Του Τάσου Δημόπουλου
Ένα σοφό ελληνικό γνωμικό λέει, «Όταν θα τα βρεις, δεν θα ‘χεις σχοινί να τα δέσεις!». Μια απίστευτη -μέχρι να συμβεί- κυνηγετική εμπειρία έζησα, αρκετά χρόνια πριν, σε έναν γουρουνότοπο της Τρίπολης.
Προχωρημένος ο Δεκέμβρης και όπως πάντα οι μπεκάτσες έχουν «πιάσει» τα «άρατα τα τάρατα», όπως έλεγε και κάποιος γερο–κυνηγός. Όλοι προσπαθούν απ’ όλους να πάρουν κάποια «πληροφορία», τα τηλέφωνα έχουν πάρει φωτιά και τα αφτιά των κυνηγών στο καφενείο μοιάζουν με του λαγού, προσπαθώντας να «πιάσουν» κάποια κουβέντα από διπλανές παρέες.
Κάποιος με ρωτά στα ίσα, «Τάσο που θα πας αύριο;».
«Στο γουρουνότοπο», του απαντώ μισοαστεία.
«Μην ξεχάσεις τα εννιάβολα», μου λέει και του απαντώ ότι τα έχω πάντα στη ζώνη.
Κάπως έτσι πέρασε η ώρα και όλοι φύγανε χωρίς κάποιος να έχει κάτι «σίγουρο» για την επομένη. Πεντέμισι το πρωί, καφεδάκι, τσεκάρισμα τα πράγματα, το σκυλί στο αυτοκίνητο και βουρ, χωρίς να ξέρω για πού.
Στο δρόμο για Τρίπολη μου έρχεται στο νου ο γουρουνότοπος και αποφασίζω να πάω εκεί. Ξέρω ότι και καμία να μη σηκώσω, μόνο η βόλτα μέσα σ’ αυτό το δάσος με το σκύλο μου, είναι ό,τι καλύτερο γι’ αυτή την εποχή. Έτσι μετά από αρκετή ώρα παρκάρω δίπλα στο ρυάκι με τις φτέρες και τα βατάκια, μέσα στο δάσος από τις βελανιές. Έχει πάρει η μέρα, το σκυλί ορεξάτο, τσεκάρω και το μονόβολο με τα δύο εννιάβολα στη ζώνη και παίρνω το ρυάκι προς τα πάνω. Μετά από 100 μέτρα, θυμάμαι την ποϊντερίτσα μου την «Τσιτσιολίνα» -που αν ποτέ βρω ποιος μου την έκλεψε, θα τον κάνω λίπασμα- πίνοντας νερό στη λούμπα, να γυρίζει το κεφάλι και να φερμάρει απέναντί της… εμένα! Έχασα τη μπεκάτσα, γιατί δεν περίμενα να έχει μπεκάτσα το ξεραδάκι, ένα μέτρο μπροστά μου. Μετά από μιάμιση ώρα περίπου και αφού το σκυλί δεν έχει πάρει «μυρωδιά», γυρίζω στο αυτοκίνητο και αλλαξοτοπίζω σ’ ένα πουρναρωτό απέναντι.
Ανεβαίνοντας το λόφο, θυμάμαι το Ρόκι το πρώτο μου σκυλί, ένα ντράτχααρ, -από δική μου άγνοια έμεινε στις πέρδικες από υπογλυκαιμία και από τότε, όλοι οι κυνηγοί της περιοχής και εγώ μαζί μ’ αυτούς έχουμε κοντά μας ζάχαρη- να φερμάρει με την τρίχα στην πλάτη κάγκελο και μπροστά του στα δέκα μέτρα ν’ αχνίζουν οι πρώτες κοπριές που είδα στην Πελοπόννησο από γουρούνια, πριν βγουν όλοι αυτοί οι όψιμοι γουρουνάδες, που κάθε Τετάρτη και Σαββατοκύριακο νομίζουν ότι οι τόποι είναι δικοί τους, τρομάρα τους.
