρι την έκδοση του εργαστηριακού αποτελέσματος κατόπιν της εξέτασης δειγμάτων από το ύποπτο για τη λύσσα ζώο.
Στην περίπτωση μη εμφάνισης συμπτωμάτων συμβατών με τη λύσσα μέχρι και το τέλος της περιόδου απομόνωσης του ύποπτου σαρκοφάγου ζώου ή έκδοσης αρνητικού αποτελέσματος κατά την εργαστηριακή εξέταση δειγμάτων του ζώου αυτού, η οικεία Διεύθυνση Κτηνιατρικής της Περιφέρειας με απόφασή της αίρει τα παραπάνω μέτρα για τα σαρκοφάγα ζώα (σκύλος-γάτα) που ήρθαν ή θα μπορούσαν να έχουν έρθει σε επαφή με το ζώο αυτό.
Στην περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων συμβατών με τη λύσσα στο σαρκοφάγο ζώο υπό απομόνωση ή κατόπιν εργαστηριακής επιβεβαίωσης της νόσου στο ζώο αυτό, η οικεία Διεύθυνση Κτηνιατρικής της Περιφέρειας λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα της παραγράφου 2α για τα σαρκοφάγα ζώα (σκύλος-γάτα) που ήρθαν ή θα μπορούσαν να έχουν έρθει σε επαφή με το ζώο αυτό.
Σε περίπτωση που το ύποπτο για τη λύσσα ζώο (σκύλος-γάτα) δεν είναι δυνατό να απομονωθεί και να παρακολουθηθεί ή να εξετασθεί εργαστηριακά (πχ διαφυγή ζώου, πλήρης αποσύνθεση πτώματος, μη δυνατότητα αποστολής δείγματος στο Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς για τη λύσσα στα ζώα), τότε τα σαρκοφάγα ζώα (σκύλος-γάτα) που έχουν έρθει σε επαφή με πιθανά μολυσμένες εκκρίσεις του ύποπτου ζώου ή ενδεχομένως έχουν εκτεθεί στον ιό της λύσσας, εφόσον είναι εμβολιασμένα, επανεμβολιάζονται άμεσα, απομονώνονται και να παρακολουθηθούνται για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών.
Σε περίπτωση που τα ανωτέρω κατοικίδια σαρκοφάγα (σκύλος-γάτα) είναι ανεμβολίαστα διενεργείται ευθανασία με έξοδα του ιδιοκτήτη ή του αρμόδιου Δήμου ύστερα από Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας, αφού αιτιολογηθούν λεπτομερώς οι λόγοι της θανάτωσης ή τα ζώα απομονώνονται και παρακολουθούνται για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών. Ο εμβολιασμός των ζώων αυτών διενεργείται άμεσα ή ένα μήνα πριν τη λήξη της εξάμηνης απομόνωσής τους.
Η εξάμηνη απομόνωση των ζώων γίνεται βάσει όσων περιγράφηκαν παραπάνω (κατά την 15ήμερη απομόνωση) και διενεργείται κατόπιν Απόφασης του Προϊσταμένου Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας, υπόδειγμα της οποίας επισυνάπτεται στην επικαιροποιημένη έκδοση του «Εγχειριδίου για τον Έλεγχο και Πρόληψη της Λύσσας» που είναι αναρτημένο στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Ο ιδιώτης κτηνίατρος, ο κτηνίατρος του Δήμου και ο δημόσιος Κτηνίατρος συμπληρώνουν το αντίστοιχο Δελτίο Εξέτασης Λυσσύποπτου Ζώου τα οποία και επισυνάπτονται στην επικαιροποιημένη έκδοση του «Εγχειριδίου για τον Έλεγχο και Πρόληψη της Λύσσας» που είναι αναρτημένο στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Τα Δελτία Εξέτασης Λυσσύποπτου Ζώου διαβιβάζονται από τον ιδιώτη Κτηνίατρο, τον Κτηνίατρο του Δήμου ή το Δημόσιο Κτηνίατρο ανά περίπτωση στην Υπηρεσία Υγείας (Νοσοκομείο-Κέντρο Υγείας) σε περίπτωση δήγματος ή έκθεσης ανθρώπων σε εκκρίσεις «ύποπτου» για τη λύσσα κατοικίδιου σαρκοφάγου ζώου (σκύλος, γάτα).
