Του Λεονάρδου Στεφάνου, Τεχνολόγου Δασοπονίας
Τα παλαιότερα χρόνια, ένα από τα θηράματα που αποτελούσαν αντικείμενο για πολλούς κυνηγούς, οι οποίοι ήταν λάτρεις της φέρμας και του κυνηγιού σε πεδινές ή ημιορεινές περιοχές, ήταν η πεδινή πέρδικα.
Η πεδινή πέρδικα προσέφερε πάντα μεγάλες συγκινήσεις στους λάτρεις των σκύλων μεγάλης έρευνας γιατί παρουσιάζει έναν μεγάλο συντελεστή δυσκολίας, τόσο για το σκύλο όσο και για τον ίδιο τον κυνηγό, με την έκβαση του όλου εγχειρήματος να εξαρτάται από μικρές λεπτομέρειες.
Η επιφυλακτικότητα αλλά και η πονηριά του συγκεκριμένου θηράματος έβαζε τους κυνηγούς, αλλά και τους σκύλους τους, σε μεγάλες περιπέτειες. Οι πεδινές, μετά την πρώτη μέρα του κυνηγιού τους, όπου πιθανόν να ήταν λίγο πιο εύκολες στην προσέγγισή τους, αποτελούν έναν πραγματικά δύσκολο στόχο. Μπορούν και εντοπίζουν το σκύλο και τον κυνηγό από μεγάλη απόσταση, φροντίζοντας πάντα να διατηρούν την απόσταση αυτή σε επίπεδα ασφαλείας.
Χρειάζεται μεγάλη μαστοριά από το σκύλο αλλά και από τον κυνηγό, για να μπορέσει να πλησιάσει και να εγκλωβίσει τα πουλιά πρώτα ο σκύλος, και μετά ο κυνηγός να πλησιάσει χωρίς να ξεσηκωθούν οι πέρδικες εκτός δραστικού βεληνεκούς ή χωρίς να κρυφτούν στο κοντινότερο καλαμπόκι ή πυκνό. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου τα κοπάδια απομακρύνονταν μόλις εμφανιζόταν ο κυνηγός, έστω και από τεράστιες αποστάσεις, άνω των 100 μέτρων. Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δύσκολη, ιδιαίτερα εάν ο κυνηγός ή σκύλος δεν ήταν προσεκτικός και δεν φυσούσε αέρας, οπότε τα πουλιά μπορούσαν να ακούσουν ακόμα μακρύτερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ουσιαστικά η πεδινή πέρδικα ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που ξεκίνησαν οι κυνηγοί τη δημιουργία των λεγόμενων σκύλων μεγάλης έρευνας, οι οποίοι ουσιαστικά έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα και να ερευνούν μεγάλες επιφάνειες κυνηγοτόπου στον ίδιο χρόνο και να φερμάρουν πολύ σταθερά, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα και το χρόνο στον κυνηγό να πλησιάσει.
Έλλειψη διαχειριστικών μέτρων
Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το κυνήγι της πεδινής πέρδικας, ακόμα και σήμερα, φαίνεται από την έξοδο ελλήνων κυνηγών σε γειτονικές χώρες για την αναζήτησή της. Οι πληθυσμοί της πεδινής πέρδικας στη χώρα είναι και παραμένουν μειωμένοι τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς όμως να παρουσιάζουν και καμία βελτίωση παρ’ όλη τη δεδομένη απαγόρευση του κυνηγιού της που ισχύει πέραν της εικοσαετίας.
Αυτή η τελευταία διαπίστωση αποτελεί και τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι οι στείρες απαγορεύσεις, χωρίς τη λήψη διαχειριστικών μέτρων και πραγματικών δράσεων, δεν αποτελούν ουσιαστική λύση.
Παίρνοντας τα πράγματα με τη σειρά, θα δούμε επιγραμματικά τους λόγους που οδήγησαν αυτό το είδος στη σημερινή του κατάσταση. Η μεγάλη ατυχία, αν έτσι μπορεί να ειπωθεί, είναι ότι ουσιαστικά ο βιότοπος της πεδινής πέρδικας είναι οι εκτάσεις οι οποίες βρίσκονται υπό το καθεστώς της εντατικότερης γεωργικής εκμετάλλευσης στη χώρα μας.
