Επιλογή όπλου της μεσαίας κατηγορίας – Μέρος Β΄ 

Η μεθοδολογία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος στην επιλογή ενός όπλου της μεσαίας κατηγορίας, αφού το όπλο αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο επένδυσης, ούτε οικογενειακό «κειμήλιο» για τα δισέγγονά του, αλλά εργαλείο καθημερινής χρήσης, είναι η ακόλουθη:

  1. Επιλέγει 2, 3, 4 ή περισσότερα μοντέλα συγκεκριμένων εταιρειών που βρίσκονται μέσα στις οικονομικές του δυνατότητες και που οι πληροφορίες του, οι γνώσεις και η εμπειρία φίλων και συγκυνηγών, τον έχουν πείσει γύρω από την αξιοπιστία του μηχανισμού τους και την ποιότητα κατασκευής τους.
  2. Επισκέπτεται ένα κατάστημα κυνηγετικών ειδών με μεγάλη γκάμα όπλων και δοκιμάζει να επωμίσει τα συγκεκριμένα όπλα, ιδίως αν αυτά προσφέρονται στην αγορά με μία και μοναδική κλίση στο κοντάκι τους. Εκεί, καταλήγει στο όπλο εκείνο που του «έρχεται» καλύτερα, που βρίσκεται μ’ άλλα λόγια πιο κοντά στο σωματομετρικό του τύπο, αλλά και στις σκοπευτικές του συνήθειες.
  3. Ανάλογα με τον ελεύθερο χρόνο του και έχοντας καταλήξει πια στο όπλο που του ταιριάζει, επισκέπτεται όσο περισσότερα καταστήματα μπορεί, έως ότου καταφέρει να βρει ένα όπλο του μοντέλου και της εταιρείας που αρχικά επέλεξε, που να διαθέτει κάπως καλύτερη ποιότητα και εμφάνιση ξύλων. Είναι κάτι που το πληρώνουμε σε ώρες έρευνας στην αγορά και όχι σε χρήμα και αν είμαστε μερακλήδες, αξίζει τον κόπο να επενδύσουμε.

Από κει και πέρα δεν μένει παρά να μελετήσουμε τα χαρακτηριστικά εκείνα που θέλουμε να επιλέξουμε και να προσαρμόσουμε στο όπλο μας, προκειμένου, χωρίς μεγάλο επιπλέον κόστος, να έρθει όσο πιο κοντά γίνεται σ’ αυτό που η γνώση των καλών χειροποίητων όπλων μας κάνει να θεωρούμε ως το απόλυτο «ιδανικό». Είναι απίστευτο το πόσο μικρές επεμβάσεις σε ένα όπλο, πάνω απ’ όλα πόσο οικονομικές επεμβάσεις, μπορούν να το βελτιώσουν σε μεγάλο βαθμό και να το προσαρμόσουν στις ιδιαίτερες επιλογές μας.