Η ανωτέρω απομόνωση των ζώων (15ήμερη ή εξάμηνη τουλάχιστον) είναι αποκλειστική ευθύνη του ιδιοκτήτη του ζώου αν πρόκειται για δεσποζόμενο ή του αρμόδιου δήμου εάν πρόκειται για αδέσποτα ζώα και δηλώνεται υπευθύνως με την συμπλήρωση της υπεύθυνης δήλωσης δέσμευσης η οποία επισυνάπτεται στην επικαιροποιημένη έκδοση του «Εγχειριδίου για τον Έλεγχο και Πρόληψη της Λύσσας» που είναι αναρτημένο στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Ο ιδιοκτήτης του ζώου ή οι αρμόδιες δημοτικές αρχές ειδοποιούν τον θεράποντα κτηνίατρο που παρακολουθεί το ζώο άμεσα μόλις διαπιστώσουν κάποια μη φυσιολογική συμπεριφορά και εν συνεχεία ενημερώνονται άμεσα οι τοπικές κτηνιατρικές αρχές. Επιπρόσθετα άμεσα ειδοποιούνται οι τοπικές αρμόδιες κτηνιατρικές αρχές σε περίπτωση διαφυγής του υπό παρακολούθηση ζώου.
Σε περίπτωση θανάτου του ζώου ή εμφάνισης συμπτωμάτων συμβατών με τη λύσσα κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, η τοπική κτηνιατρική αρχή ενημερώνεται άμεσα και διενεργείται, εφόσον το ζώο ζει, ευθανασία με έξοδα του ιδιοκτήτη ή του αρμόδιου Δήμου και εν συνεχεία η αποκοπή της κεφαλής του ζώου, με σκοπό την περαιτέρω εξέταση στο Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς για τη λύσσα στα ζώα.
Στο τέλος της περιόδου παρακολούθησης η διαταγή μπορεί να ανακληθεί από την τοπική κτηνιατρική αρχή.
Εάν μετά το πέρας του παραπάνω χρονικού διαστήματος απομόνωσης, ανάλογα με την περίπτωση, τα ζώα δεν εμφανίσουν συμπτώματα λύσσας, επανεντάσσονται στον χώρο διαβίωσής τους, σύμφωνα με την υφιστάμενη εθνική νομοθεσία.
Σε κάθε μια από τις ανωτέρω περιπτώσεις, εφόσον η τοπική κτηνιατρική αρχή κρίνει ότι η απομόνωση δεν είναι δυνατή τα ζώα θανατώνονται με ευθανασία με έξοδα του ιδιοκτήτη ή του αρμόδιου Δήμου, σε συνεργασία με την οικεία Δημοτική Αρχή, ύστερα από Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας και αφού αιτιολογηθούν λεπτομερώς οι λόγοι της θανάτωσης.
Στην περίπτωση παραγωγικών ζώων που έχουν έρθει σε άμεση επαφή με εκκρίσεις από κατοικίδιο σαρκοφάγο ζώο ύποπτο για λύσσα (σκύλος-γάτα) το οποίο παρακολουθείται, αυτά απομονώνονται και παρακολουθούνται από κτηνίατρο (ιδιώτη ή εάν δεν υπάρχει ιδιώτης κτηνίατρος στην περιοχή, δημόσιο κτηνίατρο) για το ίδιο χρονικό διάστημα που παρακολουθείται το ύποπτο για λύσσα σαρκοφάγο ζώο. Τα προϊόντα αυτών των παραγωγικών ζώων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και για ζωοτροφές καταστρέφονται για όλο το χρονικό διάστημα της απομόνωσης.
Η απομόνωση των παραγωγικών ζώων είναι αποκλειστική ευθύνη του κτηνοτρόφου και δηλώνεται υπευθύνως με την συμπλήρωση της υπεύθυνης δήλωσης -δέσμευσης η οποία επισυνάπτονται στην επικαιροποιημένη έκδοση του «Εγχειριδίου για τον Έλεγχο και Πρόληψη της Λύσσας» που είναι αναρτημένο στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Σε περίπτωση εμφάνισης συμπτωμάτων συμβατών με τη λύσσα στο σαρκοφάγο ζώο που είναι υπό απομόνωση ή θανάτου αυτού κατά τη διάρκεια της απομόνωσης και εργαστηριακής επιβεβαίωσης της νόσου, τα παραγωγικά ζώα θανατώνονται κατόπιν γνωμάτευσης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας της περιοχής.