Η εντατική αυτή εκμετάλλευση είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει σημαντική αξία ακόμα και το μικρότερο κομμάτι καλλιεργήσιμης γης, αφού οι περιοχές αυτές είναι και από τις πιο εύφορες της χώρας. Αυτό το γεγονός, βέβαια, κάνει την οικονομική εκμετάλλευση αυτών των περιοχών ακόμα πιο δελεαστική για τους αγρότες, αντίθετα η δυνατότητα αλλά και η πιθανότητα να γίνουν σε αυτές φιλοθηραματικά έργα ή έστω και να μείνουν χέρσα για ένα δύο χρόνια, γίνεται ακόμα πιο δύσκολο έως απίθανο. Επιπροσθέτως, αυξάνεται πολύ το κόστος των πιθανών επεμβάσεων για φιλοθηραματικές δράσεις, αφού η ενοικίαση αλλά και η παραχώρηση τέτοιων τμημάτων γης στοιχίζει πολύ περισσότερο.
Ό,τι είχαν αφήσει οι αλλαγές στην αγροτική εκμετάλλευση, ήρθαν να το αποτελειώσουν οι αναδασμοί που έγιναν στο παρελθόν στους μεγάλους κάμπους της χώρας και στους οποίους δεν λήφθηκε καμία μέριμνα για τη διατήρηση μερικών φυσικών φρακτών ανά μονάδα επιφανείας ή έστω τη δημιουργία μικρών, εκεί που πραγματικά υπάρχει ανάγκη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αναδασμοί έγιναν στους κάμπους της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας, που ουσιαστικά αποτελούν τον κύριο βιότοπο της πεδινής πέρδικας για τη χώρα μας. Δημιουργήθηκαν έτσι αυτές οι “θάλασσες” από σκαμμένη γη που δεν προσφέρουν ουσιαστικά τίποτα στην άγρια ζωή γενικότερα, αλλά και στην πεδινή πέρδικα ειδικότερα.
Η αρχή του κακού
Η αλλαγή των μεθόδων καλλιέργειας, αλλά και των καλλιεργούμενων ειδών, είχαν δραματικές συνέπειες για την πέρδικα. Αναλύοντας λίγο περισσότερο αυτή την κατάσταση μπορούμε να πούμε ότι η επικράτηση της μονοκαλλιέργειας, ιδιαιτέρως με είδη όπως το βαμβάκι, τα οποία πέρα από την καθαρά οικονομική πλευρά δεν προσφέρουν ουσιαστικά τίποτα στα θηραματικά είδη, είναι η αρχή του κακού. Το σοβαρότερο, όμως, πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι τα φυτικά είδη που χρησιμοποιούνται, απαιτούν την επεξεργασία της γης με μηχανικό τρόπο, αλλά και με χρήση μυκητοκτόνων και λοιπών φυτοφαρμάκων, με τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά είναι καταδικασμένο οτιδήποτε ζωντανό υπάρχει εκεί.
Αν λάβουμε υπόψη και την έκταση στην οποία γίνονται αυτές οι επεμβάσεις, εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι πέρδικες εκτοπίζονται από το βαμβάκι κατά περιόδους, αφού δεν υπάρχει σε αυτές τις εκτάσεις κάλυψη ικανή να προστατεύσει την πέρδικα από τους φυσικούς της εχθρούς, αλλά δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα και στα μικρά περδικόπουλα που τις δύο πρώτες εβδομάδες της ζωής τους τρέφονται αποκλειστικά με έντομα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι πέρδικες να εγκλωβίζονται σε μικρές εκτάσεις οι οποίες μπορούν να φιλοξενήσουν ουσιαστικά έναν μικρό αριθμό πουλιών, με αποτέλεσμα πολλά από τα μικρά να πεθαίνουν από ασιτία ιδιαίτερα τις δύο πρώτες εβδομάδες της ζωής τους.