Μεταμορφώνοντας ένα οικονομικό όπλο

  1. Οι εταιρείες μαζικής παραγωγής όπλων είναι από τη φύση τους υποχρεωμένες να κατασκευάζουν όπλα όχι με βάση το ιδανικό, αλλά με βάση το «μέσο όρο ζήτησης». Δεν μπορεί, για παράδειγμα, ένα όπλο γενικής χρήσης, μιας μεσαίας κατηγορίας τιμής, να είναι πανάλαφρο για έναν κυνηγό σκύλου φέρμας και αρκετά βαρύ για έναν καρτεριτζή, συγχρόνως. Μπορεί όμως να έχει μια εξαιρετική μελέτη βάθους πατούρας (head space) ώστε να εξασφαλίζει για το βάρος του το μικρότερο δυνατό λάκτισμα. Οι βελτιώσεις που μπορούν να γίνουν σε ένα όπλο (και αναφέρομαι βέβαια σε πλαγιόκαννα και αλληλεπίθετα δίκαννα, όχι σε αυτογεμή) είναι πολλές και συχνά θαυματουργές. Δεν βελτιώνουν κατ’ ανάγκη ένα όπλο, αλλά το φέρνουν πολύ πιο κοντά σ’ αυτό που εμείς αποζητάμε. Μοναδική τους προϋπόθεση δεν είναι η τεράστια οικονομική άνεση που απαιτεί η αγορά των χειροποίητων όπλων, γιατί το κόστος τους είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Προϋπόθεσή τους έχουν μόνο να τολμήσει ο κάτοχος του όπλου να οδηγήσει ένα ολοκαίνουργιο όπλο στον οπλουργό και να σχεδιάσει μαζί του τις απαιτούμενες «βελτιώσεις». Και αυτό, όσο κι αν φαντάζει εύκολο, δεν είναι πάντα έτσι, γιατί συνειρμικά ο οπλουργός μάς παραπέμπει στον τεχνίτη που καταφεύγουμε για ένα προβληματικό όπλο ή για να όπλο μεγάλης ηλικίας του οποίου θέλουμε να αποκαταστήσουμε τις φθορές. Όμως, αν αναλογιστούμε την κατάσταση στην οποία θα φέρουμε το όπλο μας μετά από κάποιες τέτοιες επεμβάσεις, σίγουρα θα εξαλειφθούν και οι τελευταίες μας αναστολές. Ένα αξιόπιστο μοντέλο μιας γνωστής εταιρείας, ανήκοντας στη μεσαία κατηγορία τιμών, εκείνη που σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι κυμαίνεται από τα 800 ως τα 3.000 ευρώ (επαναλαμβάνω ότι αναφέρομαι εδώ σε πλαγιόκαννα και αλληλεπίθετα δίκαννα), αποτελεί μια εξαιρετική «πρώτη ύλη» για το όπλο των ονείρων μας. Μια περαιτέρω βελτίωση των μέτρων του κοντακιού του όπλου, μια ρύθμιση του βάρους της σκανδάλης ή των σκανδαλών του, αν αυτό κρίνεται αναγκαίο, η αφαίρεση του αντιαισθητικού λούστρου (αν υπάρχει) και η εφαρμογή μιας καλής στιλπνής βαφής λινελαίου, ιδιαίτερα αν τα ξύλινα μέρη του όπλου μας έχουν έντονα και εμφανή νερά που πρέπει να αναδειχθούν, η τοποθέτηση ενός ποιοτικού αντικραδασμικού πέλματος για όσους έχουν ευαισθησία στο ισχυρό λάκτισμα και ασχολούνται με καρτεριτζίδικα κυνήγια, είναι τα πρώτα βήματα που πιθανόν να χρειαστούν. Σε μια πιο εξεζητημένη προσέγγιση τέτοιων βελτιώσεων, μπορεί να βελτιωθεί η εσωτερική λείανση και οι εφαρμογές στο μηχανισμό του όπλου, να μειωθεί το βάρος του με λέπτυνση ή βράχυνση της πάπιας (ξυστού), να μετατραπεί από πιστολέ σε αγγλέ το κοντάκι, να βελτιωθεί τόσο η αναπήδηση κάννης όσο και η ποιότητα των κατανομών της βολής, με την εφαρμογή ενός καλού πόρτινγκ στις κάννες κ.λπ. Ένα καθ’ όλα άχρηστο ασημένιο ή ορειχάλκινο οβάλ ένθετο στο κοντάκι με το μονόγραμμά μας, μπορεί να αναβαθμίσει το όπλο μας στη συνείδησή μας, να μας κάνει να το αισθανθούμε πιο «προσωπικό», να μας χαρίσει την πολύτιμη ψευδαίσθηση της απόκτησης ενός όπλου «κατά παραγγελίαν», που τα οικονομικά μας ή οι προτεραιότητές μας δεν μας επέτρεψαν να αποκτήσουμε. Η αφαίρεση στις πλαϊνές ρίγες ενός αλληλεπίθετου δίκαννου δεν αποτελεί ιδιαίτερα οικονομική επέμβαση, συχνά όμως βελτιώνει εξαιρετικά το ζύγισμα ενός αλληλεπίθετου της μεσαίας κατηγορίας και αναμφίβολα μειώνει αισθητά το βάρος του.
  2. Ένα όπλο της μεσαίας κατηγορίας παρουσιάζει πλεονεκτήματα που ίσως ποτέ δεν σκεφτήκαμε. Αν προέρχεται από έναν σοβαρό αντιπρόσωπο, διαθέτει επάρκεια ανταλλακτικών ώστε να μην είναι συνώνυμο της καταστροφής οποιοδήποτε πρόβλημα παρουσιάσει -κάτι που στα χειροποίητα όπλα είναι απόλυτα ανέφικτο. Εκεί οι επισκευές είναι και χρονοβόρες και ακριβές. Υπάρχει πληθώρα εταιρειών που προσφέρουν όπλα αυτής της κατηγορίας και μπορούμε να τα δούμε και να τα περιεργαστούμε, πριν τελικά επιλέξουμε. Αποφεύγουμε έτσι τον κίνδυνο να αποκτήσουμε κάτι και να το δούμε αφού το έχουμε αποπληρώσει.
  3. Τα περισσότερα από τα όπλα αυτής της κατηγορίας διαθέτουν αυξημένες πωλήσεις και έτσι μπορούμε να έχουμε μια σαφή γνώση της ποιότητας και της ευχρηστίας τους από φίλους και συγκυνηγούς. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η φήμη που έχουν δημιουργήσει τα περισσότερα από τα όπλα αυτά. Τα αλληλεπίθετα της Pietro Beretta φημίζονται για το χαμηλό προφίλ τους και τη βαριά υπογραφή της παλιότερης και μεγαλύτερης εταιρείας όπλων της ιστορίας. Τα αλληλεπίθετα της Browning είναι πασίγνωστα για τη στιβαρότητα της κατασκευής τους και την αντοχή τους. Τα αλληλεπίθετα της Breda, για το χαμηλό προφίλ τους, τη φινέτσα κατασκευής τους και την εξαιρετικά αναβαθμισμένη συνολική εμφάνισή τους, παράλληλα με τη μεγάλη αντοχή τους. Τα πιο οικονομικά μοντέλα της γκάμας των πλαγιόκαννων της Merkel (τα ακριβότερα ξεφεύγουν από τη μεσαία κατηγορία), για την εξαιρετική εμφάνισή τους και την ονομασία τους που για πάρα πολλά χρόνια παραμένει συνώνυμο ύψιστης ποιότητας. Η ευχρηστία, οι εναλλασσόμενες κάννες και οι δύο διαφορετικού βάρους (στο Falconet και το Alcione) των αλληλεπίθετων της Franchi, σε συνδυασμό με την ελκυστική τιμή τους, τα κάνουν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρόταση αγοράς. Τα αλληλεπίθετα της Winchester για τη μοναδική στιβαρότητά τους και την αξιοπιστία τους. Τα Verney Carron για τη γαλλική φινέτσα τους και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους. Αυτές και πολλές άλλες καταξιωμένες εταιρείες προσφέρουν όπλα της μεσαίας οικονομικής κατηγορίας με μεγάλη αξιοπιστία και αναρίθμητους θιασώτες. Σε κάποια από αυτά χρειάζεται να διευρύνει κανείς την οροφή των 3.000 ευρώ κατά 500 ή 1.000 ευρώ επιπλέον, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Όμως, στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις, αποδεικνύεται σύντομα ότι δεν έκανε λάθος επιλογή και ότι τα χρήματά του έπιασαν τόπο.