Ο κτηνοτρόφος ειδοποιεί το θεράποντα κτηνίατρο που παρακολουθεί τα παραγωγικά ζώα μόλις διαπιστώσει κάποια μη φυσιολογική συμπεριφορά και εν συνεχεία ενημερώνονται άμεσα οι τοπικές κτηνιατρικές αρχές. Επιπρόσθετα άμεσα ειδοποιούνται οι αρμόδιες αρχές σε περίπτωση θανάτου ή διαφυγής κάποιου ή κάποιων από τα παραγωγικά ζώα που είναι σε απομόνωση.
Στο τέλος της περιόδου απομόνωσης εφόσον τα ύποπτα σαρκοφάγα ζώα δεν εμφανίσουν συμπτώματα ή δεν επιβεβαιωθεί εργαστηριακά ότι είναι θετικά για λύσσα, τα παραπάνω μέτρα αίρονται με Απόφαση του Διευθυντή Κτηνιατρικής της Περιφέρειας.
Εφόσον η τοπική κτηνιατρική αρχή κρίνει ότι η απομόνωση δεν είναι δυνατή τα παραγωγικά ζώα θανατώνονται ύστερα από Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας και αφού αιτιολογηθούν λεπτομερώς οι λόγοι της θανάτωσης.
Στην περίπτωση παραγωγικών ζώων που ήρθαν σε άμεση επαφή η δαγκώθηκαν από κατοικίδιο σαρκοφάγο ζώο ύποπτο λύσσας, το οποίο δεν μπορεί να απομονωθεί και να παρακολουθηθεί, θανατώνονται. Στην περίπτωση δήγματος ή έκθεσης ευπαθών για τη λύσσα ζώων σε «ύποπτο» για τη νόσο κατοικίδιο είδος της οικογένειας των ικτιδών, θα υπάρχει επικοινωνία των αρμόδιων κτηνιατρικών αρχών της Περιοχής με το Τμήμα Ζωοανθρωπονόσων της Δ/νσης Υγείας των Ζώων της Γεν. Δ/νσης Κτηνιατρικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, για την έκδοση σχετικών οδηγιών.
v) τα προϊόντα των λυσσύποπτων ή προσβεβλημένων από λύσσα ζώων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και για ζωοτροφές καταστρέφονται,
vi) την αναφορά κάθε πιθανής περίπτωσης έκθεσης ανθρώπων και ζώων στον ιό της λύσσας, τις αλλαγές συμπεριφοράς σε κατοικίδια, παραγωγικά και άγρια ζώα και τον αναίτιο θάνατο τους.
Στην περίπτωση μη επιβεβαίωσης της λύσσας η αρμόδια κτηνιατρική αρχή με απόφασή της αίρει τα παραπάνω μέτρα.
β) Σε κάθε περίπτωση υποψίας περιστατικού λύσσας σε ζώα της άγριας πανίδας:
i) Κατά τη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου, για τους σκοπούς της παρούσας, συγκροτούνται και ενεργοποιούνται σε κάθε Δασική Αρχή (Δ/νση Δασών άνευ Δασαρχείου και Δασαρχεία) συνεργεία δίωξης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Δασικού Κώδικα και τις σχετικές οδηγίες της Ειδικής Γραμματείας Δασών, τα οποία σε συνεργασία με τις οικείες Κτηνιατρικές Αρχές και τους ιδιωτικούς φύλακες θήρας προβαίνουν στη θανάτωση των ζώων αυτών με την επίβλεψη και σύμφωνη γνώμη της οικείας Κτηνιατρικής Αρχής και των αρμόδιων Δασικών Αρχών, σε συνεργασία με τους προαναφερόμενους φορείς.
ii) εκτός κυνηγετικής περιόδου για τους σκοπούς του προγράμματος, συγκροτούνται και λειτουργούν σε κάθε Δασική Αρχή (Δ/νση Δασών άνευ Δασαρχείου και Δασαρχεία) αντίστοιχα συνεργεία ή παρατείνεται η λειτουργία των ήδη συγκροτημένων. Στην περίπτωση λυσσύποπτων ζώων της άγριας πανίδας θα ενημερώνονται άμεσα η οικεία Δασική και Κτηνιατρική Αρχή της περιοχής, θα δηλώνεται η τοποθεσία που έχει εντοπισθεί το ζώο και θα προγραμματίζεται άμεσα επέμβαση του συνεργείου δίωξης κατά τα προαναφερθέντα.