Η κατάσταση γίνεται πολύ πιο τραγική την περίοδο όπου τα βαμβάκια χρησιμεύουν ως κάλυψη για τα πουλιά. Αυτή είναι η περίοδος όπου έχουμε τις περισσότερες προσβολές από κάμπιες και διάφορες άλλες ασθένειες στα βαμβάκια, οπότε έχουμε και τους περισσότερους ψεκασμούς με κάθε λογής σκευάσματα. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου ολόκληρα κοπάδια έχουν βρεθεί νεκρά, μαζί με πληθώρα άλλων ειδών πουλιών, δηλητηριασμένα φυσικά από γεωργούς που, περισσότερο λόγω άγνοιας, βάζουν σε κίνδυνο πρώτα τη ζωή τους και μετά το περιβάλλον.
Κεντρική διαχείριση και καθοδήγηση
Εάν δούμε την κατάσταση σφαιρικά, είναι φανερό ότι η πέρδικα είναι θύμα μιας γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στους κάμπους. Αποτελέσματα αυτής της κατάστασης είναι η μείωση της έκτασης του βιοτόπου της ή τουλάχιστον των ευνοϊκών για τα θηραματικά είδη καλλιεργειών, η μείωση της διαθέσιμης τροφής τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Οι φυσικοί φράχτες που αποτελούν το καταφύγιο της πέρδικας από τους φυσικούς της εχθρούς, ιδιαίτερα σε περιόδους όπου οι καλλιέργειες δεν μπορούν να παρέχουν επαρκή κάλυψη, έχουν μειωθεί δραματικά, αυξάνοντας έτσι τη θνησιμότητα των πουλιών από τα αρπακτικά.
Αυτό δεν είναι όμως ένα φαινόμενο που παρατηρείται μόνο στη χώρα μας, ακόμα και χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, που οι τεράστιοι κάμποι τους θεωρούνταν ότι μπορούν να διατηρούν τα μεγαλύτερα αποθέματα πεδινής πέρδικας στην Ευρώπη, έχουν προβλήματα. Αυτά τα προβλήματα παρουσιάστηκαν από τη στιγμή που άλλαξε το εκεί πολιτικοοικονομικό καθεστώς, με την απελευθέρωση της αγοράς και την κατάργηση της ενιαίας κρατικής διαχείρισης, και παρατηρούνται οι αλλαγές που προκάλεσαν και στη χώρα μας τη μείωση του πληθυσμού της πεδινής πέρδικας.
Έτσι δεν υπάρχει πια η δυνατότητα να γίνει διαχείριση του βιοτόπου κεντρικά και σε μεγάλες εκτάσεις, ούτε μπορεί να υποχρεωθεί κανείς να αφήσει για αγρανάπαυση τα χωράφια του με τα γνωστά πάντα αποτελέσματα. Μη βιαστούν, όμως, μερικοί να πουν ότι είμαστε νοσταλγοί ολοκληρωτικών καθεστώτων, απλά μερικά πράγματα χρειάζονται κεντρική διαχείριση και καθοδήγηση, πράγμα που στη χώρα μας φυσικά δεν υπάρχει, ούτε καν από την αρμόδια υπηρεσία θήρας του κρατικού μηχανισμού. Οι μόνοι που αγωνίζονται για κάτι καλό είναι οι κυνηγοί μέσω των κυνηγετικών Οργανώσεων.
Στην πεδινή πέρδικα θα αναφερθούμε ξανά, εκτεταμένα και αναλύοντας όλους τους παράγοντες που την επηρεάζουν, όχι όμως εξετάζοντας μεμψίμοιρα την κατάσταση, αλλά από την πλευρά τού τι πρέπει και μπορεί να γίνει, ώστε αρχικά να αυξηθεί δυναμικά η πεδινή πέρδικα στη χώρα μας και μελλοντικά να έχουμε την ευκαιρία να τη συμπεριλάβουμε πάλι στη ρυθμιστική απόφαση θήρας.