Σαν μαύρα βέλη…
Πέρασε έτσι κάνα δίωρο και έφτασα στο αυτοκίνητο, χωρίς πάλι το σκυλί να «πάρει» κάτι. Άρχισα να μονολογώ ότι κάτι μου «χρωστά» η μέρα και βλέποντας το σκυλί ορεξάτο ακόμα, αποφασίζω να «χτυπήσω» και τον τριμερότοπο. Χρόνια πριν, αυτός ο τόπος «γένναγε» μπεκάτσες στο ίσιωμα, με πάγο όμως που δεν έσπαγε και με το θερμόμετρο πολύ κάτω απ’ το μηδέν. Παρκάρω, λοιπόν, βγάζω το σκυλί, βάζω τρία φυσίγγια στην 302 και πέντε φυσίγγια στην τσέπη. Το μονόβολο και τα δύο εννιάβολα τα άφησα στη ζώνη λες και θα με βάραιναν αν τα ‘βαζα στην άλλη τσέπη. Αν και το σκυλί «χτύπησε» όλα τα θαμνάκια και τις γράνες, δεν πήρε τίποτα. Άρχισε ν’ ανοίγεται ορεξάτο, αλλά από μπεκάτσα, φτερό!
Μετά, λοιπόν, από καμιά ώρα αποφασίζω να γυρίσω αφού ψάξω ένα λοφάκι στα δεξιά με πεύκα και σχοίνα. Φτάνοντας στη ρίζα του λόφου βλέπω μια κοτσιλιά και αν και ξεραμένη κάπως μου φάνηκε και ανέβηκα το λόφο σχεδόν τρέχοντας, να προλάβω το σκυλί. Τη στιγμή που είμαι κατακόρυφα, το σκυλί είναι μεσοπλευρίς και κάτι «ζητάει» επίμονα στον αέρα. Φτάνοντας περίπου 30 μέτρα από το τελείωμα του λόφου μένει κάγκελο, με την τρίχα στην πλάτη στρωμένη και το μυαλό μου πάει σε λαγό. Μπαίνω μπροστά και πλάι από το σκυλί, χωρίς να κάνω θόρυβο και κοιτάζω τα κεδράκια και τα σχοίνα μήπως δω το λαγό κάτω. Ξαφνικά γίνονται τα εξής: το σκυλί «σπάει» τη φέρμα και φεύγει με θόρυβο προς τα κάτω, εγώ γυρίζω έτοιμος να ρίξω και ταυτόχρονα ακούγεται ένας θόρυβος σαν να παίρνει μπροστά τρακτέρ. Κοιτάζοντας προς το θόρυβο βλέπω κάτι μαύρα βέλη να διασχίζουν τη χωραφιά και να χάνονται αστραπιαία στο πυκνό 60–70 μέτρα απέναντι. Το χέρι μου ενστικτωδώς πάει στη ζώνη για το μονόβολο και τα εννιάβολα… Όταν το μυαλό αρχίζει να λειτουργεί κανονικά, καταλαβαίνω ότι κι αν τα είχα στη ζώνη, δεν είχα το χρόνο ούτως ή άλλως να τουφεκίσω.
Κοιταγόμασταν στα μάτια
Κατεβαίνω στη χωραφιά και βλέπω το χαντάκι στο τελείωμα του λόφου που είχαν «πιάσει» τα γουρούνια και γι’ αυτό δεν τα είδα απ’ τα 30 μέτρα. Το σκυλί έχει πάει προς το πυκνό προσπαθώντας μάλλον να καταλάβει πώς πέρασαν ζώα από εκεί κι εγώ στέκομαι και παίρνω τηλέφωνο το φίλο μου τον Βασίλη που είναι γουρουνάς.
– Βασίλη από εδώ που κάθομαι έφυγαν καμιά τριανταριά γουρούνια, του λέω κι αυτός αρχίζει να φωνάζει αν τους έριξα, πού είμαι κ.τ.λ.
Του εξηγώ τι έγινε και πριν προλάβει να πει κάτι, ακούω έναν θόρυβο και γυρνώντας δεξιά του λέω:
– Βασίλη, ένα, δύο, τρία, τέσσερα! Τέσσερα γουρούνια στα 15 μέτρα κάθονται και με κοιτάνε!
Τον ακούω να ουρλιάζει κάτι “ρίχ’ τους, σημάδεψε”, το μυαλό όμως είναι στο ότι δεν έχω χοντρά μαζί μου και κοιτάζοντας το όπλο νομίζω ότι κρατάω οδοντόβουρτσα, τσατσάρα.
– Βασίλη, έχω μόνο 10ράκια και 8αράκια διασποράς, του λέω χαμηλόφωνα.