iii) σε συνεργασία με τις οικείες Κτηνιατρικές Αρχές πραγματοποιείται απολύμανση του χώρου θανάτωσης ή θανάτου του λυσσύποπτου ζώου και η διεξοδική απολύμανση και αποτέφρωση όλων των αντικειμένων που θα μπορούσαν να έχουν έρθει σε επαφή με αυτό.
iv) Διατίθενται με ασφαλή τρόπο τα νεκρά ή θανατωμένα ζώα στην πλησιέστερη εγκεκριμένη μονάδα επεξεργασίας υποπροϊόντων, αφού έχει προηγηθεί δειγματοληψία.
v) Αναφέρεται κάθε περίπτωση έκθεσης ανθρώπων και ζώων, αλλαγών συμπεριφοράς σε κατοικίδια, παραγωγικά και άγρια ζώα, ο αναίτιος θάνατος κατοικίδιων, παραγωγικών και άγριων ζώων.
vi) Οι αρμόδιες Δασικές και Κτηνιατρικές Αρχές κάθε περιοχής αποφασίζουν τη θανάτωση του άγριου ζώου που είναι ύποπτο λύσσας.
vii) Σε περίπτωση που κατοικίδια σαρκοφάγα ζώα (σκύλοι – γάτες), δεσποζόμενα ή αδέσποτα, λοιπά σαρκοφάγα κατοικίδια ζώα ήρθαν ή θα μπορούσαν να έρθουν έρθει σε επαφή με ζώα της άγριας πανίδας ύποπτα για λύσσα τα οποία είναι δυνατό να εξετασθούν εργαστηριακά, τότε τα σαρκοφάγα κατοικίδια ζώα απομονώνονται και παρακολουθούνται για χρονικό διάστημα μέχρι και την έκδοση του εργαστηριακού αποτελέσματος. Εφόσον, τα άγρια ζώα επιβεβαιωθούν εργαστηριακά ότι είναι θετικά ως προς τη λύσσα εφαρμόζονται τα μέτρα της παραγράφου 2β του παρόντος άρθρου.
Στην περίπτωση μη επιβεβαίωσης της λύσσας στα άγρια ζώα, η οικεία Διεύθυνση Κτηνιατρικής της Περιφέρειας με απόφασή της αίρει τα παραπάνω μέτρα. Σε κάθε περίπτωση των παραγράφων α και β, η οικεία Κτηνιατρική Αρχή καθορίζει το χρονικό διάστημα πραγματοποίησης των επιβαλλόμενων μέτρων ή άρσης τους και ενημερώνει σχετικά τις οικείες δασικές υπηρεσίες.
Σε περίπτωση που κατοικίδια σαρκοφάγα ζώα (σκύλοι – γάτες), δεσποζόμενα ή αδέσποτα, ήρθαν ή θα μπορούσαν να έρθουν έρθει σε επαφή με ζώα της άγριας πανίδας ύποπτα για λύσσα και τα οποία δεν είναι δυνατό να εξετασθούν εργαστηριακά (πχ διαφυγή ζώου, πλήρης αποσύνθεση πτώματος, μη δυνατότητα αποστολής δείγματος στο Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς για τη λύσσα στα ζώα), τότε ο σκύλος ή η γάτα που έχουν έρθει σε επαφή με μολυσμένες εκκρίσεις ή δέχθηκαν επίθεση και ενδεχομένως να έχουν εκτεθεί στον ιό της λύσσας απομονώνονται και παρακολουθούνται για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών βάσει όσων αναφέρονται στην παράγραφο α σημείο iv κατόπιν Απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας η οποία επισυνάπτεται στην επικαιροποιημένη έκδοση του «Εγχειριδίου για τον Έλεγχο και Πρόληψη της Λύσσας» που είναι αναρτημένο στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Αν τα ζώα είναι εμβολιασμένα, αυτά επανεμβολιάζονται άμεσα και απομονώνονται. Εφόσον τα ζώα είναι ανεμβολίαστα ή αγνώστου εμβολιακής κατάστασης, ο εμβολιασμός διενεργείται άμεσα ή ένα μήνα πριν τη λήξη της εξάμηνης απομόνωσης των ζώων.