Τι γίνεται με τα αυτογεμή;

Σκόπιμα στο άρθρο αυτό δεν αναφέρθηκα στα αυτογεμή. Η αναφορά μου σε όπλα μαζικής παραγωγής μοιραία οδηγεί στην υπενθύμιση της πραγματικότητας που υπάρχει στο θέμα των τιμών των διαφόρων τύπων όπλων. Ένα αυτογεμές, λοιπόν, έχει κατά κανόνα το 1/3 του κόστους από ένα αλληλεπίθετο δίκαννο της ίδιας ποιότητας κατασκευής και το 1/5 περίπου από ένα αντίστοιχο πλαγιόκαννο (από τον κανόνα αυτό εξαιρούνται τα χειροποίητα όπλα, γιατί σ’ αυτά τα αλληλεπίθετα είναι σαφώς ακριβότερα των αντίστοιχων πλαγιόκαννων). Οι λόγοι σχετίζονται με τη φύση της παραγωγής των όπλων της μεσαίας κατηγορίας. Αυτό που έχει σημασία, πάνω απ’ όλα, είναι ότι οι περισσότερες γνωστές οπλοβιομηχανίες που κατασκευάζουν αυτογεμή, μπορούν στις μέρες μας να προσφέρουν εξαιρετικά αξιόπιστα όπλα με πραγματικά ελάχιστο κόστος. Δεν ξεχνάω ότι το υπερβολικό, το μέσο και το ελάχιστο, είναι εντελώς υποκειμενικές έννοιες όταν αναφερόμαστε σε χρηματικά ποσά, έννοιες που σχετίζονται με τις δυνατότητες και τις ιεραρχήσεις του καθένα. Όμως ο χαρακτηρισμός «ελάχιστο κόστος», αναφέρεται εδώ σαν προϊόν της σύγκρισης του κόστους που είχε το κυνηγετικό όπλο τα παλιότερα χρόνια, του κόστους που έχουν τα όπλα των υπόλοιπων κατηγοριών της αντίστοιχης ποιότητας κατασκευής (πλαγιόκαννα και αλληλεπίθετα δίκαννα) και πάνω απ’ όλα, ένα στοιχείο που πολλοί αγνοούν, το κόστος που έχουν τα ίδια ακριβώς αυτογεμή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες!

Εξαιρετική ποιότητα, προσιτή τιμή

Η μαζικοποίηση και η εκβιομηχάνιση της παραγωγής των όπλων οδήγησε αναμφίβολα σε έκπτωση της ποιότητάς τους. Είχε όμως και πολλές θετικές «παρενέργειες». Η μεγαλύτερη από αυτές ήταν η δυνατότητα παροχής στον καταναλωτή εξαιρετικής ποιότητας αυτογεμών, σε απόλυτα προσιτή τιμή.

Η μεσαία κατηγορία για αυτογεμή, αλληλεπίθετα και πλαγιόκαννα δίκαννα αποτελεί διαπιστωμένα την κατηγορία όπλων στην οποία απευθύνεται η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων κυνηγών. Ίσως στο άμεσο μέλλον χρειαστεί το άρθρο αυτό να συμπληρωθεί με κάποιες αναλυτικές παρουσιάσεις τέτοιων μοντέλων όπλων, προκειμένου να αναλυθούν περαιτέρω οι ιδιαιτερότητες, οι δυνατότητες, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά τους.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook41
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top