Σιωπή στο τηλέφωνο και εγώ κοιτάζω το μεγάλο καπρί στα μάτια. Συνειδητοποιώ εκείνη την ώρα ότι βλέπω τέσσερα κεφάλια στη σειρά και το σώμα μόνο του τελευταίου γουρουνιού. Στέκομαι ακίνητος και απολαμβάνω αυτό που συμβαίνει, κοιτάζοντάς τα με τη σειρά στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβω τι κρύβουν. Φόβο όχι, περιέργεια ίσως!
Η φωνή του Βασίλη με ξυπνάει λίγο κι αυτό που ακούω με φέρνει στα συγκαλά μου, που έλεγε και η γιαγιά μου.
– Τάσο, κλείσε το τηλέφωνο, γύρνα τους την πλάτη και φύγε.
Κλείνω το τηλέφωνο, τα κοιτάζω για τελευταία φορά από τόσο κοντά, γυρίζω την πλάτη και φεύγω. Φτάνοντας στο τέρμα της χωραφιάς, χτυπάει το τηλέφωνο, το ανοίγω και είναι ο Βασίλης.
– Είμαι στην Τρίπολη, πού είσαι ακριβώς για να σε βρω;
Του λέω τον τόπο και μου απαντά ότι σε μισή ώρα θα είναι εδώ. Κοιτάζω αν είναι ακόμα εκεί τα γουρούνια και τα βλέπω να εξακολουθούν να με κοιτάνε, σφυρίζω και έρχεται το σκυλί και πέφτω στη ρεματιά, σε λίγο είμαι στο αυτοκίνητο και προσπαθώ να συνέλθω.
Έως ότου έλθει ο Βασίλης, έχω συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει και τα συναισθήματά μου είναι μπερδεμένα. Πηγαίνοντάς τον στο μέρος που ήταν τα γουρούνια το συζητάμε και αυτό που μου λέει είναι να μην «κολλήσω» μ’ αυτό που έγινε. Φτάνοντας, του δείχνω τον τόπο και του λέω “από εδώ σ’ έπαιρνα τηλέφωνο, από εκεί έφυγαν τα πολλά και εκεί παρουσιάστηκαν τα καπριά”. Βρίσκει τα χνάρια των γουρουνιών και μου λέει: «Εδώ στη γράνα ήταν τα θηλυκά με τα μικρά». Πάει στο σημείο που ήταν τα καπριά και μου λέει ότι το ένα είναι πολύ μεγάλο γουρούνι, εκατοπενηντάρι! Παίρνοντας το πισάχναρο, μετά από 200 μέτρα φτάνοντας σε μια χωραφιά με πρασινάδα σκαμμένη, μου λέει: «Εδώ τρώγανε τα μεγάλα, άκουσαν τα πολλά να φεύγουν, δεν άκουσαν γαβγίσματα, τουφεκιά ή φωνές κι ήλθαν από περιέργεια να δουν τι συμβαίνει, έπεσαν ξαφνικά μπροστά σου, τα ‘χασαν γι’ αυτό κάθισαν ακίνητα και σε κοίταζαν. Τότε μουρμούρισα: «Όταν θα τα βρεις, δεν θα έχεις σχοινί τα δέσεις…».
Φύγαμε, πέρασαν χρόνια, η φωτογραφία όμως στο μυαλό μου φρέσκια, χθεσινή. Πιστεύω ότι στο κυνήγι αυτά που συμβαίνουν έχουν κάποιο λόγο και χαίρομαι γιατί συνέβη έτσι. Χαίρομαι με αυτή τη ζωντανή φωτογραφία στο μυαλό μου, παρά με τα μάτια αυτά κλειστά. Δεν την αλλάζω ούτε με το κρέας και των τεσσάρων γουρουνιών. Μακάρι ο Θεός να μου δίνει χρόνια για κυνηγετικές βόλτες και ας συμβεί ξανά έτσι. Ίσως την επόμενη φορά, έστω κι αν έχω τα χοντρά στη ζώνη, να μην τα βάλω στην 302, αρκεί να με κοιτάνε και να τα κοιτώ στα μάτια και για έναν ακόμα λόγο: Δεν τα κυνήγησα για να δικαιούμαι να τουφεκίσω.
Κάπως έτσι τα θυμάμαι…