Eφόσον η τοπική κτηνιατρική αρχή κρίνει ότι η απομόνωση δεν είναι δυνατή τα ζώα θανατώνονται με ευθανασία με έξοδα του ιδιοκτήτη ή του αρμόδιου Δήμου, ύστερα από Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας και αφού αιτιολογηθούν λεπτομερώς οι λόγοι της θανάτωσης. Κατόπιν της ευθανασίας διενεργείται δειγματοληψία και εργαστηριακή εξέταση.
Τα παραγωγικά ζώα ήρθαν ή θα μπορούσαν να έρθουν έρθει σε επαφή με ζώα της άγριας πανίδας ύποπτα για λύσσα τα οποία είναι δυνατό να εξετασθούν εργαστηριακά, απομονώνονται και παρακολουθούνται βάσει των διατάξεων της παραγράφου 1α σημείο iv του παρόντος άρθρου, για χρονικό διάστημα μέχρι και την έκδοση του εργαστηριακού αποτελέσματος. Τα προϊόντα αυτών των παραγωγικών ζώων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και για ζωοτροφές καταστρέφονται για όλο το χρονικό διάστημα της απομόνωσης.
Εφόσον, τα άγρια ζώα επιβεβαιωθούν εργαστηριακά ότι είναι θετικά ως προς τη λύσσα εφαρμόζονται τα μέτρα της παραγράφου 2β του παρόντος άρθρου. Τα παραγωγικά ζώα που ήρθαν σε άμεση επαφή η δαγκώθηκαν, από ζώο της άγριας πανίδας ύποπτο λύσσας το οποίο δεν είναι δυνατό να εξετασθεί εργαστηριακά, θανατώνονται ύστερα από Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας της περιοχής.
2. Όταν στα πλαίσια των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου κοινοποιούνται θετικά για λύσσα αποτελέσματα, η αρμόδια Κτηνιατρική Αρχή της Περιφερειακής Ενότητας με απόφασή της χαρακτηρίζει τα ζώα αυτά «θετικά στη λύσσα», καθορίζει την εστία της και επιβάλλει:
α) Στην περίπτωση των κατοικίδιων ζώων:
i) την τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων, που φέρουν κατάλληλη σήμανση,
ii) τη λήψη μέτρων απαγόρευσης της μετακίνησης και ελεύθερης διακίνησης ευπαθών ειδών ζώων, καθώς και την διενέργεια αγοροπωλησιών τους, στην περιοχή που εντοπίστηκε η εστία, εκτός αν ύστερα από εξέτασή τους αναφερθούν υγιή,
iii) τη θανάτωση των παραγωγικών ζώων, τα οποία δαγκώθηκαν ή ήρθαν σε άμεση επαφή με εκκρίσεις ζώου θετικού στη λύσσα κατόπιν γνωμάτευσης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας.
Αναφορικά με τα σαρκοφάγα (σκύλος-γάτα), όσα ήρθαν σε επαφή με ζώο θετικό στη λύσσα, αυτά θανατώνονται με ευθανασία με έξοδα του ιδιοκτήτη ή του αρμόδιου Δήμου, ύστερα από Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας και αφού αιτιολογηθούν λεπτομερώς οι λόγοι της θανάτωσης και στην συνέχεια ακολουθεί δειγματοληψία και εργαστηριακή εξέταση, καθώς και ασφαλής διάθεση των θανατωμένων ζώων στην πλησιέστερη εγκεκριμένη μονάδα επεξεργασίας υποπροϊόντων.
Κατά παρέκκλιση του παραπάνω, ένα εμβολιασμένο σαρκοφάγο ζώο (σκύλος-γάτα), σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 2 παράγραφος ε, το οποίο ήρθε σε επαφή με εκκρίσεις θετικού στη λύσσα ζώου δύναται να μην θανατωθεί μετά την επαφή με ζώο θετικό στη λύσσα, κάτω από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
– Να πιστοποιηθεί από κτηνίατρο ότι τo ζώο (σκύλος-γάτα) ήταν καλυμμένο εμβολιακά τη στιγμή της έκθεσης,
– Διενέργεια επανεμβολιασμού από κτηνίατρο τουλάχιστον μέσα σε 48 ώρες μετά από την έκδοση του εργαστηριακού αποτελέσματος που επιβεβαιώνει ότι το ζώο που είναι υπεύθυνο για την πιθανή έκθεση στον ιό είναι θετικό
– Το παραπάνω γίνεται μετά από έγγραφη αίτηση προς την τοπική κτηνιατρική αρχή, από τον ιδιοκτήτη ή τον υπεύθυνο του δήμου για το ζώο που έχει εκτεθεί στον ιό. Η αίτηση περιλαμβάνει:
i. Δήλωση- Δέσμευση η οποία επισυνάπτεται στην επικαιροποιημένη έκδοση του «Εγχειριδίου για τον Έλεγχο και Πρόληψη της Λύσσας» που είναι αναρτημένο στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
ii.Ακριβές φωτοαντίγραφο του βιβλιαρίου ή του διαβατηρίου του ζώου όπου θα φαίνεται η ημερομηνία εμβολιασμού, το εμβολιακό σκεύασμα και το όνομα και η υπογραφή του κτηνιάτρου που διενήργησε τον εμβολιασμό.
iii. Στοιχεία για την ηλεκτρονική σήμανση του ζώου
Τα ζώα αυτά είναι υπό απομόνωση/παρακολούθηση για διάρκεια 6 μηνών τουλάχιστον μετά την επαφή με το θετικό ζώο (βάσει των ανωτέρω), και παραμένουν υπό την ευθύνη του ιδιοκτήτη τους ή του αρμόδιου δήμου για ένα χρόνο. Τα ζώα παρακολουθούνται και εξετάζονται από κτηνίατρο (ιδιώτη για δεσποζόμενα ζώα ή κτηνίατρο του δήμου ή ιδιώτη που έχει σύμβαση με το δήμο για αδέσποτα ζώα, ή εάν δεν υπάρχει δημόσιος κτηνίατρος) στο τέλος του κάθε μήνα.
Η εξάμηνη απομόνωση διενεργείται κατόπιν Απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας της περιοχής οποία επισυνάπτεται στην επικαιροποιημένη έκδοση του «Εγχειριδίου για τον Έλεγχο και Πρόληψη της Λύσσας» που είναι αναρτημένο στην Ιστοσελίδα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Ο ιδιοκτήτης του ζώου ή οι αρμόδιες δημοτικές αρχές εάν πρόκειται για αδέσποτο ζώο ειδοποιούν τον θεράποντα κτηνίατρο που παρακολουθεί το ζώο άμεσα μόλις διαπιστώσουν κάποια μη φυσιολογική συμπεριφορά και εν συνεχεία ενημερώνονται άμεσα οι τοπικές κτηνιατρικές αρχές. Επιπρόσθετα άμεσα ειδοποιούνται οι τοπικές αρμόδιες κτηνιατρικές αρχές σε περίπτωση διαφυγής του υπό παρακολούθηση ζώου.
Σε περίπτωση θανάτου του ζώου ή εμφάνισης συμπτωμάτων συμβατών με τη λύσσα κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, η τοπική κτηνιατρική αρχή ενημερώνεται άμεσα και διενεργείται θανάτωση με ευθανασία με έξοδα του ιδιοκτήτη ή του αρμόδιου Δήμου, αποκοπή της κεφαλής του ζώου με σκοπό την περαιτέρω εξέταση στο Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς για τη λύσσα στα ζώα.
Στο τέλος της περιόδου απομόνωσης εφόσον τα ύποπτα ζώα δεν εμφανίσουν συμπτώματα ή δεν επιβεβαιωθεί εργαστηριακά ότι είναι θετικά για λύσσα, τα παραπάνω μέτρα αίρονται από την τοπική κτηνιατρική αρχή.
Εάν μετά το πέρας του παραπάνω χρονικού διαστήματος τα ζώα δεν εμφανίσουν συμπτώματα λύσσας, επανεντάσσονται στον χώρο διαβίωσής τους, σύμφωνα με την υφιστάμενη εθνική νομοθεσία.
Εφόσον η τοπική κτηνιατρική αρχή κρίνει ότι η απομόνωση δεν είναι δυνατή τα ζώα θανατώνονται με ευθανασία με έξοδα του ιδιοκτήτη ή του αρμόδιου Δήμου, ύστερα από ύστερα από Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας και αφού αιτιολογηθούν λεπτομερώς οι λόγοι της θανάτωσης.
iv) την απολύμανση του χώρου θανάτωσης ή θανάτου των θετικών ζώων, καθώς και τη διεξοδική απολύμανση και αποτέφρωση όλων των αντικειμένων που θα μπορούσαν να έχουν έρθει σε επαφή με τα ζώα αυτά,
v) την ασφαλή απόρριψη των νεκρών ή θανατωμένων ζώων στην πλησιέστερη εγκεκριμένη μονάδα επεξεργασίας υποπροϊόντων,
vi) την απομάκρυνση της μολυσμένης κόπρου και στρωμνής γίνεται σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική και κοινοτική Νομοθεσία.
β) Στην περίπτωση των ζώων της άγριας πανίδας:
i) την ενημέρωση των Δασικών Υπηρεσιών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων,
ii) την τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων, που φέρουν κατάλληλη σήμανση,
iii) την απαγόρευση της μετακίνησης και ελεύθερης διακίνησης ευπαθών ειδών ζώων, καθώς και τη διενέργεια αγοροπωλησιών τους, στην περιοχή που εντοπίστηκε η εστία της λύσσας εκτός αν ύστερα από εξέτασή τους αναφερθούν υγιή,
iv) τη διαχείριση όλων των ευπαθών ζώων που ήρθαν ή θα μπορούσαν να έχουν έρθει σε επαφή με το θετικό ζώο ή τις εκκρίσεις του σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2α σημείο iii
v) την απολύμανση του χώρου θανάτωσης ή θανάτου των θετικών ζώων, καθώς και τη διεξοδική απολύμανση και αποτέφρωση όλων των αντικειμένων που θα μπορούσαν να έχουν έρθει σε επαφή με τα ζώα αυτά,
vi) την ασφαλή διάθεση των νεκρών ή θανατωμένων ζώων στην πλησιέστερη εγκεκριμένη μονάδα επεξεργασίας υποπροϊόντων,
vii) την εφαρμογή του άρθρου 9 της Συνθήκης της Βέρνης (Ν.1335/1983) για τη ρύθμιση του υπερπληθυσμού των ειδών – στόχων της άγριας πανίδας της παρούσας απόφασης, και κυρίως της αλεπούς, για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας,
viii) την απομάκρυνση της μολυσμένης κόπρου και στρωμνής σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική και κοινοτική νομοθεσία.
3. Όταν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες της παραγράφου 2 και μετά από χρονικό διάστημα τουλάχιστον 3 (τριών μηνών) από την εφαρμογή τους, η οικεία κτηνιατρική αρχή της Περιφερειακής Ενότητας με απόφασή της προβαίνει στην άρση των επιβληθέντων μέτρων έχοντας λάβει προηγουμένως την επιδημιολογική κατάσταση της περιοχής και αφού ενημερώσει το Τμήμα Ζωοανθρωπονόσων της Δ/νσης Υγείας των Ζώων της Γεν. Δ/νσης Κτηνιατρικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.»
5. Το άρθρο 9 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 9
Μετακινήσεις ζώων μέσα στην Επικράτεια
1. Όλα τα κατοικίδια σαρκοφάγα ζώα, βάσει των ορισμών του άρθρου 2, ηλικίας άνω των τριών μηνών που πρόκειται να μετακινηθούν μέσα στην Επικράτεια από και προς κάθε Περιφερειακή Ενότητα, πρέπει να είναι εμβολιασμένα κατά της λύσσας τουλάχιστον 21 ημέρες πριν από τη μετακίνησή τους, εφόσον πρόκειται για τον πρώτο εμβολιασμό, με εγκεκριμένα από τον ΕΟΦ για τον σκοπό αυτό εμβόλια. Υποχρεωτικά τα κατοικίδια σαρκοφάγα τα οποία μετακινούνται από και προς κάθε Περιφερειακή Ενότητα της Επικράτειας, συνοδεύονται από βιβλιάριο υγείας του ζώου ή διαβατήριο στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία της ταυτότητας του ζώου, στοιχεία της σήμανσής του, καθώς και τα στοιχεία του ιδιοκτήτη, όπως αυτά περιγράφονται στις σχετικές διατάξεις και τα παραρτήματα του Ν. 4039/2012.
2. Όλα τα κατοικίδια σαρκοφάγα ζώα που μετακινούνται σε άλλα κράτη μέλη πρέπει να έχουν συμπληρώσει την ηλικία των τριών μηνών και επομένως να έχουν εμβολιαστεί κατά της λύσσας. Σε περίπτωση που ο εμβολιασμός κατά της λύσσας πραγματοποιείται για πρώτη φορά, απαιτείται επιπλέον διάστημα 21 ημερών πριν το ζώο μετακινηθεί.
3. Στις περιοχές που υπάρχει εστία λύσσας απαγορεύεται η μετακίνηση, η ελεύθερη διακίνηση και η αγοροπωλησία μη εμβολιασμένων κατοικίδιων σαρκοφάγων. Στην περίπτωση των παραγωγικών ζώων καθώς και των ιπποειδών που διαβιούν υπό εκτατική μορφή σε ακτίνα είκοσι (20) χιλιομέτρων από την εμφάνιση κρούσματος λύσσας η οικεία Διεύθυνση Κτηνιατρικής της Περιφέρειας δύναται να εγκρίνει τον εμβολιασμό τους, αφού ενημερώσει το Τμήμα Ζωοανθρωπονόσων της Δ/νσης Υγείας των Ζώων της Γεν. Δ/νσης Κτηνιατρικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και εφόσον λάβει υπόψη της όλα τα επιδημιολογικά στοιχεία της περιοχής αναφορικά με την λύσσα.
Ο παραπάνω εμβολιασμός πραγματοποιείται με εμβόλια εγκεκριμένα για τον σκοπό αυτό από τον ΕΟΦ, σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή. Επιπλέον με απόφαση της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής της Περιφέρειας και αφού ληφθούν υπόψη τα επιδημιολογικά στοιχεία δύναται να επιβληθεί υποχρεωτικός εμβολιασμός των μετακινούμενων στην μολυσμένη περιοχή παραγωγικών ζώων είκοσι μία (21) ημέρες πριν την μετακίνησή τους με εμβόλια εγκεκριμένα για τον σκοπό αυτό από τον ΕΟΦ, σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή, αφού ενημερώσει το Τμήμα Ζωοανθρωπονόσων της Δ/νσης Υγείας των Ζώων της Γεν. Δ/νσης Κτηνιατρικής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.»
Άρθρο 2
Έναρξη ισχύος
Η απόφαση αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 7 Οκτωβρίου 2013
ΟΙ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
ΜΑΞΙΜΟΣ ΧΑΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ
Υ.Γ. Κ.Σ ΔΟΞΑΤΟΥ
Σωστή η απόφαση του Υπουργείου, αλλα “γεννιούνται” κάποια ερωτήματα.
1. Πως θα γνωρίζει πόσους σκύλους διαθέτει αν διαθέτει κάποιος κυνηγός;
2. Πως θα κάνει τις διασταυρώσεις το Δασαρχείο για την αληθή δήλωση του κυνηγού;
3. Πως είναι σίγουροι οι Κυνηγετικοί Σύλλογοι πόσους σκύλους έχει ο κάθε κυνηγός – μέλος;
4. Πως θα διασφαλίσει ότι δεν έχει περισσότερους σκύλους ένας κυνηγός άλλα έχει δηλώσει μόνο τον έναν που έχει το αντιλυσσικό εμβόλιο;
5. Πως θα διενεργείται ο έλεγχος στο βουνό αν ο σκύλος είναι ενός κυνηγού για να δει το βιβλιάριο υγείας αυτός που θα κάνει τον έλεγχο;
6. Ποιος αλήθεια θα αναλάβει να κάνει τους ελέγχους και με τι εξοπλισμό;
7. Αν υποθέσουμε ότι ο έλεγχος θα γίνεται από τους θηροφύλακες ή τους δασικούς ποιος θα τους προμηθεύσει τον απαραίτητο εξοπλισμό για να ελέγχουν την κυριότητα του σκύλου και αν έχει κάνει αντιλυσσικό εμβόλιο ή είναι παρατυπία στο βιβλιάριο υγείας;
Δεν είμαστε αρνητικοί στα παραπάνω ερωτήματα, κάνουμε απλά το “συνήγορο του διαβόλου” και θέτουμε κάποιες απορίες που θα τους βρούμε μπροστά μας και εμείς ως Σύλλογοι, και τα μέλη μας αλλά και τα Δασαρχεία.
Αυτά είναι μόνο μερικά ερωτήματα, υπάρχουν και άλλες πολλές απορίες για την έκταση του θέματος. Θεωρούμε ότι θα είναι ένας ακόμη νόμος που δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν τα κατάλληλα όργανα ελέγχου.
πηγη : http://ksdoxatoy.blogspot.gr